“Ήταν κάποτε μια εποχή κι ήταν κάποτε ένας μεγάλος τόπος.
Και τότε- σ’ εκείνη την εποχή και σ’ εκείνον τον τόπο- ζούσανε άνθρωποι.
Και τότε- σ’ εκείνη την εποχή και σ’ εκείνον τον τόπο- υπήρχαν ζώα και πουλιά και ερπετά και ψάρια. Υπήρχαν θάλασσες, βουνά, ποτάμια και λίμνες. Και υπήρχαν φυτά και δέντρα, θάμνοι και άγρια χορτάρια.
Αλλά σ’ εκείνη την εποχή και σ’ εκείνον τον τόπο δεν υπήρχαν λουλούδια”
Με ξεχωριστή αφηγηματική τέχνη, έτσι τοποθετείται από τις πρώτες κιόλας γραμμές του βιβλίου, ο βασικός κορμός της ιστορίας. Δίχως να περιγράφεται τι χρώμα είχε το αυτάκι του καημενούλικου σκυλάκου που δεν υπάρχει αλλά εγώ θυμώνω με τους υπερπεριγραφικούς που θεωρούν αυτό λογοτεχνία και όχι αυτό που μόλις διαβάσατε. Στην ιστορία μας πάλι…
Λουλούδια δεν υπήρχαν.Κανείς δεν ήξερε τότε την ορτανσία, το χρώμα της παπαρούνας, το άρωμα του τριαντάφυλλου. Κι σ’ εκείνον τον τόπο ζούσαν, μόνες τους, πλάι στην λίμνη, και δυο αδερφές, εντελώς διαφορετικές μεταξύ τους αλλά πολύ αγαπημένες. Η Ασημένια, φίλη της νύχτας και των πλασμάτων της, γιατί η νύχτα το ασήμι αγαπά.Και η Χρυσαφένια, αγαπημένη της μέρας και των ανθρώπων γιατί η μέρα το χρυσάφι αγαπά. Ερχόταν η μέρα, έβγαινε η Χρυσαφένια στον κόσμο. Ερχόταν η νύχτα, ήταν η σειρά της Ασημένιας να διαβεί το κατώφλι του κόσμου. Οι άνθρωποι τρόμαζαν σαν έβλεπαν την Ασημένια. Τους φαινόταν απόκοσμη, θλιβερή. Μα κάτι αντίστοιχο γινόταν με την Χρυσαφένια από τα πλά΄σματα της νύχτας. Σταματούσαν τα πουλιά να κελαηδούν, έφευγαν μακριά της όλα.
Οι δυο αδερφές όμως αγαπούσαν πολύ η μια την άλλη και καμιά δεν υποχωρούσε και δεν κολακευόταν από τις φιλοφρονήσεις των εκάστοτε όταν αυτές συνοδεύονταν από απέχθεια για την άλλη αδερφή. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν μακριά, να βρουν έναν τόπο που θα καλοδεχτεί και τις δυο, τη ζεστασιά του ήλιου και τη γλύκα του φεγγαριού. Και κίνησαν. Και προχωρούσαν. Μα όλοι οι τόποι ήτανε ίδιοι. Γιατί ίδιοι είναι παντού κι οι άνθρωποι.
Πέρασαν από ένα δάσος, από μια θάλασσα. Παντού κάποιος ήθελε τη μια από τις δυο, πουθενά και τις δυο. Μα ήρθε η ώρα κι η στιγμήπου σ’ ένα βουνό επάνω, στο μέσο μιας ξέρας, ένα τόσο δα σποράκι αντάμωσαν, ανάμεσα σε πέτρες, μέσα σε σπηλιά. Κι αυτός ο τόσο δα σπόρος έγινε κάτι περισσότερο από ένας τόπος για τις δυο τους. “Νύχτα που μέρα έγινες. Μέρα που κρύβεις νύχτα”. Και το θαύμα δημιουργήθηκε.
Είναι η δύναμη των αντιθέτων, που δεν κονταροχτυπιούνται, που δεν πολεμούν το ένα το άλλο, αλλά που αλληλοσυμπληρώνονται, που εφάπτουν εκεί που τελειώνει η άλλη δίχως αυτό να αναιρεί την αγάπη, την επαφή, το μαζί. Είναι ο απόλυτος ύμνος στη μέρα και τη νύχτα, το φως και το σκοτάδι, το χρυσάφι και το ασήμι της φύσης, που δεν μαλώνουν μα βασιλεύουν άλλες ώρες και στιγμές. Είναι μια ωδή στα αδέρφια καθώς η καθημερινότητα σε πλήττει με αντι-αδερφικές ειδήσεις. Κι είναι το θαύμα που δημιουργεί η ανυποχώρητη απόφασή τους να τις δεχτούν και τις δυο. Με ποιητική γραφή, με χρώματα και μυρωδιές, με παραμυθένια αφήγηση, ο Μάνος Κοντολέων ποτίζει Το πρώτο λουλούδι, μια ιστορία που σε ομορφαίνει καθώς τη διαβάζεις.
Η Ίριδα Σαμαρτζή κάνει την εικονογράφηση. Με σκίτσα ασπρόμαυρα, τη γνωστή εμμονή της σε μικρές μαγικές λεπτομέρειες που σου κρατούν το βλέμμα να τις μελετήσεις (π.χ. τα φορέματα των δύο αδερφών) και σε κάποιες περιπτώσεις με μια μικρή αίσθηση κόμικ. Εξαιρετικό το εξώφυλλο.
Δείτε, διαβάστε και στο σανίδι ανεβάστε
Το πρώτο λουλούδι σε θεατρική διασκευή από την Άννα Κοντολέων
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: |
Το πρώτο λουλούδι
|
Συγγραφέας: | Μάνος Κοντολέων |
Εικονογράφηση: | Ίρις Σαμαρτζή |
Σειρά: | Σπουργιτάκια |
Εκδόσεις: | Πατάκη, Ιούνιος 2020 |
Σελίδες: | 48 |
Μέγεθος: | 14Χ 21 |
ISBN: | 978-960-16-2743-4 |