More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήΧρυσές ΛίστεςΧΛ-2021Κάπου λάμπει ακόμα ο ήλιος, του Μάικλ Γκρούενμπαουμ (μετ.: Μαρίζα Ντεκάστρο)

    Κάπου λάμπει ακόμα ο ήλιος, του Μάικλ Γκρούενμπαουμ (μετ.: Μαρίζα Ντεκάστρο)

    “Δεν γνωρίζουμε πώς θα είναι το μέλλον μας. Κανένας από τους παλιούς μας φίλους δεν είναι πλέον ζωντανός. Δεν ξέρουμε πού θα ζήσουμε. Τίποτα! Κάπου όμως στον κόσμο λάμπει ακόμα ο ήλιος, υπάρχουν βουνά, ο ωκεανός, βιβλία, μικρά καθαρά σπίτια και ίσως το ξεκίνημα μιας νέας ζωής”.
    (από το γράμμα της μητέρας του Μίσα προς συγγενείς τον Μάιο του 1945, λίγες μέρες μετά την απελευθέρωσή τους από το στρατόπεδο)

    Τον Σεπτέμβριο του 1938, ο Χίτλερ ζήτησε τον έλεγχο της Σουδητίας, μιας περιοχής που εκτεινόταν και σε περιοχές της Τσεχοσλοβακίας. Τον Οκτώβριο του 1938, η Γερμανία κατέλαβε και προσάρτησε την περιοχή στα σύνορα της Σουδητίας, ενώ στις 15 Μαρτίου 1939, εισέβαλε στο εναπομείναν έδαφος της Τσεχοσλοβακίας και το διαίρεσε στο “Προτεκτοράτο της Βοημίας και της Μοραβίας” και το Σλοβακικό Κράτος. “Ας μην ξεχνάμε ότι αυτό τον καιρό γίνεται πόλεμος. Επειδή ο Χίτλερ δεν ήταν ικανοποιημένος με την Τσεχοσλοβακία. Ήθελε και την Πολωνία επίσης. Α, δεν είμαστε πια Τσεχοσλοβακία. Τώρα μας ονομάζουν “Προτεκτοράτο Βοημίας και Μοραβίας”. Λες και χρειαζόμαστε προστασία“.

    Ο Μίχαελ «Μίσα» Γκρούενμπαουμ είναι ο ορισμός του παιδιού. Ανέμελος, τυλιγμένος με αθωότητα, τρυφερότητα κι ανεμελιά. Οι βόλτες του στην εξοχή και στο ποτάμι με τον πατέρα του δεν έχαναν ούτε από τον Χίτλερ και την εισβολή του στην Τσεχοσλοβακία την μαγεία τους. Σταδιακά οι Ναζί σφίγγουν τη θηλιά γύρω από τον λαιμό της Εβραϊκής κοινότητας της Πράγας. Επιτρέπονται αγορές στους Εβραίους τρεις με πέντε το απόγευμα, τα πάρκα γεμίζουν με Juden Verboten (απαγορεύεται στους Εβραίους), αναγκαστική παύση εργασίας, η παράνοια γίνεται κυκλωτική και σα να μην φτάνουν όλα αυτά, η οικογένεια Γκρούενμπαουμ υποχρεώνεται να μετακομίσει στην Παλιά Πόλη κοντά στην Παλαιά-Νέα Συναγωγή, δηλαδή το εβραϊκό γκέτο της πόλης (Σεπτέμβριος 1940).

    “Μαμά, όταν μετακομίσουμε εκεί, και θα μένουμε όλοι σ’ εκείνο το μέρος, νομίζεις ότι θα μας αφήσουν στην ησυχία μας;”

    Οι περιορισμοί όλο και πληθαίνουν. Δεν μπορείς να μπεις σε ταξί, να αγοράσεις μήλα, να μείνεις σε ξενοδοχείο, δεν μπορείς να έχεις μουσικά όργανα και ο Μίσα παραδίδει το βιολί του. Ο πατέρας δεν δουλεύει πολύ καιρό τώρα. Ο Μίσα αναγκάζεται να κάνει μικροδουλειές του ποδαριού για να βοηθήσει, στρίβει τσιγάρα από αποτσίγαρα, πλέκει ζώνες από σχοινί. Κι ύστερα τους υποχρεώνουν όλους να ράψουν κίτρινα αστέρια στα ρούχα τους. Να φαίνεται ότι είναι Εβραίοι από μακριά. Να αποκτάει άλλη αξία ο εκφοβισμός και το bullying. Ποιο bullying; Αυτό ήταν κάτι άλλο, ήταν παιχνίδι επιβολής και θανάτου.

    Ο πατέρας του Μίσα συλλαμβάνεται (Οκτώβριος 1941), βασανίζεται. Το πράγμα όλο και αγριεύει. Και θα γίνει μαύρο, μέρα με τη μέρα. Ύστερα ο πατέρας πεθαίνει. “Ουραιμία” η επίσημη αιτία θανάτου (Δεκέμβριος 1941). Ο Μίσα καταρρέει. Μα έχει και πιο κάτω. Στις 18 Νοεμβρίου 1942, μαζί με τη μητέρα του και την αδερφή του εκτοπίζονται στο στρατόπεδο συγκέντρωσης Τερεζίν. Μόνο με τα ρούχα τους. Όποιος κουβαλάει κάτι πάνω του θα τουφεκίζεται. Εκεί, ο Μίσα παίρνει τον αριθμό 978, έναν πάνω από τη μητέρα του, έναν κάτω από την αδερφή του.

    Ο Μίσα μπαίνει στον ίδιο θάλαμο με σαράντα ακόμα αγόρια, με τον καιρό γίνονται σαν αδέλφια του. Οι μέρες έγερναν πότε στο ποδόσφαιρο, τα ανέκδοτα, το χαμόγελο και την συντροφικότητα και πότε στον τρόμο.

    Δε θα αφήσουμε τίποτα να μας αφαιρέσει την ανθρώπινη υπόστασή μας. Ούτε οι προσβολές τους, ούτε τα διατάγματά τους, ούτε τα στρατόπεδά τους. Έχουμε καθήκον να επιζήσουμε ως ανθρώπινα όντα. Όχι ως κτήνη. Αυτό είναι το καθήκον μας απέναντι στους εαυτούς μας και απέναντι στους γονείς μας. Πρέπει να είμαστε έτοιμοι να ξαναζήσουμε τη ζωή μας όταν όλο αυτό τελειώσει, γιατί θα τελειώσει. Πρέπει να τελειώσει“.

    Είναι μέρες που φοβούνται πολύ. Ανοίγει η πόρτα και περιμένουν να ακούσουν το όνομά τους σε κάθε νέο κατάλογο όσων μεταφέρονται με τα τρένα “προς τα Ανατολικά”, δηλαδή στο Άουσβιτς.

    “Γιατί όμως; Τι έχει η Πολωνία;”

    “Λένε πως τους μεταφέρουν σ’ ένα στρατόπεδο εργασίας. Ή σ’ ένα μέρος που το λένε Μπιρκενάου” (σημ.: στρατόπεδο συγκέντρωσης Άουσβιτς-Μπιρκενάου).

    Και τα τρένα φεύγουν… Και κάποτε θα εμφανιστεί και το όνομα της οικογένειας Γκρούενμπαουμ στον κατάλογο για το τρένο προς το Άουσβιτς. Και τότε θα χρειαστεί μια θαυμάσια συνωμοσία για να γλιτώσεις από το δρεπάνι που σε έστελνε στο χάρο.

    Στις 9 Μαΐου 1945 τα στρατεύματα του Σοβιετικού Κόκκινου Στρατού εισήλθαν στην Πράγα. Η κτηνωδία θα λάμβανε τέλος, τουλάχιστον αυτή η κτηνωδία. Και φτάνοντας στην τελευταία σελίδα, διαβάζοντας και το επίμετρο από τον συγγραφέα του βιβλίου Τοντ Χάζακ-Λόουι, συνειδητοποιείς το μεγαλείο των βιβλίων. Διαβάζεις κάτι του οποίου γνωρίζεις την εξέλιξη, που την έχεις δει σε ταινίες και σε βιβλία και σε ομιλίες δεκάδες φορές, κι όμως καταπίνεις τις σελίδες με την αγωνία και την συγκίνηση και την ψυχική διέγερση που έχεις όταν διαβάζεις κάτι παντελώς άγνωστο.

    Ο Τοντ Χάζακ-Λόουι κάνοντας μια εξαιρετική έρευνα της εποχής και των γεγονότων και μια ενδελεχή ιχνηλάτηση της ζωής του Μάικλ Γκρούενμπαουμ δημιουργεί ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα ημερολογιακής μορφής (fictional diary). Ωστόσο, αυτός η ημερολογιακή κατάτμηση των κεφαλαίων λειτουργεί σαν μια αντίστροφη μέτρηση που εντείνει την αγωνία  καθώς πλησιάζεις όλο και περισσότερο προς την κορύφωση της κτηνωδίας. “Δεν υπάρχει τίποτα σ’ ολόκληρο το βιβλίο που να το επινόησα επειδή θεώρησα ότι θα παρουσίαζε κάποιο ενδιαφέρον”. Κι αυτό επιτάσσει τον αναγνώστη πραγματικά. Είσαι δέσμιος των σελίδων του Χάζακ-Λόουι και του Γκρουενμπάουμ.

    Ρυθμός και απλότητα, σκληρότητα σε συνεχή αλληλεπίδραση με την τρυφερότητα και την αθωότητα ενός 10-12χρονου (γεννηθείς το 1930) σε ένα βιβλίο που θα λάβει σίγουρα περίοπτη θέση στην λογοτεχνία του Ολοκαυτώματος, όχι μόνο για την συνεισφορά του στην γνώση για την εποχή, τα στρατόπεδα συγκέντρωσης και την ναζιστική κατοχή στην Τσεχοσλοβακία, αλλά και στην διάσωση μιας αυθεντικής, αληθινής μαρτυρίας ενός επιζήσαντος που θυμίζει σε όλους τι είναι ο άνθρωπος, πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος, πόσα μπορεί να αντέξει και ότι όλα αυτά δεν είναι φαντασία κάποιου συγγραφέα, αλλά έγιναν έτσι και όπως θα διαβάσεις. Και μια υπενθύμιση ότι πάντα τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα και για να μη γίνουν θέλει αγώνα και μάχες, σχεδόν καθημερινές.

    Βιβλίο που καταργεί τον κακό εαυτό των ανθρώπων ή έστω τον απωθεί. Με τον Μίσα που γίνεται σχεδόν ολόγραμμα μπροστά σου. Με όλα τα παιδιά του τότε.

    “Σήμερα, όταν οι άνθρωποι μιλούν για το Ολοκαύτωμα, συχνά λένε “Να μην ξεχάσουμε”. Φυσικά, συμφωνώ μαζί τους, όμως προτού ισχυριστούμε ότι δεν θα ξεχάσουμε κάτι, πρέπει πρώτα απ’ όλα να το γνωρίζουμε”.

    Μετάφραση της Μαρίζας Ντεκάστρο. Μια καλή μετάφραση είναι θεμελιώδης για να απολαύσεις ένα βιβλίο σαν αυτό. Απολαύστε λοιπόν υπεύθυνα.

    Για αναγνώστες από 10-11 ετών.

    Εκδόσεις Παπαδόπουλος.

    Διακρίσεις

    ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
    Τίτλος: Κάπου λάμπει ακόμα ο ήλιος- Ένα παιδί που επέζησε αφηγείται
    Τίτλος πρωτοτύπου: Somewhere there is still a sun
    Συγγραφέας: Μάικλ Γκρούενμπαουμ, Τοντ Χάζακ Λόουι
    Μετάφραση: Μαρίζα Ντεκάστρο
    Εκδόσεις: Παπαδόπουλος, Ιανουάριος 2020
    Επιμέλεια-Διόρθωση: Μάνος Μπονάνος
    Σελίδες: 328
    Μέγεθος: 14 Χ 20,5
    ISBN: 987-960-484-530-9

     

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular