Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 8+ (target 9-15) – Διασκευασμένη λογοτεχνία για παιδιά
My father’s family name being Pirrip, and my Christian name Philip, my infant tongue could make of both names nothing longer or more explicit than Pip. So, I called myself Pip, and came to be called Pip.
Η πρώτες δύο προτάσεις του πρωτότυπου βιβλίου του Ντίκενς
(Πρόχειρη μετάφραση: Μια και το οικογενειακό μου όνομα ήτανε Πίρριπ και το μικρό το όνομα Φίλιπ, τι άλλο μπορούσε η βρεφική μου γλώσσα να φτιάξει με τούτα τα δύο, πιο μακρόσυρτο ή πιο ξεκάθαρο από το Πιπ; Έτσι, λοιπόν, ονόμασα τον εαυτό μου Πιπ και στο τέλος όλοι με φώναζαν Πιπ).
Το 13ο μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς ήταν σίγουρα τυχερό, γιατί προσπερνώντας τον αριθμό των προληπτικών, αφού δεν ήταν το τελευταίο ολοκληρωμένο του Ντίκενς, μας άφησε ένα σπουδαίο κριτικό υστερόγραφο της βικτωριανής κοινωνίας, μια μεστή κριτική προσέγγιση του πλούτου και της φτώχειας, της καταγωγής, της κοινωνικής τάξης και της καλής κοινωνίας, των επίπλαστων ονείρων που συντρίβονται∙ και ένα απολαυστικό μυθιστόρημα αναζήτησης της πραγματικής ταυτότητας εν μέσω των λιθοβολισμών της πραγματικότητας που είναι πολύ πιο κυνική όταν κάνεις μεγάλα όνειρα. Ο Μπέρναρντ Σο το χαρακτήρισε “το πιο συμπαγές βιβλίο του Ντίκενς“. Ένα μυθιστόρημα στο οποίο μετά από πολύ παρασκήνιο και επιστολές, ο Ντίκενς αναίρεσε το αρχικό μουντό, λυπηρό, όπως του έλεγαν, τέλος του όπου ο Πιπ και η Εστέλλα δεν συναντιούνται ξανά, με ένα άλλο όπου τουλάχιστον όλα γίνονται λίγο πιο υποφερτά ανάμεσα στον θλιμμένο Πιπ και τη χήρα πια Εστέλλα.
Το μυθιστόρημα δημοσιεύθηκε πρώτη φορά σε τριάντα έξι συνέχειες στο εβδομαδιαίο βικτοριανό περιοδικό All the Year Round* που ίδρυσε και διεύθυνε ο ίδιος ο Ντίκενς, από την 1 Δεκεμβρίου 1860 μέχρι τον Μάρτιο του 1861. Τον Οκτώβριο του ίδιου έτους, το imprint του εκδοτικού οίκου CRC Press, των Chapman & Hall, δημοσίευσαν το μυθιστόρημα σε τρεις τόμους και έκτοτε άρχισε η παγκόσμια αναγνώριση, χωρίς ασφαλώς να λείπουν κάποιες λίγες απαξιωτικές κρίσεις κάποιων συγχρόνων του, όπως συνήθως συμβαίνει με κάθε σπουδαίο βιβλίο. Αυτή η αποσπασματική δημοσίευσή του επηρέασε ασφαλώς την αφηγηματική του δομή, αφού ο Ντίκενς κατάλαβε ότι για να κρατήσει το κοινό του περιοδικού έπρεπε να χωρίσει το βιβλίο του σε μικρά κεφάλαια τα οποία να διατηρούν μια σχετική θεματική και ψυχοσυναισθηματική αυτοτέλεια μεταξύ τους. Και αυτό έπραξε.
Η μετάβαση από τις λαϊκές, εργατικές και αγροτικές περιοχές στο βιομηχανικό Λονδίνο, τη μεγάλη μητρόπολη της εποχής, η κοινωνική αναρρίχηση ενός ορφανού και αρχικά καταδικασμένου στη φτώχεια αγοριού και η επιστροφή στον τόπο των παιδικών χρόνων, στο “σπίτι”, είναι ένας κύκλος που στήνει επιδέξια ο Ντίκενς καθώς δημιουργεί μια σύγχρονη βικτοριανή Οδύσσεια όπου ο νόστος, η αξία της επιστροφής στα πατρώα γίνεται ένας βρόγχος σε όλη τη ζωή και την καρδιά του ήρωά του. Ένα γρανάζι που γυρνά και φέρνει ματαιώσεις και εμπόδια, ανατροπές και επιβραδύνσεις στις Μεγάλες Προσδοκίες που δημιουργούν κάποιοι εκ των πρωταγωνιστών του.
Η αφήγηση είναι σε πρώτο πρόσωπο, δια στόματος του ορφανού Πιπ. Την πρωτοπρόσωπη αφήγηση την είχε δοκιμάσει ο Ντίκενς ξανά μόνο στον Ντέιβιντ Κόπερφιλντ, μυθιστορήματα που επικοινωνούν φανερά και υπόγεια μεταξύ τους. Ξανάπιασα και διάβασα λίγες σελίδες από το πρωτότυπο του Ντίκενς. Είχα να διαβάσω χρόνια κάτι από εκείνον. Θυμήθηκα τι μου άρεσε πάντα, ίσως και στους περισσότερους. Είναι ο τρόπος με τον οποίο τοποθετεί και ενσωματώνει τους ήρωές του μέσα στην ιστορία του, είναι ο τρόπος που αυτοί συμπεριφέρονται: φυσικός, σαν να είναι δίπλα σου, κανείς δεν είναι περιττός στους κόσμους του Ντίκενς, κανείς δεν εκβιάζεται, δεν εμφανίζεται για να βγάλει τον συγγραφέα από τη δύσκολη θέση. Με βαθιά συναισθήματα, σκιαγραφημένοι εξαίρετα, αυτοί οι ήρωες γίνονται ο σκελετός πάνω στον οποίο στέκεται αυτή η τρομερά απλή μα θαμπωτική γραφή του Ντίκενς. Αυτή η αίσθηση, της απλότητας, της φυσικότητας και της ομορφιάς του, έμεινε και στην διασκευή της έμπειρης, προσεκτικής και σημαντικής μεταφράστριας Αργυρώς Πιπίνη για τις Εκδόσεις Διόπτρα που μετά τις αλησμόνητες Μικρές Κυρίες της Λουίζας Μέι Άλκοτ φέρνει κοντά στα παιδιά ένα ακόμα σπουδαίο βιβλίο στη σειρά αυτή των πολυτελών εικονογραφημένων από την Αιμιλία Κονταίου τόμων που μας έχουν ενθουσιάσει ήδη από την αφή του εξωφύλλου τους.
Στις Μεγάλες Προσδοκίες ο Πιπ μας αφηγείται την ιστορία του από κάποια απροσδιόριστη στιγμή στο μέλλον. Αυτός ο ορφανός λοιπόν, μεγαλώνει στα βαλτοτόπια του Κεντ, όπου ζει μαζί με την σκληρόκαρδη αδερφή του και τον καλόγνωμο αλλά άχαρο σύζυγό της, τον σιδερά Τζο Γκάρτζερι. Στα επτά του, παραμονή Χριστουγέννων, ενώ επισκέπτεται τους τάφους των γονιών του στο προαύλιο της εκκλησίας, ο Πιπ συναντά τον άντρα με τρομακτική όψη, δραπέτη κατάδικο (Έιμπελ Μάγκγουιτς), του πηγαίνει τη λίμα που του ζήτησε, αλλά ο κατάδικος και ο συνεργάτης συλλαμβάνονται σύντομα.
Αργότερα, ο Πιπ επισκέπτεται τον πύργο της εκκεντρικής, μισοχαμένης και επί χρόνια θρηνούσας έναν χαμένο έρωτα Μις Χάβισαμ, που ζούσε απομονωμένη με τα αμύθητα πλούτη της. Εκεί ο Πιο γνωρίζει την όμορφη, ψυχρή, περιφρονητική Εστέλλα, την υιοθετημένη κόρη της Μις Χάβισαμ, την οποία διδάσκει να βασανίζει τους άντρες με την ομορφιά της. Θα συνεχίσει να πηγαίνει στον πύργο της Μις Χάβισαμ επί μήνες. Αν και επιφυλακτικός από την περιφρονητική της στάση, ο Πιπ θα ερωτευτεί την Εστέλλα, η οποία όμως δεν ανταποκρίνεται.
“Πόσο δυσάρεστο συναίσθημα είναι στ’ αλήθεια να ντρέπεσαι για τους δικούς σου και τη φτώχεια σου. Κι εγώ ντρεπόμουν από τη στιγμή που γνώρισα την Εστέλλα- για το σπίτι μας, για την αδερφή μου, ακόμα και για τον Τζο. Με είχε θαμπώσει η ομορφιά του κοριτσιού, η πολυτέλεια στον πύργο της Μις Χάβισαμ, τα μεταξωτά και βελούδα, και δεν μπορούσα να εκτιμήσω την απέραντη καλοσύνη και τη φυσική ευγένεια του Τζο”.
Πέρασαν τέσσερα χρόνια. Ο Πιπ δούλευε στο σιδεράδικο του Τζο. Την Εστέλλα δεν την είχε δει καθόλου, έμενε στο Λονδίνο πια. Ώσπου εμφανίζεται ένας δικηγόρος ονόματι Τζάγκερς και ανακοινώνει στον Πιπ ότι κάποιος που θέλει να διατηρήσει την ανωνυμία του του πληρώνει ένα μεγάλο ποσό για να πάει στο Λονδίνο να μορφωθεί και να κάνει μια καλή ζωή. Ο Πιπ πιστεύει ότι τα χρήματα προέρχονται από τη Μις Χάβισαμ, η οποία δεν τον αποθαρρύνει από αυτήν την ιδέα. Δέχεται και πηγαίνει στο Λονδίνο όπου διδάσκεται από τον συμπαθέστατο Μάθιου Πόκετ και τον ανοιχτόκαρδο και ευγενικό γιο του Χέρμπερτ, να είναι τζέντλεμαν.
Η ζωή του Πιπ αλλάζει. Μαθαίνει άλλες συνήθειες, αγοράζει ακριβά ρούχα, πηγαίνει στην όπερα, τρώει σε εστιατόρια. Μέρα με τη μέρα γίνεται ένας αληθινός τζέντλεμαν, αλλάζει το φέρσιμό του, ο ταπεινός σιδεράς Τζο είναι κάποιος από άλλον κόσμο. Ο Πιπ συναντά την Εστέλλα, εκείνη ψάχνει έναν μνηστήρα από την καλή κοινωνία, έτσι έμαθε, έτσι θέλει.
Αργότερα, ο Πιπ ανακαλύπτει προς μεγάλη του απογοήτευση ότι ο μυστηριώδης ευεργέτης του είναι εκείνος ο κατάδικος, ο Έιμπελ Μάγκγουιτς. Το σχέδιο που νόμιζε ότι συμβαίνει καταρρέει. Όχι δεν του τα πλήρωνε η Μις Χάβισαμ όλα αυτά για να γίνει αντάξιος της Εστέλλα και να την παντρευτεί.
Η συνέχεια είναι συνταρακτική και σχετικά γνωστή και για όποιον δεν τη γνωρίζει είναι μια σπουδαία ευκαιρία να διαβάσει είτε το πρωτότυπο αν είναι σε κατάλληλη ηλικία 14-15+, είτε να διαβάσει αυτήν την όμορφη διασκευή.
Δεν νομίζω ότι υπάρχει λόγος για εκτενείς αναλύσεις σε ένα βιβλίο εκατόν εξήντα ετών το οποίο έχουν προσεγγίσει κριτικά μελετητές, κριτικοί, διδακτορικά και καλλιτεχνικά ταινίες και θεατρικές παραστάσεις. Είναι από τα κλασικά μυθιστορήματα που αποτελούν τη βάση ενός αναγνώστη. Πόσοι Πιπ, Τζο, Εστέλλες δεν υπάρχουν γύρω μας σήμερα, όχι στην Αγγλία αλλά στην Ελλάδα! Πόσοι νέοι δεν φιλοδοξούν να ανέλθουν κοινωνικά, να ξεχάσουν τη φτώχεια, να επιστρέψουν στη γη των παιδικών τους χρόνων, πόσοι παραμένουν απλοί και ταπεινοί όπως ο Τζο!
Η επιρροή που έχει ασκήσει το βιβλίο είναι τεράστια. Πρόχειρα ήρθαν στο μυαλό μου δύο σπουδαίες βιβλία και ταινίες που είμαι σίγουρος ότι αντλούν από τον κόσμο των Great Expectations του Ντικενς: Τα απομεινάρια μιας μέρας, βιβλίο του Καζούο Ισιγκούρο (1989) που μεταφέρθηκε και στη μεγάλη οθόνη (1993) από τον Τζέιμς Άιβορι με Άντονι Χόπκινς και Έμα Τόμσον στους πρώτους ρόλους, όπου ο διαρκώς ματαιωμένος έρωτας οδηγείται ως το τέλος ανεκπλήρωτος και θλιβερά ανείπωτος. Και το Match Point του Γούντι Άλεν (2005) όπου η δίψα ενός νέου για κοινωνική αναρρίχηση και αναγνώριση τον ωθεί σε ακραίες συμπεριφορές. Σε αυτήν την ταινία ο Γούντι Άλεν κάνει μια απίστευτη ψυχολογική προσέγγιση της βρετανικής κοινωνίας η οποία πραγματικά θυμίζει το Great Expectations 145 χρόνια μετά.
Εκπληκτικής ατμόσφαιρας και αισθητικής εξώφυλλο από την Αιμιλία Κονταίου η οποία στους περισσότερους ολοσέλιδους πίνακές της σε αφήνει άναυδο με την αισθητική της. Πολύ εκφραστικά τα μεγάλα πρόσωπα, ένας συνεχής καθρέφτης συναισθημάτων που αντικατοπτρίζονται από το κείμενο στις εικόνες.
Γνωρίστε το.
Για αναγνώστες από 8 ετών.
Εκδόσεις Διόπτρα.
* Το All the Year Round ήταν ένα βρετανικό εβδομαδιαίο λογοτεχνικό περιοδικό που ιδρύθηκε από τον Charles Dickens και λειτούργησε από το 1859 ως 1895 σε όλο το Ηνωμένο Βασίλειο. Φιλοξένησε μια σειρά πολλών σπουδαίων μυθιστορημάτων. Μετά το θάνατο του Ντίκενς το 1870, πέρασε στην κατοχή και επιμέλεια του μεγαλύτερου γιου του Ντίκενς, Τζούνιορ.
Απόσπασμα
Διαβάστε απόσπασμα εδώ
Η διασκευάστρια του βιβλίου
Ο Ντοστογιέφσκι τον θαύμαζε- το 1862 μάλιστα τον συνάντησε στο Λονδίνο, στην Οδό Ουέλινγκτον. Ήταν ο εθνικός συγγραφέας της βικτοριανής Αγγλίας, ένας σταρ του βιβλίου, πολυγραφότατος και εξαιρετικά δημοφιλής, ο συγγραφέας των ηττημένων της ζωής και των μη προνομιούχων, με θαυμαστές από τη βασίλισσα Βικτορία μέχρι τα χαμίνια του δρόμου. Δεν γίνεται να μιλήσεις για τα βιβλία του Καρόλου Τσίκενς χωρίς να αναφερθείς στη ζωή του, στην προσωπικότητά του. Γράφοντας τις ιστορίες του είναι σαν να ζει και να ξαναζεί το δικό του παρελθόν, τη φτώχεια, τη φυλάκιση του πατέρα του, τις διάφορες δουλειές που έκανε για να ζήσει. Πλοκή, μυθιστορηματικός χώρος, ήρωες, μοίρα – τα happy end στις ιστορίες του οφείλονται κυρίως σ’ αυτή. Απόλυτη ταύτιση κριτικών και αναγνωστών- όλοι τον βρίσκουν σπουδαίο.
Απόσπασμα από το προλογικό σημείωμα της διασκευάστριας συγγραφέα Αργυρως Πιπίνη.
Διακρίσεις
Με μια ματιά
- Το 13ο μυθιστόρημα του Τσαρλς Ντίκενς αποτελεί ένα σπουδαίο κριτικό υστερόγραφο της βικτωριανής κοινωνίας, μια μεστή κριτική προσέγγιση του πλούτου και της φτώχειας, της καταγωγής, της κοινωνικής τάξης και της καλής κοινωνίας, των επίπλαστων ονείρων που συντρίβονται∙ και ένα απολαυστικό μυθιστόρημα αναζήτησης της πραγματικής ταυτότητας εν μέσω των λιθοβολισμών της πραγματικότητας που είναι πολύ πιο κυνική όταν κάνεις μεγάλα όνειρα. Ο Μπέρναρντ Σο το χαρακτήρισε “το πιο συμπαγές βιβλίο του Ντίκενς“.
- Η μετάβαση από τις λαϊκές, εργατικές και αγροτικές περιοχές στο βιομηχανικό Λονδίνο, η κοινωνική αναρρίχηση ενός ορφανού και αρχικά καταδικασμένου στη φτώχεια αγοριού και η επιστροφή στον τόπο των παιδικών χρόνων, στο “σπίτι”, είναι ένας κύκλος που στήνει επιδέξια ο Ντίκενς καθώς δημιουργεί μια σύγχρονη βικτοριανή Οδύσσεια όπου ο νόστος, η αξία της επιστροφής στα πατρώα γίνεται ένας βρόγχος σε όλη τη ζωή και την καρδιά του ήρωά του.
- Σπουδαία δουλειά στη διασκευή από την Αργυρώ Πιπίνη και στις εικόνες (τι εξώφυλλο!) από την Αιμιλία Κονταίου.
Το Soundtrack του βιβλίου
Θα συμπληρωθεί με την παρουσίαση του βιβλίου
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Μεγάλες προσδοκίες, του Τσαρλς Ντίκενς |
Τίτλος πρωτοτύπου: | Great Expectations |
Συγγραφέας: | Αργυρώ Πιπίνη |
Εικονογράφος: | Αιμιλία Κονταίου |
Εκδόσεις: | Διόπτρα, Νοέμβριος 2021 |
Επιμέλεια: | Σταυρούλα Αλεξανδροπούλου |
Προσαρμογή εξωφύλ.: | Νατάσσα Χαραλαμπίδη, Διόπτρα |
Σελίδες: | 96 |
Μέγεθος: | 26 Χ 28 |
ISBN: | 978-960-653-514-7 |