Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 7-8+ – Εικονογραφημένο βιβλίο χωρίς λόγια για παιδιά και ενήλικες
«Το κείμενο έχει το πλεονέκτημα ότι είναι πάντα κάπως ανεξιχνίαστο μέχρι να το διαβάσεις, αλλά οι εικόνες σε μια αλληλουχία πρέπει να μπορούν να κρύψουν την καρδιά τους με διαφορετικούς τρόπους. Ανακάλυψα πως αυτό ήταν το πιο περίπλοκο πράγμα, να κάνω όλες αυτές τις μικρές εικόνες να συνεργάζονται και να ρέουν, αποκαλύπτοντας κάποια πράγματα και συγκρατώντας άλλα».
Shaun Tan, συνέντευξη στο ELNIPLEX
Εξήντα πρόσωπα στο εσώφυλλο. Κουρασμένα, ταλαιπωρημένα, θυμωμένα, θλιμμένα, με όνειρα παρμένα, με σκέψεις στοιβαγμένες πίσω από το βλέμμα. Εξήντα φωτογραφίες διαβατηρίου για τη σκληρή νέα αρχή. Από εκεί ξεκινά το ταξίδι της Άφιξης, αυτού του wordless αριστουργήματος του διακεκριμένου Αυστραλού συγγραφέα και εικονογράφου Shaun Tan, που έφεραν στην Ελλάδα προς τέρψιν όλων μας οι εκδόσεις Φουρφούρι.
Ένα βιβλίο σε μορφή graphic novel δίχως λόγια, δίχως ούτε μία λέξη. Ένα βιβλίο 128 σελίδων, χωρισμένων σε έξι κεφάλαια, γεμάτων εικόνες που αφηγούνται τη μεγάλη πανανθρώπινη, καθολική ιστορία των μεταναστών, εκείνων που άφησαν πίσω τα πάντα αναζητώντας μια άλλη, καλύτερη ζωή. Τον φόβο τους. Την αγωνία τους. Τις περιπλανήσεις τους. Τις στερήσεις τους. Τα μικρά τους τίποτα και τα μικρά τους κάτι. Τη σύνθλιψή τους στον νέο τόπο που πήγαν για δουλειά. Τι περίμεναν να βρουν; Τι άφησαν πίσω; Τι θα βρουν όταν γυρίσουν; Θα γυρίσουν;
Η Άφιξη ως τίτλος θέτει στο κέντρο το μεγάλο ζητούμενο για όλους αυτούς τους ανθρώπους. Να φτάσουν στη νέα γη. Να φτάσουν στην ελπίδα. Να φτάσουν και οι δικοί τους άνθρωποι όταν θα είναι εφικτό. Από αυτή τη λέξη ο Tan χτυπάει τον μεγάλο συναγερμό. “Πάρε με όταν φτάσεις” ή πιο ταιριαστά “Γράψε μου όταν μπορέσεις“. Άφιξη.
842 εικόνες (ίσως και να μέτρησα λάθος) σε 128 σελίδες που αφηγούνται τη μεγάλη ιστορία των προσφύγων και των μεταναστών, καθώς αυτή διακλαδίζεται σε δεκάδες μικρότερες. Εικόνες ολοσέλιδες, δισέλιδες, σελίδες των εννιά και των δώδεκα φωτογραφιών, εικόνες σε δεκάδες διαφορετικές διατάξεις και μεγέθη, από τις τετράγωνες 6Χ6cm και τις μικροκαρτ-ποστάλ 9Χ13cm μέχρι οριζόντιες και κάθετες 13Χ20cm, μα και άλλα απροσδόκητα μεγέθη, σε πάνελ που αλλάζουν συνεχώς. Εικόνες ασπρόμαυρες, σέπια, που μαζί με το εμπνευσμένο εξώφυλλο δίνουν την ατμόσφαιρα ενός πεπαλαιωμένου άλμπουμ με αμέτρητες φωτογραφίες που σε καλεί να το ξεφυλλίσεις. Εικόνες που παίζουν συνεχώς με το φως και το σκοτάδι και τις διαβαθμίσεις που αυτά δημιουργούν καθώς σμίγουν με τις αναθυμιάσεις των καραβιών και της μεγαλούπολης.
Ο Shaun Tan δημιουργεί ένα καθηλωτικής ομορφιάς graphic novel με κινηματογραφική αφήγηση, τεχνική και αύρα, με τις δεκάδες μικροφωτογραφίες να θυμίζουν από φωτογραφικό άλμπουμ ως προείπαμε, μέχρι κινηματογραφικά φιλμ και flipbook animation∙ άλλωστε η σχέση του δημιουργού, η γνώση του και η αγάπη του για τον κινηματογράφο είναι γνωστές και εμφανείς σε κάθε βιβλίο του. “Αφιέρωσα πολύ χρόνο κάνοντας έρευνα, διαβάζοντας πολλές αφηγήσεις για τη μετανάστευση σε πρώτο πρόσωπο από διαφορετικές περιόδους της ιστορίας, σε διαφορετικές χώρες και για διαφορετικούς λόγους. Έψαχνα για κοινές συνδέσεις, οι οποίες τελικά ήταν πολλές […] Για αρκετό καιρό, διατήρησα μια αρχειοθήκη με όλες αυτές τις θεματικές ενότητες και οργάνωσα τις σημειώσεις, τα σχέδια και τις φωτογραφίες μου […] Πάνω απ’ όλα, νομίζω ότι οι εικόνες που φωτοτύπησα από διάφορα αρχεία με μετανάστες να επιβιβάζονται και να αποβιβάζονται από πλοία μπορεί να δημιούργησαν τη μεγαλύτερη και πιο σταθερή εντύπωση. Τα καρφίτσωσα όλα αυτά στον τοίχο του μικρού δωματίου όπου εργάζομαι και τα κοιτούσα συχνά κατά τη διάρκεια των πέντε περίπου ετών που δούλευα πάνω στις διαφορετικές εκδοχές της Άφιξης” (S. Tan στο ELNIPLEX).
Κατά κύριο λόγο ο Tan πιάνει να αφηγείται την ιστορία ενός άντρα που αποχαιρετά με συγκίνηση την οικογένειά του, φεύγοντας με ένα τρένο, ακολούθως με ένα τεράστιο ατμόπλοιο, για μια νέα, μεγάλη πολιτεία. Στο τρένο καρέ-καρέ ο Tan εστιάζει στο πόδι του που ανεβαίνει στο τρένο, στα χέρια που απομακρύνονται, στην ελπίδα που προσπαθεί να κρατήσει στο βλέμμα του αλλά και να μεταδώσει στην κόρη του. Στο καράβι, χαμένος ανάμεσα σε εκατοντάδες μετανάστες σαν εκείνον, βρίσκει μια καμπίνα για να αντέξει το μεγάλο ταξίδι. Ο φακός του Shaun Tan απομακρύνεται από το κάδρο της οικογένειάς του που βάζει αμέσως στο κομοδίνο της καμπίνας μέχρι το χάος της απέραντης θάλασσας. Ο άντρας γίνεται έτσι μια από τις εκατοντάδες ιστορίες που κατοικούν και ανασαίνουν στα αμέτρητα φινιστρίνια του πλωτού θηρίου.
Χαμένος, με την βαλίτσα του στο χέρι, φτάνει στη νέα γη. Άφιξη σε μια δυστοπική μεγαλούπολη, κάτι μεταξύ Metropolis του Fritz Lang και 1984 του Orwell, αναζητά στέγη, δουλειά, προσπαθεί να συνεννοηθεί, να βρει τα πατήματά του. Μόλις μπαίνει στο δωμάτιο που νοικιάζει, αμέσως κρεμά το κάδρο της οικογένειάς του. Επιτυγχάνει έτσι μια παρήγορη σύνδεση με τους ανθρώπους του και τον τόπο του. Οι ευφυείς μεταβλητές εστιάσεις, των οποίων ο Tan αποδεικνύεται πραγματικός μετρ, ανακατεύουν την ιστορία του άντρα με τις ιστορίες εκατοντάδων σαν κι αυτόν. Συναντά την ελπίδα, την απόρριψη, την περιφρόνηση, τον κίνδυνο, την αποδοχή και το χαμόγελο. Μετά από περιπλανήσεις και αδιέξοδα, βρίσκει τελικά έναν ρυθμό στον βηματισμό του. Είναι πια έτοιμος να φέρει κοντά του την οικογένειά του. Τα χαμόγελα επιστρέφουν. Όπου κι αν είμαστε, θα είμαστε μαζί∙ και πάλι. Άφιξη ξανά!
Υπάρχουν τόσα στοιχεία, τόσα οπτικά ερεθίσματα που θα βρει ένας αναγνώστης στην Άφιξη, που μόνο σε μία διατριβή μπορούν να περιληφθούν. Στο παρόν άρθρο θα ήθελα να σταθώ σε μερικές μόνο όψεις, όπως την ποικιλία των εξήντα προσώπων∙ ποικιλία φυλετικής προέλευσης, πολιτισμικών αφετηριών, ηλικίας (ακόμα και παιδιά). Ο Tan καταφέρνει να ενσωματώσει αυτούς τους ανθρώπους μέσα σε αυτό το τεράστιο ταξίδι, ακόμα και ως σκιές, κομπάρσους ή φιγούρες σε μακρινά πλάνα, να σημάνει τις ζωές τους, να τις νοηματοδοτήσει. Εγκιβωτίζει τις ιστορίες κάποιων εξ αυτών μεταβάλλοντας τον τόνο των χρωμάτων των πάνελ προς πιο γκρίζες αποχρώσεις. Ο τρόπος που ο Tan συμπλέκει αυτές τις ιστορίες, επιστρέφοντας όμως πάντα στην κεντρική ιστορία του άντρα, είναι σαγηνευτικός, καθώς υπογραμμίζει τη συνεχή συσχέτιση της ζωής των ανθρώπων μεταξύ τους, ειδικά όταν βρίσκονται σε τέτοιες καταστάσεις αβεβαιότητας και οργουελικής δυστοπίας.
Η πόλη όπου αφικνείται ο άντρας είναι μια μετεώριση μεταξύ μιας αναδυόμενης μετά το 1945 βιομηχανικής μεγαλούπολης και μιας σύγχρονης σκοτεινής, τεχνολογικά ακμάζουσας πόλης. Η τεχνολογική αυτή ανάπτυξη, προκύπτουσα στα μάτια του μετανάστη άντρα μέσα από παράξενες συσκευές, συμβαδίζει με την ευρύτερη γραφειοκρατική και νεοκαπισταλιστική προσέγγιση του μετανάστη: είναι ένας αριθμός και δύο φτηνά εργατικά χέρια, ανάμεσα σε ακατανόητες οδηγίες, επιγραφές και γλώσσα. Αυτό ήταν και αυτό θα είναι. Τα μεγάλα κτίρια και ο απλησίαστος χαρακτήρας κάθε γωνιάς της πόλης συμπορεύονται με την αστυνομοκρατία και το μεγάλο τέρας που ίπταται συνεχώς πάνω από τη ζωή των μεταναστών, ενώ δυσεξήγητη μοιάζει αρχικά η παρουσία κάτι μεταλλαγμένων ζώων με προσέγγιση και μέγεθος σκύλου, γλώσσα φιδιού, ουρά σαύρας, όψη δελφινιού και απροσδιόριστη διάθεση. Σταδιακά ο άντρας, αλλά και όλοι στην πόλη, συνηθίζουν την παρουσία αυτών των ζώων, τα οποία συμπεριφέρονται ως κατοικίδια, παράξενα κι αυτά μέσα στον συνολικό απρόσιτο χαρακτήρα της πόλης, δημιουργώντας νέους δεσμούς και συσχετισμούς με τους ανθρώπους.
Στην ερώτησή μου πώς προέκυψε αυτό το graphic novel, αν το είχε κατά νου από την αρχή ή αν οι λέξεις άρχισαν να αποχωρούν σταδιακά, ο S. Tan, πέραν της απάντησης στην καθεαυτή ερώτηση, αποκάλυψε μια διάσταση που δεν είχα σκεφτεί, φανερώνοντας έτσι πόσο πολύ είχε θεμελιώσει το έργο του όχι μόνο στο πρώτο επίπεδο, αλλά και στο επόμενο, το φιλοσοφικό, το σημειολογικό. “Οι λέξεις απλώς επιτάχυναν τα γεγονότα ιδιαιτέρως γρήγορα, ασκούσαν έντονη πίεση και είχαν υπερβολικά πολύ νόημα. Όταν οι λέξεις αφαιρέθηκαν, οι εικόνες μπορούσαν πλέον να μιλήσουν μόνες τους ή καλύτερα να μην μιλούν καθόλου. Αυτό φαινόταν να υπογραμμίζει τέλεια την εμπειρία του να είσαι ένας αναλφάβητος μετανάστης σε μια ανοίκεια πόλη“.
Οι μετανάστες, λοιπόν, ειδικά παλαιότερα, κατά τις δεκαετίες του μεσοπολέμου, αλλά και του 40′, του 50′ και του 60′ ήταν κατά κύριο λόγο χαμηλής μόρφωσης, ανειδίκευτοι εργάτες. Αλλά και σήμερα, οι απωθούμενοι λόγω οικονομικής δυσπραγίας είναι αρκετά συχνά (λιγότερο από παλιά πάντως) άνθρωποι μέτριου μορφωτικού προφίλ. Ένα βιβλίο, λοιπόν, γι’ αυτούς τους ανθρώπους, δίχως λέξη, υπογραμμίζει και αυτήν τη διάσταση. Επιπλέον, το κάνει προσιτό σε κάποιον αναλφάβητο, αλλά και κάποιον αλλοεθνή που δεν γνωρίζει τη γλώσσα και θα θελήσει να το διαβάσει μέσα από τις εκατοντάδες εικόνες, βλέποντας ίσως κομμάτια της δικής του ιστορίας. Οι εικόνες είναι πανανθρώπινη γλώσσα.
Στο τέλος δεν είδα απλώς το αίσιο τέλος του ερχομού της οικογένειας του άντρα, ούτε μόνον κι εκείνον μιας νεαρής μετανάστριας που αναζητά με τη σειρά της να πιαστεί από τις ίδιες αφετηρίες και να ξεκινήσει το δικό της αβέβαιο ταξίδι. Στην τελευταία σελίδα, στην τελευταία ολοσέλιδη εικόνα, στο τελευταίο εκατοστό του βιβλίου, ένα ελάχιστο κομμάτι γαλάζιου ουρανού διαφαίνεται πάνω δεξιά αφήνοντας για πρώτη φορά την ελπίδα και το χρώμα της αισιοδοξίας να εισέλθει στις νεφελώδεις αυτές ιστορίες.
Ο Shaun Tan δουλεύει με εξωφρενική ακρίβεια και προσοχή κάθε εκατοστό των εικόνων του, με πρωτοφανή προσήλωση σε κάθε λεπτομέρεια και τελικά συνθέτει ένα ασύλληπτης ομορφιάς “cinegraphic” novel χρονικό του βίαιου οικονομικού εκτοπισμού των ανθρώπων, της ξενιτιάς που “το χαίρεται‘ και των πολλών μικρών και μεγάλων, ασήμαντων ή λίγο περισσότερο σημαντικών ιστοριών των ανθρώπων που ζουν δίπλα μας, σε εμάς τους γηγενείς κατοίκους κάποιας μεγάλης πόλης, καθώς μας γλεντάει ο μικρόκοσμός μας, στις εσχατιές της Γης όλης.
Ένα αυθεντικό αριστούργημα που πρέπει να ανακαλύψετε, να διαβάσετε, να συζητήσετε∙ να απολαύσετε τη δύναμη των εικόνων.
Για αναγνώστες από 8 ετών, δίχως ηλικιακό περιορισμόμ δίχως ηλικιακό target group, ως εκ τούτου διηλικιακό, μην γίνω αδόκιμος και αστείος βάζοντας προθέματα τρι και τέτρα.
Εκδόσεις Φουρφούρι.
Απόσπασμα
Διακρίσεις
- Βραβείο Locus / Καλύτερο βιβλίο τέχνης (2008)
- Βραβείο του συμβουλίου παιδικών βιβλίων της Αυστραλίας / Εικονογραφημένο βιβλίο της χρονιάς (2007)
- Βραβείο παιδικού βιβλίου Moonbeam (2007)
- Βραβείο Αυστραλιανής βιομηχανίας βιβλίων / Για μεγαλύτερα παιδιά (2007)
- Βραβείο Aurealis / Καλύτερο διήγημα για νέους ενήλικες (2006)
- Χρυσό βραβείο Aurealis / Καλύτερο διήγημα (2006)
- Βραβείο Boston Globe-Horn / Βιβλίο με ειδική αναφορά (2008)
- Βραβείο λογοτεχνίας της κριτικής επιτροπής νέων αναγνωστών (2009)
- Plano Nacional de Leitura
Με μια ματιά
- Ο Shaun Tan δουλεύει με εξωφρενική ακρίβεια και προσοχή κάθε εκατοστό των εικόνων του, με πρωτοφανή προσήλωση σε κάθε λεπτομέρεια και τελικά συνθέτει ένα ασύλληπτης ομορφιάς “cinegraphic” novel χρονικό του βίαιου οικονομικού εκτοπισμού των ανθρώπων και των πολλών μικρών και μεγάλων, ασήμαντων ή λίγο περισσότερο σημαντικών ιστοριών των ανθρώπων που ζουν δίπλα μας, σε εμάς τους γηγενείς κατοίκους κάποιας μεγάλης πόλης, καθώς μας γλεντάει ο μικρόκοσμός μας.
Το Soundtrack του βιβλίου
Howlin’ Wolf – Smokestack Lightnin’
Bessie Smith-I Ain’t Got Nobody
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Η άφιξη |
Τίτλος πρωτοτύπου: | The arrival |
Συγγραφέας: | Shaun Tan |
Εικονογράφος: | Shaun Tan |
Εκδόσεις: | Φουρφούρι, Οκτώβριος 2021 |
Επιμέλεια κειμένων: | Χριστίνα Θεοχάρη |
Επιμέλεια σειράς: | Νίκος Χατζόπουλος |
Σελίδες: | 128 |
Μέγεθος: | 24 Χ 33 |
ISBN: | 978-618-5488-30-7 |