Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 8+ (target 8-11) – Λογοτεχνία για παιδιά
Η Σμύρνη μάνα καίγεται καίγεται και το βιος μας
ο πόνος μας δε λέγεται δε γράφεται ο καημός μας
Ρωμιοσύνη ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά
Η Σμύρνη μάνα χάνεται τα όνειρά μας πάνε
στα πλοία όποιος πιάνεται κι οι φίλοι τον χτυπάνε
Ρωμιοσύνη ρωμιοσύνη δε θα ησυχάσεις πια
ένα χρόνο ζεις ειρήνη και τριάντα στη φωτιά
Πυθαγόρας
Εκατό χρόνια από τη Μικρασιατική Καταστροφή. Η ιστορία της Αϊσέ και της Αριστούλας από την Αλεξάνδρα Μητσιάλη.
Περί τίνος πρόκειται
Πλησιάζει η ονομαστική γιορτή της Αριστούλας και η μητέρα της ζήτησε από τον άντρα της ένα κοραλλί ύφασμα για να της ράψει ένα φόρεμα για τη σπουδαία μέρα για εκείνη μα και ολόκληρο το σπίτι τους. Η Αριστούλα παίζει με την Αϊσέ και τις κούκλες τους μπρος στην αυλόθυρα του σπιτιού της. Οι υπόλοιπες φίλες και συμμαθήτριές της έχουν φύγει από τη Σμύρνη κι αυτό λυπεί την Αριστούλα που είχε μάθει να καλεί όλες τις φιλενάδες της τέτοια μέρα, ελληνοπούλες και τουρκοπούλες, και να παίζουν μαζί.
Πολλές οι ετοιμασίες για τη γιορτή και μεγάλη η ανυπομονησία, παρά την απουσία των φιλενάδων της. Το φόρεμα έτοιμο, την περιμένει. Από το χαγιάτι της Αϊσέ βλέπει τη θάλασσα γεμάτη βάρκες. Κι ανθρώπους με βαλίτσες. Δεν καταλαβαίνει. 12 Σεπτεμβρίου, παραμονή της γιορτής της. Τα λόγια των μεγάλων γίνονται πληγές. Κάτι συμβαίνει. Μα “ό,τι κι αν γίνει, ο μπαμπάς και η μαμά της δε θα φύγουν νωρίτερα από μεθαύριο, γιατί απλούστατα αύριο έχει τη γιορτή της”. Και είναι τόσο σημαντική κάθε χρόνο η γιορτή της. Ξημερώνει. Καμιά από τις συνηθισμένες ετοιμασίες δεν γίνεται. Ο μπαμπάς της λέει κάτι πρωτοφανές: “Σήμερα δε θα βγεις καθόλου από το σπίτι, Αριστούλα, ούτε καν στο πεζούλι μας, και ξέχασε την Αϊσέ”. Μια μυρωδιά βενζίνης και καπνού έρχεται από παντού. Χρόνια πολλά, Αριστούλα. Και αντίο, Αριστούλα. Ήτανε 13 Σεπτέμβρη του 1922, στη Σμύρνη της Μικρασίας. Κι η προκυμαία ήταν γεμάτη βαλίτσες, ανθρώπους και φωτιά.
Εστιάζοντας
Η Αλεξάνδρα Μητσιάλη μεταφέρει με καθαρότητα και καλαισθησία την ατμόσφαιρα του μαύρου αποκαλόκαιρου του ελληνισμού. Από τη μία είναι η παιδική αθωότητα που εκπροσωπείται κατά κύριο λόγο από την Αριστούλα αλλά και την Αϊσέ, η προσμονή, η επικέντρωση γύρω από την ονομαστική εορτή της κόρης της οικογένειας, η οποία προσπαθεί να εξισορροπήσει τη λύπη της από την αιφνίδια απουσία των φιλενάδων της με την ομορφιά των ετοιμασιών, το καινούριο κοραλλί φόρεμα που της έφτιαξε η μητέρα, το γλυκό με τα πορτοκάλια και τα μοσχολέμονα του κήπου τους, το μαντίλι με τα τριανταφυλλάκια που θα της χαρίσει η Αϊσέ. Από την άλλη είναι ο κόσμος των μεγάλων. Φωτιά, καπνός, μπότες που ηχούν στο τσιμέντο. Σε αντίθεση με τη χαρά και τις φωνές των παιδιών που δεν κρύβονται, οι μεγάλοι δεν μιλούν. Ο κόσμος που κουβαλούν είναι ψιθυριστός, μυστικός, σκοτεινός. Προσπαθούν να αποκρύψουν την ασχήμια των επερχόμενων από τα παιδιά τους.
Είναι δυο κόσμοι που συγκρούονται και θα συναντηθούν μέσα στον καπνό, κάτω στην προκυμαία. Την απόστασή τους και το σταδιακό ζύγωμά τους εκείνη την δέκατη τρίτη Σεπτεμβρίου μεταφέρει με γλαφυρότητα στις σελίδες αυτού του αφηγήματος η συγγραφέας. Ταυτόχρονα, αναδεικνύεται με κομψότητα και εκφραστικότητα ο φιλειρινικός χτύπος όλων των εχόντων σώας τας φρένας και το πάγιο αίτημα για ειρηνική συμβίωση και στις δυο μεριές του Αιγαίου. Τα δυο κορίτσια κουβαλούν στους ώμους τους πλήθος συμβολισμών. Από το κραγιόν της Ελληνίδας μητέρας και την θρησκευτικής απόχρωσης κεφαλομαντίλα της Τουρκάλας γιαγιάς που οικειοποιούνται τα κορίτσια κατά το συμβολικό παιχνίδι τους με τις κούκλες τους, μέχρι την ένωσή τους στο τέλος σε ένα σώμα. Ένα μαντίλι ή σε σώζει ή σε κατατάσσει στους κακούς της στιγμής. Κι αυτό το εύρημα τονίζει ακριβώς τον παραλογισμό των ενηλίκων με τον οποίο ενδύουν τον κόσμο των αθώων.
Παρά την τραγικότητα των στιγμών για το ελληνικό στοιχείο, παρά το πολύ άδικο που κύκλωσε την ελληνική πλευρά, η συγγραφέας (όπως και άλλοι/ες σύγχρονες και σύγχρονοι συγγραφείς) αφηγείται με υπευθυνότητα και νηφαλιότητα, μακριά από την αυθάδεια κάποιου εθνικού προσήμου μια βαθιά ανθρώπινη και πανανθρώπινη ιστορία, με τα λιτά γλωσσικά στολίδια του χωροχρόνου του Σμυρναίικου 1922 να κομίζουν το χρώμα που αισθάνεσαι ότι χρειαζόταν για να γίνει τόσο πειστική.
Η εικονογράφηση της Θέντας Μιμηλάκη αποτυπώνει συναισθήματα, τον τόπο, τους ανθρώπους της εποχής (ενδύματα, καπέλα), τις οικίες τους, την ανεμελιά των παιδιών που σταδιακά αλλοιώνεται από τα γεγονότα. Η παλέτα της κινείται σε δύο μονοπάτια, γκρι, μαύρους, μπλε, σκούρους τόνους από τη μία, έντονα, πιο θερμά χρώματα από την άλλη, αλλά και τόνους του πράσινου να συνδέονται μαζί τους. Η γιγάντια σιλουέτα του καβαλάρη στο τέλος, η ένωση των δύο κοριτσιών σε ένα, το φως του κοραλλί φορέματος είναι μερικές από τις πιο όμορφες στιγμές της εικονογράφησης.
Για αναγνώστες από 8 περίπου ετών.
Εκδόσεις Πατάκη.
Απόσπασμα
Διαβάστε απόσπασμα εδώ
Διακρίσεις
Το Soundtrack του βιβλίου
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Το μαντίλι με τα τριαντάφυλλα |
Συγγραφέας: | Αλεξάνδρα Μητσιάλη |
Εικονογράφος: | Θέντα Μιμηλάκη |
Εκδόσεις: | Πατάκη, Μάιος 2022 |
Υπεύθυνη έκδοσης: | Φαίη Κολοκύθα |
Διορθώσεις: | Ελένη Δραγώνα |
Σελίδες: | 36 |
Μέγεθος: | 14 Χ 20,5 |
ISBN: | 978-618-07-0017-6 |