Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 11+ (target 12+) – Λογοτεχνία για παιδιά, εφήβους κι ενήλικες
τζιέρι (τουρκ. ciğer)= σπλάχνο, συκώτι- Μικρασιατική προσφώνηση προσφιλούς προσώπου (=αγάπη μου)
Και το δεύτερο μεσημέρι βγήκε στην αυλή απ’ την κουζίνα φέρνοντας μια πιατέλα γεμάτη ώς επάνω κουτσομούρα μεγάλη, θα ‘ταν και δυο κιλά. Την είχε καλοτηγανίσει, πολύ τραγανή φαινόταν… Σκοντάφτει στο μαρμαράκι της πόρτας- πάντα τα ‘σερνε τα πόδια της- πάρ’ τα όλα κάτω. «Δε βαριέσαι», λέει στο λεπτό. «Ψι ψι ψι», έδωσε τα ψάρια στα γατιά. Μέχρι να φάνε εκείνα, σκουπίζει το ίδιο τηγάνι, ανάβει το πετρογκάζ, βάζει το τηγάνι επάνω με φρέσκο λάδι. Περιμένει ένα λεπτό. Κόβει δυο σφιχτές ντομάτες κι ένα μεγάλο κρεμμύδι, τα ρίχνει μέσα. Συνεχίζει ρίχνοντας καμιά δεκαριά αβγά, αφού τα έσπαζε πρώτα σ’ ένα πιατάκι. Το λάδι πιτσίλαγες, χάλαγε τον κόσμο. Τρίβει φέτα αποπάνω. Ρίγανη, πιπέρι. Χωρίς κουβέντα κάτσαμε και φάγαμε.
Αυτή ήταν η γιαγιά μου. Τα έχανε όλα, άρχιζε από την αρχή.
Και κάπου εκεί έχεις ήδη παραδοθεί στην ιστορία… της γιαγιάς.
Περί τίνος πρόκειται
Από την Τρίγλια, την εξελληνισμένη από τα αρχαία χρόνια κωμόπολη της Προύσας, η ιστορία μιας ζωής, πολλών ζωών, χιλιάδων ζωών σαν αυτήν. Η γιαγιά της συγγραφέα μοιράζεται τη ζωή της. Τους Τριγλιανούς τους έδιωξαν μια φορά το 1914 με διαταγή γιατί τους έταξαν χαμό, επέστρεψαν το 1918 βρίσκοντας τα σπίτια τους ρημάδι και δεύτερη φορά με όλους τους άλλους στο μεγάλο κακό του 1922 όπου έκαμαν τον χαμό που είχαν ταγμένο. Άλλοι είχαν γυρίσει και νωρίτερα, όπως η γιαγιά. Τα ίδια. Ερείπια, έρμα. Φεύγει για την Προύσα. Μετά για Ρουμανία, Βουκουρέστι. Βόμβες κι εκεί, δρόμο για την Οντέσσα. Την Οδησσό, αυτήν την Ουκρανή πριγκίπισσα που τώρα είναι στο σημάδι των Ρώσων, ελληνοπρεπής από παλιά. Κι από εκεί στη δούλεψη ενός Παυλίδη στην Φεργκάνα του Ουζμπεκιστάν, γνωριμία με τον παππού και γάμος. Γραφτό ήταν. Γεννούν ένα αγόρι, τον πατέρα της συγγραφέα, μετέπειτα σπουδαίο ζωγράφο. Και πάνω σε ένα κάρο επί εβδομάδες, δρόμο για την Πόλη, κατακαλόκαιρο και χειμώνα μαζί. Έπιασαν δουλειά αμέσως, επιστάτες σε ένα πλουσιόσπιτο, με ζώα και κήπο.
Αύγουστος του 22′. Στην Πόλη. Η καταστροφή ζυγώνει. Κάποιοι το ξέρουν νωρίτερα απ’ όλους. Όπως ο Καβουνίδης, ο Καπετάνιος όπως τον έλεγαν. Έφερε ένα μεγάλο καράβι και έσωσε κόσμο και κοσμάκη, μέχρι και εικονίσματα από τις εκκλησιές φόρτωσε να σώσει. Και τις πιο όμορφες του κόσμου: την Αγία Επίσκεψη και την Παντοβασίλισσα, που τις παρέδωσε στην Ελλάδα.
Είναι κι ο Χρυσόστομος, ο Μητροπολίτης της Σμύρνης, που βάφτισε τη γιαγιά και βρήκε τέλος τραγικό από τον όχλο που ούρλιαζε εναντίον των Ελλήνων. Κι από την Πόλη πώς έφυγαν ξανά. “Με τρένο, Φωτεινιώ μου. Μόνε μας βάλανε στα βαγόνια που είχανε για τ΄άλογα. Μέσα στην κοπριά ταξιδέψαμε, με δυο μικρά παιδιά κι ένα παλιό σεντούκι που είχε μέσα τα εικονίσματα, τα σεντόνια, τα ρούχα, τα πιάτα, τις κατσαρόλες και τα μαχαιροπίρουνα. Πλάι κουβαλήσαμε και δυο μπόγους μαξιλάρια, κουβέρτες και παπλώματα. Αυτά ήτανε το βιος μας…”
Κι ύστερα στη νέα πατρίδα. Πρώτα Τρίγλια Χαλκιδικής, μετά Ραφήνα. Ένα τσαρδί, τσαντίρι κανονικό, να το κάνεις όπως όπως κάτι. Μήτε νεροχύτης, μήτε βόθρος και παράθυρα. Μα όλα έγιναν σιγά σιγά. Κι ήρθε πρώτα ένα πρόχειρο ταβερνείο που έβγαζε πέντε δεκάρες και στεκότανε η οικογένεια κι ύστερα η δουλειά του παππού σε κάποιο υπουργείο. Και η ζωή κίνησε ξανά γι’ αλλού. Μέχρι το τέλος, κάπου στα 1987, χρονιά που πάλι με την Τουρκία φτάναμε ένα βήμα πριν τον πόλεμο (κρίση του Σισμίκ).
Εστιάζοντας
Η γιαγιά που φτιάνει τη ζωή ξανά και ξανά από το ρημάδι και το μηδενικό. Η γιαγιά που δεν πετούσε τίποτα, που όλα στα χέρια της φτουράγανε, όλα γίνονταν κάτι, όλα φτιαχνόντουσαν κάτι άλλο, από τις αρχόντισσες της μεταποίησης. Η γιαγιά που είδε να περνά μπροστά της ο θάνατος τόσες και τόσες φορές και δεν άφησε ποτέ να την κάνει καλά η λιποψυχιά. Η γιαγιά με τις σκοτούρες τις πολλές μα στεναχώρια να πάει και να φεύγει όπως ήρθε, τόσα είχε περάσει στη ζωή της, δυο σπασμένα ποτήρια ή ένα τηγάνι ψάρια χάμω θα την θόλωναν; Τι ωραία Ελληνίδα! Τι θαυμάσια μορφή ανθρώπου που έμαθε της ζωής τα απλά και τα σημαντικά της! Τι γυναίκα που στάθηκε όρθια παντού και έγινε θεμέλιο και στύλος για τους ανθρώπους της! Τι πρότυπο ευρηματικότητας, επινοητικότητας, που έβρισκε λύσεις εκεί όπου ο κόσμος φλεγόταν.
Η Φωτεινή Στεφανίδη αιχμαλωτίζει με την αβίαστη αφήγηση και τη φυσικότητα του λόγου, αφήνοντας εικόνες, γεύσεις και μυρωδιές, χρώματα και “αντιχρώματα”, αρώματα και σώματα, να κυκλώνουν τις αισθήσεις του αναγνώστη. Ο καγιανάς, το τουρλού, τα γλυκά που έρχονταν από την οικιακή οικονομία των Ελλήνων της εποχής, τα χρώματα από τις γειτονιές και τους τόπους που προσπάθησε να στεριώσει τη ζωή της η γιαγιά, οι ελπίδες και οι ματαιώσεις, η ζωή που έπεφτε στα χαλάσματα και ξαναμαζωνόταν, η συνεχής προσφυγιά, από τόπο σε τόπο μακρινό, οι άνθρωποι που έριχναν φως και σκιά στη ζωή. Μακρινός κόσμος και με ένα τσαφ τόσο κοντινός!
Εκείνη η θαυμάσια λαλιά των ανθρώπων της εποχής, των Ελλήνων στα δεξιά του Αιγαίου, με το βάθος της Ανατολής και του Πόντου, δεσπόζει στη ροή της ιστορίας και η χωροχρονική της πλαισίωση της δίνει την ισχύ μιας αυθεντικής καταγραφής που γοητεύει, αλλά ταυτόχρονα και υπερβαίνει το εκεί και τότε αποκτώντας πανανθρώπινα χαρακτηριστικά: τέτοιος είναι ο βίαιος εκτοπισμός, πάντα τέτοιος είναι. Οι ασύνδετες μνήμες της γιαγιάς στα ενενήντα της προς την 18χρονη τότε εγγονή της δημιουργούν ένα πλέγμα ευρύτερης μνήμης για όσα έγιναν και ακόμα ρυθμίζουν όψεις της ζωής της σύγχρονης Ελλάδας.
Η συγγραφέας πλάι στον πλούτο αυτών των αφηγηματικών εικόνων που χώρισε σε τρία μέρη, “πριν”, τότε”, “μετά”, με σημείο μηδέν τη Μικρασιατική Καταστροφή, τοποθετεί το άλλο της σεντούκι, εκείνο με τον πλούτο των μολυβιών της, που αποπνέουν ελευθερία, απαντοχή και την εποχή ολάκερη. Για τις εικόνες της έχουν μιλήσει πολλοί, πολύ και έχουμε γράψει κι εμείς κατ’ επανάληψη.
Και σε αυτό και στο προηγούμενο βιβλίο της (Παπούτσια με λουράκι), αυτομάτως τρύπωσε στο μυαλό μου μία λέξη: αισθητική. Όχι, δε θα ανοίξουμε φιλοσοφική κουβέντα τώρα για το τι είναι η αισθητική, παρά θα πω μονάχα ετούτο: είναι θαυμάσιο να διαβάζεις ένα βιβλίο που αμέσως θέλεις να μοιραστείς με κάποιον ή και με όλους.
Στο τέλος του βιβλίου ο αναγνώστης θα βρει σημειώσεις και τεκμήρια για τη ζωή της γιαγιάς Φωτεινιώς.
Προτείνεται.
Για αναγνώστες από 12 περίπου ετών.
Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.
Διακρίσεις
Το Soundtrack του βιβλίου
Μενεξέδες και ζουμπούλια (Πολίτικο) – Κατερίνα Παπαδοπούλου
Τι σε μέλει εσένανε – Μαρίκα Παπαγκίκα 1927
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Τζιέρι μου 1922 |
Συγγραφέας: | Φωτεινή Στεφανίδη |
Εικονογράφος: | Φωτεινή Στεφανίδη |
Εκδόσεις: | Καλειδοσκόπιο, Φεβρουάριος 2022 |
Επιμέλεια-Διορθώσεις: | Δημήτρης Παπακώστας |
Σελιδοποίηση: | Εριφύλη Αράπογλου-ενARTE |
Σελίδες: | 72 |
Μέγεθος: | 13 Χ 20 |
ISBN: | 978-960-471-237-3 |