… Τώρα εκείνος στέκει από πάνω μου διατάζοντάς με να μείνω εκεί. Υπακούω. Βηματίζει προς την πόρτα, κλειδώνει και βάζει το κλειδί στην τσέπη του. Με πλησιάζει. Έτσι ξεκινά. Βίαια. Έτσι συνεχίζει. Βίαια. Πώς τελειώνει; Θα το ανακαλύψω. Το τέλος σήμερα θα είναι μια έκπληξη. Το αναπάντεχο, η ηδονή της έκπληξης. Η προδοσία μου…
Γράφει η Κατερίνα Γούδα
Ο Δημήτρης Σίμος μετά τα μυστηριώδη και σκοτεινά νερά της αστυνομικής λογοτεχνίας αποφασίζει να κάνει μια βαθιά κατάδυση στα άδυτα της ανθρώπινης ψυχής, εκεί που δεν υπάρχουν φραγμοί, κανόνες, όρια και η λογική μπερδεύεται με την παράνοια, εκεί που οι εμμονές, τα τραύματα, οι φοβίες, οι ενοχές, τα πάθη, η θλίψη του πόνο και της αδυναμίας αναζητούν τη σωτηρία……τη λύτρωση. Εκεί που το μόνο που ακούγεται είναι η ηχώ της ανθρώπινης ανάσας που σταδιακά δυναμώνει και καταλήγει σε μια απελπισμένη και σπαραχτική κραυγή……Σώσε με.
Η Άλκηστη με κοιτά. Αναπνέει με δυσκολία. Την κοιτώ και της υπόσχομαι πως θα φύγουμε αποκεί μέσα. Είναι η στιγμή που η προσταγή της χώνεται μέσα στο κεφάλι μου σαν ακοίμητος φρουρός που διατάζει, κι εγώ υπακούω. «Σώσε με» λέει.
Μετά την Εύβοια ο Δημήτρης Σίμος συνεχίζει το ταξίδι του στην Ελληνική επαρχία και συγκεκριμένα στη Θράκη με τα ομιχλώδη, μυστηριακά και υγρά τοπία, με το Δάσος των Μανιταριών, τα μονοπάτια της τρούφας, τα ποτάμια και φυσικά τα Πομακοχώρια. Τα χαρακτηριστικά των ηθικών και ηθικοπλαστικών κανόνων, οι άγραφοι νόμοι και οι προκαταλήψεις που διαμορφώνουν τις μικρές αυτές κοινωνίες τον μαγεύουν, αλλά στην περίπτωση της Θράκης είναι και η συνύπαρξη των διαφορετικών πολιτισμών και θρησκειών που των εξιτάρει να μάθει, να διαβάσει, να γνωρίσει και να μας μυήσει κι εμάς σε αυτή τη διαφορετικότητα.
Βρισκόμαστε λοιπόν στο Κρυφό, ένα μικρό και αφιλόξενο χωρίο κάπου έξω από την Κομοτηνή. Το όνομα του σκιαγραφεί ακριβώς αυτά που συμβαίνουν στο χωριό και χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους του. Κρυφές σκέψεις, κρυφά λόγια, κρυφές σχέσεις, κρυφές συμφωνίες, κρυφές πράξεις οδηγούν τους κατοίκους της μικρής κοινωνίας σε κρυφά μονοπάτια όπου η αλήθεια χάνεται και ξεχνιέται. Ή τουλάχιστον έτσι νομίζουν.
Ράνια, Άλκηστη, Νικόλ, οι τρεις αδελφές… Αν μπορούσα να δώσω έναν τίτλο στην καθεμιά μας, θα έδινα τον τίτλο της έξυπνης στη μικρή, στη Ράνια της εργατικής. Σ’ εμένα… Δεν ξέρω, ίσως… «Η καλλιτέχνις του σπιτιού»
Με αφορμή το μνημόσυνο του πατέρας της, η Νικόλ Πομάνου, μια νεαρή καλλιτέχνις ξυλογλυπτικής επιστρέφει στο χωριό της, το Κρυφό. Όπως κάθε χρόνο, μαζί με τη μητέρα και τη δύο αδερφές της οργανώνουν ένα δείπνο για να τιμήσουν τη μνήμη του πατέρα και συζύγου, όμως φέτος όλα θα πάρουν διαφορετική τροπή καθώς η Άλκηστης, η μικρότερη αδερφή δεν θα εμφανιστεί στο τραπέζι. Η ανησυχία ήδη έχει φωλιάσει στη σκέψη των τριών γυναικών όταν η αστυνομία θα ανακαλύψει κάποια παραμορφωμένα πτώματα γυναικών που έχουν βασανιστεί με φρικιαστικό, αποτρόπαιο σχεδόν τελετουργικό τρόπο και τότε η ανησυχία θα μετατραπεί σε αγωνία και φόβο.
… Βγάζω τα χέρια μου από τον λαιμό της και απλώνω την παλάμη μου πάνω στα βλέφαρά της. Δεν θέλω να με κοιτά. Δεν αντέχω την κόρη του ματιού της να με παρακολουθεί σαν κάμερα. Το μυαλό μου πνίγεται στις αναθυμιάσεις του αλκοόλ. Της πιέζω τα μάτια με όλη μου τη δύναμη. Αυτή η κάμερα. Η αναθεματισμένη κάμερα που πρέπει να κλείσει. Μια οργή ξυπνά μέσα μου και στρέφεται εναντίον της. Δεν μπορώ να το υποτάξω. Πρέπει να την καταστρέψω.
Η αστυνόμος Λουκίδη θα αναλάβει να εξιχνιάσει τις δολοφονίες αλλά και την υπόθεση εξαφάνισης της μικρότερης αδερφής Πομάνου.
Μήπως υπάρχει στα μέρη τους ένας κατά συρροή δολοφόνος;
Μήπως η Άλκηστη είναι το επόμενο θύμα;
Τα στοιχεία θα οδηγήσουν την αστυνόμο Λουκίδη σε παράξενες συμπτώσεις και στην αποκάλυψή καλά κρυμμένων μυστικών του παρελθόντος.
Η αρχή του μίτου θάφτηκε πριν από χρόνια στα λασπωμένα χώματα του Δάσους των Μανιταριών. Το τέλος κανείς δεν μπορεί να το υποψιαστεί. Όλοι είναι ύποπτοι, όλοι έχουν κάτι να κρύψουν. Η λύτρωση θα έρθει και μόνο τότε θα είναι πραγματικά ελεύθεροι.
Σωτηρία θα πει να λυτρωθείς απ’ όλους τους σωτήρες· αυτή ‘ναι η ανώτατη λευτεριά, η πιο αψηλή, όπου με δυσκολία αναπνέει ο άνθρωπος. Αντέχεις;
Ν. Καζαντζάκης
Ο Δημήτρης Σίμος υφαίνει ένα πολύπλοκο και μυστηριώδες ψυχολογικό θρίλερ που ισορροπεί μεταξύ του ηθικού και του νομικά ορθού, της εξιχνίασης των εγκλημάτων και των ψυχολογικών προεκτάσεων τους. Η ροή της αφήγησής του είναι έντονη και ορμητική, πότε ευαίσθητη και πότε κυνική, με μικρές δόσεις σαρκασμού. Για άλλη μια φορά χρησιμοποιεί την εναλλαγή της πρωτοπρόσωπης με την τριτοπρόσωπη αφήγηση, θέλοντας να μεταφέρει την ένταση των συναισθημάτων, των πράξεων και του βάρους των υποσχέσεων των ηρώων του, στους αναγνώστες. Η πλούσιες και λεπτομερείς περιγραφές των τοπίων αποκαλύπτονται μπροστά στα μάτια σου σαν να είσαι εσύ εκείνος που περιπλανήσε στα μονοπάτια των μανηταριών.
Ο συγγραφέας πλάθει πολλούς διαφορετικούς γυναικείους χαρακτήρες, με απόλυτο σεβασμό και κατανόηση, εντυπωσιακό και ίσως και λίγο τολμηρό για έναν άνδρα συγγραφέα. Φαίνεται όμως ότι έχει εμβαθύνει και έχει μελετήσει καλά τη ψυχοσύνθεση των γυναικών καθώς και τον τρόπο προσέγγισης διαφόρων καταστάσεων, καθώς αυτή του η επιλογή τον δικαιώνει.
Οικογενειακοί δεσμοί θα δοκιμαστούν, κοινωνικές σχέσεις θα αναπροσαρμοστούν, οι ανεκπλήρωτες υποσχέσεις θα ζητήσουν να πραγματοποιηθούν, οι ένοχοι θα εκλιπαρούν για τη λύτρωση. Ο ανταγωνισμός, η παιδική και η γυναικεία κακοποίηση, ο κοινωνικός αποκλεισμός, η βία, η συνύπαρξη διαφορετικών κοινοτήτων και θρησκειών θα συνθέσουν ένα ενδιαφέρον παζλ κάτω από τη συγγραφική πένα του Δημήτρη Σίμου.
Μια ένοχη συνείδηση έχει ανάγκη να εξομολογηθεί. Ένα έργο τέχνης είναι μια εξομολόγηση.
Αλμπέρ Καμύ
Σώσε με. Ένα βιβλίο που διαβάζεται απνευστί, από τον Δημήτρη Σίμο και τις Εκδόσεις Μεταίχμιο.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Σώσε με |
Συγγραφέας: | Δημήτρης Σίμος |
Εκδόσεις: | Μεταίχμιο, Ιούνιος 2020 |
Επιμέλεια: | Ελένη Μπούρα |
Σελίδες: | 384 |
Μέγεθος: | 14 Χ 21 |
ISBN: | 978-618-03-2334-4 |