Διαβάζεται σε 4′- Ηλικιακό κοινό: 12+ — Λογοτεχνία για εφήβους+
Στους πρόσφυγες της Κύπρου.
Στους πρόσφυγες της Γης
Η Άντρη Αντωνίου με τη δύναμη της προσωπικής αλήθειας για την προσφυγιά, για το σπίτι, για την αγωνία επιστροφής σ’ αυτό, από το μεγάλο τραύμα της Κύπρου.
Περί τίνος πρόκειται
Από τη γενιά των Κυπρίων συγγραφέων της παιδικής λογοτεχνίας που έγραψε κοντά ή σχετικά κοντά στα γεγονότα έχοντας νωπά τα τραύματα της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974, όπως η Μαρία Πυλιώτου, η Μαρία Αβρααμίδου, η Φιλίσα Χατζηχάννα και η Κίκα Πουλχερίου, ελάχιστα βιβλία σύγχρονων Κυπρίων δημιουργών ανακαλώ που ενδεχομένως απευθύνονται στα μικρά παιδιά με το ίδιο θέμα. Και αυτό συμβαίνει και στα βιβλία για ενήλικες, τουλάχιστον αυτά που γνωρίζουμε στην Ελλάδα. Σε σημείο, μάλιστα, που είχα αρχίσει να πιστεύω ότι το συγγραφικό ενδιαφέρον για το συγκεκριμένο θέμα είχε πλέον ατονίσει.
Διαβάζοντας πριν χρόνια το μυθιστόρημα του Βασίλη Γκουρογιάννη Κόκκινο στην πράσινη γραμμή συλλογιζόμουν πάνω στη φράση του «Η Κύπρος είναι το δικό μας Βιετνάμ» και τις μαύρες άγνωστες σελίδες -λες και δεν έχουν τέτοια γεγονότα παρά μαύρες σελίδες, γνωστές ή άγνωστες- κάθε κειμένου που πραγματεύεται από ορισμένη οπτική γωνία το ιστορικό γεγονός που περιέχει αναπόφευκτα τον ξεριζωμό, την προσφυγιά και τον νόστο, τη σύσταση του συλλογικού βιώματος που φέρει τη μνήμη των συμβάντων, της μικροϊστορίας που η μεταπολεμική ιστοριογραφία τίμησε και ανέδειξε. Και πολλές φορές σκεφτόμουν ότι, αφού είναι ένα θέμα τόσο δύσκολο ακόμα και για τους ενήλικες, κάπως είναι κατανοητό γιατί οι συγγραφείς, ιδιαίτερα οι Κύπριοι, δεν γράφουν έργα για μικρά παιδιά με θέμα την τουρκική εισβολή το 1974. Αλλά και πάλι αναρωτιόμουν γιατί τα δύο πολύ καλά βιβλία του Νεκτάριου Στελλάκη (Είμαι πρόσφυγας από την Κερύνεια, 2017 και Πόσο κρατά η ελπίδα, 2021) δεν θα μπορούσαν να γραφτούν από έναν Κύπριο συγγραφέα.
Τα χρόνια περνούν και μόνο η ποιητική γραφή του Κυριάκου Χαραλαμπίδη μας δίνει συγκλονιστικά δείγματα σαν την Αμμόχωστο βασιλεύουσα και το αποτύπωμα στις πρόσφατες ποιητικές του συλλογές για παιδιά όπου συμπεριλαμβάνει ποιήματα για την κατοχή και την προσφυγιά. ‘Έτσι, φτάνουμε στην επέτειο των 50 χρόνων για να πάρουμε με έκπληξη στα χέρια μας τέσσερα εξαιρετικά βιβλία από Κύπριες δημιουργούς. Έχουμε και τις 12 Μυθιστορίες της Ελένης Σβορώνου, αλλά ας επικεντρωθούμε σε ό,τι ήρθε από τη Μεγαλόνησο και αναφέρομαι στο βιβλίο της Άντρη Αντωνίου Στον δρόμο για το σπίτι μαζί με τα άλλα δύο εξαίρετα, της Άννας Κουππάνου το Όταν μας άφησε η θάλασσα και της Δέσποινας Ηρακλέους Το σπίτι μου, καθώς και το καταπληκτικό βιβλίο γνώσεων της Σάντη Αντωνίου Πόσα μέτρα είναι ο κόσμος μας; για να απαντηθεί το ερώτημα. Τίποτα δεν έχει περάσει στη λήθη, στην ιστορία του παρελθόντος, όλα είναι εδώ και μας μιλούν και μας καλούν να τα ακούσουμε, να επικοινωνήσουμε μια αλήθεια όπως αυτή κατασκευάζεται από τις γράφουσες, γιατί η αλήθεια είναι μια κατασκευή που πρωτίστως, σαν ομιλούντα υποκείμενα, μας περιέχει και συγκροτεί την ταυτότητά μας όχι μόνο την ατομική αλλά και τη συλλογική, σαν έθνος.
Ο Pierre Nora αναφέρεται στη μνήμη σαν «έννοια σταυροδρόμι» και συνδέει την επανάγνωση των μνημονικών μας ιχνών με την αφήγηση και τη λογοτεχνικότητα. Από τη στιγμή που το βίωμα λεκτικοποιείται γίνεται μια αφήγηση που εκφράζει μια προσωπική αλήθεια, αυτή του γράφοντος. Οι Κύπριες συγγραφείς, λοιπόν, μέσα από τις αφηγήσεις τους αναδεικνύονται ένας «εθνικός αφηγητής» που αναθέτει στη μνήμη να αφηγηθεί το παρελθόν με απλό και συγκινησιακό τρόπο. Η επιτυχία αυτής της αφήγησης εξαρτάται από το πόσο επιτυχημένος είναι ο διάλογος που αναπτύσσεται πρώτα ανάμεσα στην εμπειρία και τη μνήμη κι έπειτα ανάμεσα στο βιωματικό υλικό και τον χειρισμό των αφηγηματικών μέσων.
Είναι πολύ ιδιαίτερη η περίπτωση της Κύπρου, όσο κι αν θέλουμε να τη συγκρίνουμε με τη μικρασιατική καταστροφή του 1922 και παρά τις πολλές ομοιότητες δεν την ταυτοποιούμε. Οι Ελληνοκύπριοι βρέθηκαν πρόσφυγες μέσα στο ίδιο το νησί τους, χιλιόμετρα ή και μέτρα πιο κάτω από τις πατρογονικές εστίες, να πατάς το χώμα του νησιού σου και να μην πατάς το χώμα του σπιτιού σου, να μη βλέπεις τα αγαπημένα σου δέντρα, η ματιά να καταγράφει εικόνες διαφορετικές κάτω από τον ίδιο ουρανό που όμως δεν είναι η κληρονομιά σου, δεν φέρουν μνήμη. Το συγκλονιστικό μπορεί να το προσλάβει ως τέτοιο ο ευαίσθητος επισκέπτης της διχοτομημένης Λευκωσίας, περνάς τον δρόμο και πλάι σου βρίσκονται τα οδοφράγματα και πάνω τους στην άκρη του τείχους με τα συρματοπλέγματα ένα τραπεζάκι καφέ και κάποιος να κάθεται εκεί και εσένα πλανιέται το βλέμμα σου με απορία: Ελληνοκύπριοι, Τουρκοκύπριοι, τι; για ποιο λόγο στέκονται ακριβώς σε αυτή τη θέση; γιατί την επιλέγουν;
Θα σταθούμε στην ιδιαίτερη περίπτωση του κειμένου της Άντρη Αντωνίου που αποτελεί μια δευτερογενή μαρτυρία, καθώς η ίδια είναι απόγονος προσφύγων, έχει μεγαλώσει σε προσφυγικό καταυλισμό, είναι υποδοχέας και μέτοχος του μετατραυματικού στρες που έχουν προκαλέσει τα βιώματα των συγγενικών της προσώπων. Ταυτόχρονα συνιστά και πρωτογενή κατάθεση, αφού η ίδια γίνεται κοινωνός άλλων συμβάντων στον απόηχο της εισβολής, όπως ο βίαιος θάνατος του Τάσου Ισαάκ το 1996 από τους Γκρίζους λύκους, που αποδεικνύει ότι η επισφαλής κατάσταση συντηρεί ένα αναμμένο καζάνι που βράζει, καθώς οι αδιέξοδες πολιτικές δεν κατορθώνουν να δώσουν μια μόνιμη λύση στο πρόβλημα. Η δε εισροή νέων προσφύγων στην Κύπρο ή σε άλλες χώρες της Ευρώπης το ξαναφέρνει στο προσκήνιο προσδίδοντάς του έναν οικουμενικό χαρακτήρα.
Παρόλα αυτά το βιβλίο δεν φιλοδοξεί να είναι ένα βιβλίο τεκμήριο με πηγές και φωτογραφικό υλικό ούτε όμως και ένα βιβλίο μυθοπλασίας. Τα θεματικά κέντρα παραμένουν σε όλα τα μικρά κεφάλαια η προσφυγιά και η έννοια της εστίας, του σπιτιού και γύρω από αυτά αναπτύσσονται μικρότερες συναφείς εννοιολογικές ομαδοποιήσεις: σχολείο, καταυλισμός, παιχνίδι, τοπόσημα σαν τα τυρκουάζ νερά και τα περιβόλια που σηματοδοτούν κυριολεκτικές και μεταφορικές χρήσεις, όπως ακριβώς στο ιστορικό της εισβολής υπάρχει το πριν και το μετά: Το χώμα που ανθίζει, που καρποφορεί, το χώμα που σκεπάζει σκοτωμένα κορμιά αγωνιστών παρορμητικών και γενναίων.
Η αφήγηση μετουσιώνεται σε ύμνο για την αγάπη στην πατρίδα και τον γενέθλιο τόπο, όπως μας προϊδεάζει η αφιέρωσή της στην αρχή:
Στους πρόσφυγες της Κύπρου.
Στους πρόσφυγες της Γης
Ο δρόμος για το σπίτι γίνεται η αγωνία της επιστροφής, εκφράζεται με τα ξεριζωμένα δέντρα που ξεθεμελίωτα δεν μπορούν να βαδίσουν πιο πέρα, νοηματοδοτείται στην αγωνιώδη κραυγή στο κεφάλαιο «Λάρνακα -άφησα μέσα την ψυχή μου, ανοίξτε!», βρίσκει παρηγοριά στα όνειρα που φέρνουν τους αγνοούμενους να κάθονται δίπλα στην πολυθρόνα, στην ταυτοποίηση των οστών και ταράζει συθέμελα το οικοδόμημα της ακινησίας μας στα παιδιά που πέφτουν σε κώμα όταν σε ξένη χώρα νιώθουν να απειλούνται από τον κίνδυνο της απέλασης, δεν θέλουν να ξυπνήσουν παρά μόνο όταν νιώσουν ασφαλή.
Η γραφή επιτελεί αβίαστα τον σκοπό της μιας και τίποτα δεν λανθάνει, δεν υποφώσκει υπάρχει μια καθαρότητα σκέψης και συναισθήματος που εκφράζεται με τη δύναμη του λόγου. Η αφήγηση δεν εικονογραφείται, η Α.Α. εστιάζει στην ανθρώπινη κατάσταση. Εν αρχή ην ο λόγος. Και καλώς, κατά τη γνώμη μου, δεν εικονογραφήθηκε αυτό το κείμενο, θα ήταν σαν να βάζαμε μουσική συνοδεία σε έναν βυζαντινό ύμνο, θα επηρέαζε την πρόσληψη και την ευθεία επικοινωνία με κάτι πέρα από το συναίσθημα που δεν το προκαλεί. Ο λόγος λιτός, περιεκτικός, δεν πλατειάζει. Η γραφή στέρεη, καλοδουλεμένη, η δομή προσεκτικά διαρθρωμένη, διάλογοι, περιγραφές με τη δύναμη των ουσιαστικών, το μεγαλείο των ουσιαστικών, τη δυσκολία των ουσιαστικών που στέκονται από μόνα τους κυρίαρχα, με μια σημαίνουσα βαρύτητα που στερείται της ανάγκης των επιθέτων.
Όλα ντύνονται το φως μιας στέρησης και μιας αγάπης για την πατρίδα, εκείνη που άφησες, εκείνη που σε δέχτηκε, αυτή που γίνεται η νέα πατρίδα των παιδιών σου. Ένας αντιδιαστέλλων χώρος του φαντασιακού υπαρκτού, τα σώματα είναι τα σήματα μιας μνήμης.
Λίγες φορές στέκομαι στις νοητικές εικόνες ενός κειμένου και όχι τυχαία αφού αυτές που προκαλεί στο μυαλό μου το κείμενο έχουν καταπληκτική δύναμη, σε συμπαρασύρουν σαν τεράστια κύματα που κορυφώνονται και σε πετάνε σε νέες ακτές δίνοντας συγκεκριμένες εννοιολογικές αποχρώσεις στον όρο ενσυναίσθηση. Σε έναν κόσμο που μας κατακλύζει με εικόνες προσφυγιάς, μάς περιέχει.
Ο λόγος που το βρίσκω πολύ συγκινητικό είναι επειδή η συγγραφέας καταθέτει την προσωπική της αλήθεια. Στα βιβλία της η Αντωνίου έχει καταπιαστεί με δύσκολα θέματα, όπως η παιδική κακοποίηση και έχει αποδείξει ότι τα προσεγγίζει με γνώση, ευαισθησία και παιδαγωγικό τρόπο.
Μου αρέσει επειδή είναι ένα βιβλίο που ένα παιδί μπορεί να το διαβάσει χωρίς να κάνει ταυτίσεις, μεταθέσεις με διδακτικούς σκοπούς του τύπου: να εκτιμάς αυτά που έχεις σήμερα, τους γονείς σου, το σπίτι σου κτλ.
Τα παιδιά στο σχολείο σπάνια φτάνουν στην εισβολή στην Κύπρο, αν δεν τύχει ένας ευαισθητοποιημένος δάσκαλος να μιλήσει, να διαβάσουν, να συζητήσουν, όλα περνούν απαρατήρητα. Πού και πού σε καμιά γιορτή του Πολυτεχνείου μπορεί κανείς να σταθεί σε αναφορές στην Κύπρο σαν το συγκλονιστικό τέλος της επτάχρονης δικτατορίας και το ξεμπρόστιασμα της ψευτιάς της.
Η Αντωνίου προσεγγίζει βιωματικά το θέμα της εισβολής φιλτραρισμένο με τη ματιά του παιδιού που γεννιέται στους προσφυγικούς καταυλισμούς, με σεβασμό, με διακριτικότητα και με την πρέπουσα γνώση. Το βιβλίο κάνει μια διαδρομή για να καταλήξει όχι σε ένα ευτυχισμένο τέλος αλλά στη διατύπωση μιας βαθύτερης αισιόδοξης οπτικής, έτσι όπως τα ουσιαστικά πρόσφυγας και άνθρωπος ταυτίζονται και συμπορεύονται, δεν αντιδιαστέλλονται:
«Όμως –όπως και να ΄χει, ακόμα και με πολέμους και σφαίρες και επώδυνες λέξεις- εμείς οι άνθρωποι, εμείς οι πρόσφυγες, θα συνεχίζουμε. Θα κάνουμε όνειρα και θα τα κυνηγάμε μέχρι να γίνουν η καθημερινότητά μας. Θα ξεκινάμε από το μηδέν και θα φτάνουμε στο δέκα, στο εκατό, στο χίλια. […]
Εμείς οι άνθρωποι –εμείς οι πρόσφυγες- θα κυνηγάμε το χρώμα, το φως, την αγάπη. Θα παλεύουμε για την ειρήνη και την ελευθερία. Εμείς οι άνθρωποι θα διαλέγουμε πάντα ΤΗ ΖΩΗ».
Εκδόσεις Ψυχογιός.
Απόσπασμα
Δείτε απόσπασμα εδώ
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Στον δρόμο για το σπίτι |
Συγγραφέας: | |
Εικονογράφος: | |
Εκδόσεις: | Ψυχογιός, Ιανουάριος 2024 |
Σελίδες: | 88 |
Μέγεθος: | 14 Χ 21 |
ISBN: | 978-618-01-5331-6 |