Οι πρώτες χρήσεις από τα παιδιά κάποιου χρονικού προσδιορισμού είναι σχεδόν αστείες για εμάς τους έξυπνους μεγάλους. “Θα πάμε χθες;”, “Πήγαμε αύριο” και άλλες χρονικές ανακολουθίες κάνουν την εμφάνισή τους ήδη από τα 2 τους χρόνια. Λίγο πριν και κυρίως λίγο μετά από αυτήν την ηλικία, τα κλονίζουμε ακόμα περισσότερο. “Περίμενε, σε λίγο” (πόσο είναι το “σε λίγο”), “Θα έρθουν το απόγευμα” (πότε είναι απόγευμα;), “Θα πάμε σε δέκα λεπτά” (αμ, αυτό κι αν είναι άξιον απορίας).
Τα παιδιά πηγαίνουν παιδικό σταθμό και νηπιαγωγείο και ακόμα έχουν αρκετά κακή σχέση με τον χρόνο. Γιατί αυτός έχει πολλές ασαφείς πτυχές. Τα ρολόγια και οι δείκτες τούς φαίνονται αστροφυσική σε σχήματα. Το αργό ή γρήγορο πέρασμα του βασιλιά χρόνου τους προκαλεί ανασφάλεια και άγχος, η απομάκρυνση από το σπίτι τους φαίνεται να διαρκεί πολύ, το μάθημα επίσης, το ελεύθερο, μη δομημένο παιχνίδι πως διαρκεί λίγο και η ανάλαφρη σχετικότητα του Αινστάιν τα στεφανώνει για τα καλά. Κι άμα μπλέξουμε μονάδες μέτρησης χρόνου, κλεψύδρες, ηλιακά ρολόγια και τα σχετικά, τότε ο κόμπος γίνεται γόρδιος δεσμός κανονικός στο νου τους.
Ο χρόνος έχει βουνά και πεδιάδες, ανηφόρες και κατηφόρες, καλοκαίρια ανέμελα και χειμώνες με έγνοιες και πρωινά ξυπνητήρια. Η διαχείριση του από τους μεγάλους του περιβάλλοντός των παιδιών, η απουσία ή η ύπαρξη προγράμματος, οι υποχρεώσεις και τα πρέπει που πρέπει να προλάβουν στην καθημερινότητά τους και κυρίως πόσο ισχυρή παρουσία έχουν όλα αυτά στη ζωή τους, είναι πηγές άγχους και αφορμές κινητικότητας.
Όλο αυτό το βαθύ πέλαγος του μη αναστρέψιμου δυνάστη χρόνου και όχι κάποιες μεμονωμένες, απλοϊκές σημάνσεις του στη ζωή μας, κολυμπά το νέο βιβλίο της ολιγογραφότατης, αξιόλογης συγγραφέα Παναγιώτας Στρίκου-Τομοπούλου, Στο τικ τακ του ρολογιού. Και το κολυμπά με καλοκαιρινή ξεγνοιασιά και παιδικό σύστημα αξιών και ερωτημάτων, με επιστημονική συνέπεια και ρεαλιστική ακρίβεια. Το βιβλίο είναι βγαλμένο από κάθε σπίτι, από κάθε οικογένεια, από κάθε εσωτερική φωνή παιδιού. Είναι σα να έχει αποκωδικοποιήσει και αποδελτιώσει δεκάδες παιδιά που παλεύουν καθημερινά με όψεις του χρόνου.
Μέσα από την ιστορία του Κωστή, που εικονογραφείται περίφημα από την Βανέσα Ιωάννου (η καλύτερη δουλειά της από όσο θυμάμαι), βλέπουμε τον χρόνο να περνά. Από τη γέννησή του και το καρότσι, μέχρι τα εφτά του χρόνια και τον μπαμπά του να του μιλάει για προγραμματισμό.
– «Να μάθεις την ώρα, για να προγραμματίζεις σωστά τον χρόνο σου, Κωστή», είπε ο μπαμπάς μου. Αλλά δεν είχα ιδέα πώς να… προγραμματίσω τον χρόνο!
Δεν κατάλαβα καν τι σημαίνει αυτό! Είχε έρθει η ώρα να μάθω την ώρα!
Από την παρατήρηση των δεικτών του ρολογιού που τον τρελαίνουν και τον μαγεύουν, μέχρι τα ξυπνητήρια και τα κικιρίκου του κόκορα του κυρ- Γιάννη στο χωριό. Και από τα μικρά και μεγάλα κυνήγια του χρόνου στην καθημερινότητα, μέχρι το μάθημα, τις δραστηριότητες και το “κατά παράβαση” παραμύθι του μπαμπά. Γιατί τον χρόνο τον πηγαίνουμε εμείς όπου θέλουμε. Μέχρι το τέλος.
Τα πολλά και αξιόλογα αισθητικά κολάζ στοιχεία και η ισορροπία σε χρωματικές αποχρώσεις, μορφές, λεπτομέρειες, καθώς και η αρμονική συνομιλία της εικονογράφησης με το κείμενο δημιουργούν ένα πολύ όμορφο αποτέλεσμα.
Ένα βιβλίο που δεν βρέθηκε στις καλοκαιρινές λίστες επειδή λόγω μπερδέματος (όχι ευθύνη του εκδοτικού) το παραλάβαμε αργοπορημένα.
Αξιόλογο. Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Διακρίσεις
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Στο τικ τακ του ρολογιού |
Συγγραφέας: | Παναγιώτα Στρίκου-Τομοπούλου |
Εικονογράφηση: | Βανέσσα Ιωάννου |
Εκδόσεις: | Μεταίχμιο, Απρίλιος 2019 |
Διόρθωση: | Θοδωρής Τσώλης |
Μακέτα εξωφύλλου: | Γιώργος Παναρετάκης |
Σελίδες: | 40 |
Μέγεθος: | 17 Χ 24 |
ISBN: | 978-618-03-1725-1 |