Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 12+ (target 12-19) – Λογοτεχνία για εφήβους+
Είμαστε ένας ένας κλεισμένοι στα κελιά μας. Από μια άποψη τα πιο αδύναμα πλάσματα. Μπορούν να μας κάνουν ό,τι θέλουν. Εκεί που κάθεσαι έρχονται, σε παίρνουν και σε πάνε, χωρίς να ξέρεις πού, σε άλλη φυλακή, στην άλλη άκρη. Αν δε μας φοβόντουσαν τόσο, θα ‘λεγα ότι είμαστε γι’ αυτούς πράγματα. Ο φόβος, όμως, που μας έχουν διατηρεί την ανθρώπινή μας υπόσταση και στα μάτια τους.”
Γ. Α. Μαγκάκης
επιστολή διαμαρτυρίας, 1971, εκ του βιβλίου
Η Αλεξάνδρα Μητσιάλη γράφει ένα καλοχορδισμένο ιστορικό μυθιστόρημα με τη ζωντάνια ενός ντοκουμέντου που σπάει τη σιωπή και ρίχνει φως στο σκοτάδι της εξέγερσης του 1973 με φόντο πολλά πραγματικά γεγονότα.
Περί τίνος πρόκειται
Νοέμβριος, 13, 1973.
Ο Αχιλλέας ετοιμάζεται να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο. Θέλει να μπει στη Φυσικομαθηματική Σχολή. Και αγαπάει τη ροκ και τον Τζιμ Μόρρισον. Και του αρέσει η Βάσια, η συμμαθήτριά του στο φροντιστήριο. Η παρέα του είναι πέντε, όσους επιτρέπει η Χούντα να συγκεντρώνονται δηλαδή. Η αδερφή του, η Μυρσίνη, σπουδάζει ήδη στην Αρχιτεκτονική. Είναι πιο καλλιτέχνης από εκείνον. Τον φίλο της, τον Κώστα, τον πήραν φαντάρο στο Κιλκίς. Δέκα μέρες βάσταξε η σχέση τους. Τον σκέφτεται. Τώρα η κυβέρνηση Μαρκεζίνη, με την προβιά της δημοκρατίας, δίνει αμνηστία στους εξεγερμένους του Φλεβάρη, τους αφήνει να επιστρέψουν στις σπουδές τους.
Αναβρασμός. Το βλέπεις, το αισθάνεσαι παντού. Ένας θυμός μαζικός, μια οργή που ψάχνει πώς θα εκφραστεί. Είναι θέμα χρόνου. Το σκηνικό της έντασης στήνεται όμορφα από τη συγγραφέα. Οι δρόμοι της Αθήνας, η Μπουμπουλίνας, τα καταραμένα κτίρια, τα βασανιστήρια, οι πολιτικοί κρατούμενοι, οι μεθοδεύσεις του δήθεν εκδημοκρατισμού της χούντας, οι ασφαλίτες που καραδοκούν παντού. Βαρβαρότητα.
“Την πήραν στο υπόγειο.
Την έδεσαν με σχοινιά στον ξύλινο πάγκο.
Της χτύπησαν για ώρες τις πατούσες με ένα εργαλείο, μέχρι που το κρέας φούσκωσε τόσο που έσκασε το δέρμα της και πετάχτηκε η σάρκα έξω κι έπρεπε να τη σέρνουν γιατί ήταν αδύνατον να πατήσει.
Την κρέμασαν ανάποδα γυμνή από το ταβάνι για τρεις ώρες στο υπόγειο κελί.
Την άφησαν τέσσερις μέρες στην απομόνωση, χωρίς νερό και χωρίς φαϊ, εκεί που η μέρα και η νύχτα είναι αξεχώριστες και που δεν μπαίνει και δεν βγαίνει άλλος κανένας.”
σελ. 79)
Και τότε… Σσσστ! Αρχίζει!
“Γίνονται φασαρίες στο Πολυτεχνείο. Ήρθε η πληροφορία ότι χτυπάνε τα παιδιά. Φεύγουμε συντεταγμένοι για εκεί”
Η Μυρσίνη μπαίνει το πρωί της Πέμπτης 15 Νοεμβρίου στο Μετσόβιο από την πόρτα της Πατησίων. Κόσμος συρρέει. Η Αθήνα δονείται. Ώρα την ώρα παίζεται μια ζωή. “Λαέ, λαέ, ή τώρα ή ποτέ“.
Ο Αχιλλέας θέλει να πάει μαζί της. “Θέλω να συμμετάσχω κι εγώ στην κατάληψη του Πολυτεχνείου”, δηλώνει απερίφραστα. Η Μυρσίνη τον κρατά.
Τέσσερις μέρες, στις οποίες ο καθένας αναμετριέται με τον εαυτό του, τον φασισμό, τον έρωτα, τον θάνατο. Τέσσερις μέρες γεμάτες μεγάλες αποφάσεις, κρίσιμες πράξεις, συγκλονιστικά συναισθήματα. Τέσσερις μέρες, μέσα και έξω από το κατειλημμένο Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όπου τα γκλομπ, τα δακρυγόνα, οι σφαίρες της δικτατορίας των συνταγματαρχών σφίγγουν τον κλοιό γύρω από τις φοιτήτριες και τους φοιτητές και δρομολογούν εξελίξεις.
«Δεν ξέρω αν θα ρίξουμε τη χούντα. Θα ρίξουμε πάντως τη σιωπή».
Εστιάζοντας
Γνώρισα τον εκ των βασικών εκφωνητών του ραδιοσταθμού των εξεγερμένων του Πολυτεχνείου, Δημήτρη Παπαχρήστο, πριν 25 περίπου χρόνια, φοιτητής ακόμα (εγώ), όταν ο Γιώργος Αρμένης ανέβαζε τον Νηρέα τον Βάρα από τον Ήλιο του Μουσείου του συγγραφέα. Τον είδα κάμποσες φορές από τότε. Από το γραφείο του στην τράπεζα μέχρι τα καφενεδάκια των Εξαρχείων και τις συνελεύσεις για τη Γιουγκοσλαβία, μαζί με τον Θάνο, τον Περικλή Κοροβέση κ.α. Άκουσα πολλές ιστορίες από τον ποταμό του λόγου του. Κι άρχισα να πάλλομαι όταν άρχισα διαισθητικά να υποψιάζομαι ότι κάπου υπάρχει μέσα σε αυτό το βιβλίο. Το πού, θα το διαπιστώσει ο αναγνώστης.
Μπορεί Οι μέρες που δακρύζουν να έχουν ως βασικούς πρωταγωνιστές παιδιά 17 και 20 ετών, ωστόσο αυτή η ιστορία δρόμου, νεανικής εξέγερσης και λαϊκού αγώνα ενάντια στη δικτατορία των συνταγματαρχών δεν είναι ούτε ένα κλασικό Young Adult μυθιστόρημα, ούτε μια κοινωνικοπολιτική εφηβική ιστορία, αλλά ούτε και ένα ιστορικό μυθιστόρημα για ενήλικες που θέλουν να θυμηθούν τις μέρες της φωτιάς, τις μέρες που δάκρυζαν από τα δακρυγόνα και την οσμή θανάτου. Στέκει πάνω σε όλα αυτά, τα έχει θεμέλια, διακλαδίζεται αμφίσημα, δημιουργώντας συναρτήσεις με το σήμερα, καθώς οι καρδιές δονούνται, οι νέοι κυματίζουν αναζητώντας τον εαυτό τους προς κάποια ωρίμανση και συνειδησιακό καταστάλαγμα, τα νοήματα της ζωής τους και έναν πειστικό λόγο να αλλάξουν κάτι στον κόσμο, τα όνειρά τους βαλτώνουν, η αξιοπρέπειά τους δοκιμάζεται αλλά δεν δαμάζεται, οι ανακολουθίες τους πληθαίνουν αλλά εκρήγνυνται, οι απόψεις τους αλλάζουν, αλλά συχνά ωριμάζουν, η αντοχή τους γεωμετράται γύρω από τους δρόμους του Μετσόβιου που αγκομαχούν.
Ο ρυθμός είναι ένα τέτοιο ασθματικό αγκομαχητό που καλπάζει προς το μεγάλο, συντριπτικό γεγονός που έρχεται. Η αφήγηση, από ένα σημείο κι έπειτα, μοιάζει να βαστά μια κάμερα δόγμα95 που ακολουθεί τα γεγονότα έτσι όπως τρέχουν μπροστά της. Η επιλογή της τριτοπρόσωπης αφήγησης που εναλλάσσεται άξαφνα με εκείνη την απεύθυνση σε β’ ενικό προς τη Μυρσίνη, είναι ένα αφηγηματικό εύρημα που προσωπικά απόλαυσα, καθώς αισθάνθηκα μια de profundis αμεσότητα να προσεταιρίζεται φανερά τον ψυχισμό μου και να επαναδιαπραγματεύεται μαζί μου ως αναγνώστη, όχι τον ιστορικό πυρήνα ασφαλώς, αλλά την είσοδό μου εντός της ιστορίας ως ένας έκτος της παρέας του Αχιλλέα ή κάποιος συμφοιτητής της Μυρσίνης.
Ο λόγος της συγγραφέα έχει πολιτική απόχρωση, έχει πρόσημο αντιδικτατορικού και φοιτητικού αγώνα, άλλωστε τα βιβλία της πάντα έχουν μια δυναμική ροή μέσα στον χρόνο και τις όψεις του ελληνικού κόσμου: Ξυπόλυτοι ήρωες, Το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα, Ο Βραχοπόλεμος, Δεκαεφτά. Προσπαθεί να αποφύγει τον κλισέ επιχρωματισμό μιας ούτως ή άλλως τόσο φορτισμένης κατάστασης. Η Ιστορία στον κόσμο και τη συνείδηση των παιδιών μοιάζει βαρετή συνήθως. Ο τρόπος, όμως, που νιώθουν, που εισπράττουν τη ροή των γεγονότων, τη βία, την καταπίεση, τον φασισμό και κυρίως η κρίσιμη εκείνη στιγμή που συναισθάνεσαι ότι ζεις μια ιστορική στιγμή στην οποία θέλεις να πάρεις μέρος, θέλεις να ενωθείς με τους χιλιάδες ή με τον έναν, αλλά σε κάθε περίπτωση με το δίκιο και το ελεύθερον. Το επιτυχές μότο που επέλεξε να προβάλλει η έκδοση “Δεν ξέρω αν θα ρίξουμε τη χούντα. Θα ρίξουμε πάντως τη σιωπή“, συμπυκνώνει μια πλατιά φιλοσοφική, πολιτική, ιδεολογική επιλογή και στάση όπου το αποτέλεσμα ενός αγώνα περνά σε δεύτερη μοίρα. Προέχει, ηγείται, ο ίδιος ο αγώνας ως κατάσταση και διαδικασία, ως ταξίδι προς μια Ιθάκη, ως λύση της σιωπής η οποία χάνεται στην άβυσσο μιας υπο-κουλτούρας αποδοχής και συνενοχής. Είναι το τέλος της σιωπής ένας αγώνας. Ο κρότος που θα κάνει στο τέλος, δεν είναι ο πρωταρχικός στόχος.
Μέσα στις ζωές της Μυρσίνης, του Αχιλλέα, όλων των νέων παιδιών φωτίζεται η έκρηξη εκείνων των ημερών. Και μοιάζει ένα καλοχορδισμένο ντοκουμέντο το μυθιστόρημα της Αλεξάνδρας Μητσιάλη. Κι αν αμφισβητείται ή λερώθηκε η πορεία ανθρώπων που συμμετείχαν σε εκείνον τον αγώνα, ξεχνούν εσκεμμένα πόσες χιλιάδες έμειναν “ανώνυμοι”, αξιοπρεπείς, συνεπείς, ανεξαργύρωτοι.
Το εξώφυλλο είναι ελκυστικό και έχει την ένταση των γεγονότων.
Για αναγνώστες από 12 περίπου ετών.
Εκδόσεις Πατάκη.
Διακρίσεις
Απόσπασμα
Δείτε απόσπασμα εδώ
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Οι μέρες που δακρύζουν |
Συγγραφέας: | |
Εκδόσεις: | Πατάκη, Οκτώβριος 2023 |
Σελιδοποίηση: | Αλέξιος Δ. Μάστορης |
Επιμέλεια: | Αντωνία Γουναροπούλου |
Σελίδες: | 240 |
Μέγεθος: | 14 Χ 21 |
ISBN: | 978-618-07-0679-6 |