More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήΒιβλίοΟ Βασιλιάς της, του Χ. Α. Χωμενίδη

    Ο Βασιλιάς της, του Χ. Α. Χωμενίδη

    Ο αρχαίος λυρικός ποιητής Στησίχορος φέρεται ότι ήταν ο εμπνευστής της πεποίθησης ότι η Ελένη δεν απήχθη ποτέ από τον Πάρη στην Τροία, αλλά μια οπτασία της φτιαγμένη από την οργή της Ήρας για τη νίκη της Αφροδίτης ως ωραιοτέρας. Από τον Στησίχορο φαίνεται πως εμπνεύστηκε ο Ευρυπίδης για να γράψει την θαυμάσια τραγωδία Ελένη, στην οποία η μοιραία Ωραία του αρχαίου κόσμου δεν βρέθηκε ποτέ στην Τροία και την αγκαλιά του Πάρη αλλά στην Αίγυπτο, φυγαδευμένη από τον Δία μέσω του Ερμή στο παλάτι του Πρωτέα, μετά το θάνατο του οποίου ο γιος του Θεοκλύμενος πιέζει να την κάνει δική του. Μα εκείνη περιμένει τον Μενέλαο να γυρίσει από τον δεκαετή Τρωικό πόλεμο, αν και τα σημάδια τον θέλουν νεκρό (αρχαίον spoiler: θα επιστρέψει τελικά).

    Έχοντας διαβάσει κάποτε την Ελένη του Ευρυπίδη, όταν είδα τον πυρήνα του νέου βιβλίου του Χ.Α. Χωμενίδη και κυρίως όταν άρχισα να διαβάζω, κατάλαβα ότι είχα μπλέξει σε μια σαγηνευτική ανασκευή του γνωστού μύθου που ο Ευρυπίδης μέσω του Στησίχορου είχε πρώτος φροντίσει να μας αφήσει έναν ημιδιάφανο μίτο στον λαβύρινθο των ομηρικών επών, τα οποία μας συναντούσαν άπαντες τους Ελληνοπαίδες στα μαθητικά θρανία του γυμνασίου με την θλίψη της υποχρεωτικότητας.

    Μόνο που ο Χ.Α. Χωμενίδης παίρνει τα κουβάρια και τους μίτους και συντρίβει ολοσχερώς τον μύθο και όλες τις διακλαδώσεις του γύρω από τον Μενέλαο και την Ελένη. Και αυτό το κάνει βαστώντας την ομηρική φυγή της Ελένης με τον Πάρη. Σε τέσσερα κεφάλαια χωρίζει ο συγγραφέας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Μενέλαου. Βασιλιάς του εαυτού του, Βασιλιάς της Ελένης, Βασιλιάς της Χώρας, Βασιλιάς της συμφοράς. Τέσσερις Μενέλαοι σε σάρκα μία, αφηγούνται την ζωή του περίφημου γιου του Ατρέα, του ξακουστού βασιλιά της Σπάρτης, του άντρα της Ωραίας Ελένης. Τρίχες κατσαρές με το συμπάθιο. Ο Μενέλαος του Χ.Α Χωμενίδη είναι πέρα απ’ όλα αυτά, είναι η καθάρια ανάδυση ενός ταπεινωμένου αρσενικού από τις ανασκαφές της Σπάρτης στο σήμερα, είναι η γενναιόδωρη δήλωσή του, ήδη από τον τίτλο, πως η μεγαλύτερη τιμή που του γίνηκε και το στέμμα που τον έκανε πιο ολόκληρο από κάθε άλλο ήταν όταν κατόρθωσε να γίνει βασιλιάς της. Της Ελένης, της αγγελοπλασμένης. Είναι η απάντηση ενός ωραίου τύπου στο σχεδόν τρισχιλιετές μπούλινγκ που του άσκησαν εκατομμύρια λογισμοί ανά τον κόσμο.

    Γιατί στον μέσο νου ο Μενέλαος βόσκει ως ο μεγάλος κερατάς, ο τρανότερος απατημένος σύζυγος, που η σαγηνευτική γυναίκα του τού την έκανε με έναν πιτσιρικά, ένα ομορφόπαιδο από την λάγνα εγγύς Ανατολή και προκάλεσε δεκαετή σεισμό και ανεπανάληπτη εξόντωση λαών που όμοιά της ποτέ ξανά. Στον μέσο νου ο Μενέλαος είναι ο αφελής σύζυγος, ένας του χεριού όλων, που τα αρχηγόπουλα της εποχής τον θεωρούσαν το παραπεταμένο παιχνίδι της Ελένης. Από κοντά και ο αρχομανής αδερφός του που δεν είχε καλύτερη γνώμη γι’ αυτόν. Το τέλειο άλλοθι για εισβολή στην Τροία του χάρισε και τίποτε άλλο (“Άλλες φορές εγώ είμαι, γέροντα, που λέω να τον μαλώσεις· τι δείχνει αναμελιά κι απάνω του καμιά δουλειά δεν παίρνει’ Οχι γιατί ‘ναι οκνός για του ‘λειψεν η γνώση, μόνο θέλει εγώ ν᾿ αρχίζω πρώτος πάντα μου, και με κοιτάει στα μάτια“, Ιλιάδα, ραψωδία Κ, στ. 120-124). Ο Μενέλαος ετούτος, όμως, ο Χωμενιδικός, είναι άλλος, είναι σάλος, έχει στόμα, έχει χρώμα, θέλει να υπερασπιστεί τον εαυτό του, θέλει να φτιάξει μόνος το γραφτό του: “Τα πράγματα, φίλοι, είναι απείρως πιο περίπλοκα. Κι εφόσον αποφάσισα επιτέλους να μιλήσω, για να αποκαταστήσω τον εαυτό μου και την αλήθεια- ένα και το αυτό-, θα ξεκινήσω από την πρώτη αρχή. Θα σας διηγηθώ ολόκληρη την ιστορία με πάσα ειλικρίνεια. Κι εσείς, στο τέλος, κρίνετέ με”.

    Στο πρώτο κεφάλαιο (Βασιλιάς του εαυτού του), ο Μενέλαος είναι παρολίγον νεκρός και διωγμένος μόλις στα τέσσερά του από τον Θυέστη, που ανέβηκε στο θρόνο μετά το θάνατο του πατέρα του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου, Ατρέα. Ένας περιπλανώμενος άπατρις, ένας προδομένος άπολις, που όπου μέρα του κι όπου νύχτα του, που αδράχνει της ζωής την ομορφιά, που έχει παραμερίσει την βασιλική θωριά του, που διψάει να ζήσει, που γέρνει δω και γέρνει κει. “Ένας κόσμος απλωνόταν γύρω μου και λαχταρούσα εγώ να τον εξερευνήσω. Να τον γευτώ. Να ξεκλειδώσω τα μυστικά του“. Έξυπνος, ετοιμόλογος και σπανίως ετοιμόρροπος, με ιατρικές γνώσεις πυκνογραμμένες στο νου, βρίσκεται από μια διαβολεμένη σύμπτωση, από εκείνες τις πολλές της ζωής που εσύ τις περνάς για λίγες, στην Σπάρτη, ακόλουθος ενός χαριτωμένου αρχοντόπουλου, του Νιρέα της Σύμης, που πάει να διεκδικήσει την Ελένη, την κόρη του βασιλιά Τυνδάρεω, ο οποίος την έχει βγάλει σε… δημοπρασία. Σχεδόν κουρελής, τρώει πόρτα μέχρι να αναγνωριστεί ως ένας βασιλικής γενιάς νέος, παίρνει μέρος στην διεκδίκηση της Ελένης σχεδόν από σπόντα, λέγοντας δυο λόγια απλά και διόλου εντυπωσιακά, σε σχέση με τις αθλητικές και πνευματικές ακροβασίες των υπολοίπων και -ω χαμηλώστε τη γη, θαύμα- η Ελένη τον διαλέγει, σχεδόν τον αναγκάζει να την απαγάγει και.. εξαφανίζονται στο σκότος της Πελοποννήσου. “… ο κόσμος είχε αλλάξει σχήμα, είχε ξεχειλίσει χρώματα…”.

    Κεφάλαιο δεύτερο, Βασιλιάς της Ελένης. Περιπλανώμενος με το άγριο θεριό που λέγεται Ελένη του Τυνδάρεω, κυνηγημένος από τους εκατοντάδες ανθρώπους του βασιλιά της Σπάρτης, θολωμένος από την γοητεία που σκορπά σε κάθε της βήμα η βασίλισσα της σαγήνης, Ελένη, ο Μενέλαος δεν βλέπει την ώρα να την στριμώξει στην κλίνη του, να δαμάσει το αγρίμι που τον χρησιμοποίησε για να φύγει από τη φυλακή του παλατιού του πατέρα της, να γευτεί τους χυμούς ενός ανυπόταχτου θηλυκού. “Μη νομίζεις ότι σε διάλεξα για άντρα μου. Δεν υπάρχει άντρας για μένα”. Η ερωτική μάχη θα δοθεί με κάθε τιμή που αρμόζει σε έναν μεγάλο έρωτα που φαινόταν από τότε να γέρνει δω κι εκεί σαν καράβι στο κύμα. Δυο κυνηγημένα πουλιά που ζουν μεταμφιεσμένα και λεύτερα μια ζωή πέρα από παλάτια, συμβάσεις, ρόλους και απαιτήσεις, οι τέλειοι ξωμερίτες στην τέλεια συνωμοσία, τον έρωτα που στέλνει πεταλούδες στο στομάχι του Μενέλαου. Και η ζωή χαμογελά και ανθίζει, γιατί ο τόπος σου δίνει την ευκαιρία να διαλύσεις το παλιό και ό,τι σου έμαθαν και να κάνεις εκείνο για το οποίο είσαι πλασμένος εσύ. Ο Μενέλαος νιώθει βασιλιάς της γης, γιατί είναι βασιλιάς της Ελένης.

    Κεφάλαιο τρίτο, Βασιλιάς της χώρας. Ο ηλικιωμένος πια και αποκαμωμένος Τυνδάρεω δέχεται την κόρη του και τον άντρα της ως τη μόνη λύση για την κορυφή της Σπάρτης. Ο κυνηγημένος, ανέστιος, νομάδας και απρόθυμος αρχικά Μενέλαος (“Ποσώς ενδιαφέρομαι. Μου αρκεί εμένα και μου περισσεύει να είμαι ο βασιλιάς της Ελένης”), γίνεται βασιλιάς της κραταιάς πόλης, με τη δύναμη της οποίας στέφει ουσιαστικά και τον υπερόπτη και αιώνιο ανταρτοπολεμιστή αδερφό του, Αγαμέμνονα, βασιλιά των Μυκηνών. Στη Σπάρτη ο Μενέλαος θα μάθει πόσα απίδια πιάνει ο σάκος, κοινώς “ποιοι κυβερνούν αυτόν τον τόπο” και θα νιώσει πώς τα όνειρα μιας αιρετικής, διαφορετικής, φιλόδοξης, προοδευτικής διακυβέρνησης συντρίβονται ασκαρδαμυκτί πάνω στους βράχους της τραχιάς γης. Ο Μενέλαος νιώθει ότι προδόθηκε ο εαυτός του, γιατί δεν είναι ούτε βασιλιάς της χώρας ούτε της Ελένης πια.

    Κεφάλαιο τέταρτο. Βασιλιάς της συμφοράς. Ο Πάρης φεύγει με την Ελένη για την Τροία. Ο Μενέλαος το ξέρει, τους βλέπει, δεν κάνει τίποτα για να τους σταματήσει. Τους ευλογεί με το βλέμμα του. Το κλουβί ανοίγει. Το πουλί πετά μακριά. Ακολουθεί ο περίφημος Τρωικός Πόλεμος. Για τα μάτια της; Έτσι είναι αν έτσι νομίζετε.

    Ο Μενέλαος του Χ.Α. Χωμενίδη δεν απολογείται. Παίρνει την χιλιοτραγουδισμένη, στα όρια του φολκόρ ενίοτε ιστορία της Ωραίας συζύγου του, την κάνει κουρελόχαρτο και φανερώνει έναν γήινο, μποέμ, καθαρό αρσενικό που έζησε, κυνηγήθηκε, πολιόρκησε, ευλογήθηκε με τον έρωτα, είδε το ξέφτι του και την κηλίδα του, είδε την αποθέωση και το λεπίδι του, αγάπησε και έγινε ο λεύτερος νους της Ελένης, την άφησε να φύγει, την περίμενε και την πήρε ξανά πίσω όταν είδε ότι ο δρόμος του είναι για εκείνη ο καλύτερος (για δεύτερη φορά στη ζωή της). Ο Μενέλαος δεν αφηγείται μια απλή ιστορία, δεν ανασκευάζει απλώς όσα γνωρίζαμε μέσω του “Χιώτη του τυφλού τραγουδιστή, βραχνού προφήτη”. Είναι η ίδια η ζωή αυτή του Μενέλαου, είτε είσαι ρηγόπουλο των Μυκηνών, είτε οικοδόμος στην Παλιά Κοκκινιά. Αφέσου στη ζωή και στην ορμή του, λέει ο Μενέλαος, αφέσου στο τυχαίο της, στάσου όρθιος μπροστά στις προκλήσεις της, περήφανος, μην πουλάς φούμαρα και κωλοτούμπες για παριζιάνικα φορέματα, στάσου ντόμπρα, κυνήγα σαν αρσενικό το μεγάλο μεθύσι που σου έλαχε, κέρδισε το τρόπαιό σου μα μην το επιδεικνύεις σαν γελοίος, απολαύσέ το, τίμησέ το, γίνε ο βασιλιάς εκείνης που πόθησες, ζήσε τον κόσμο της, μπες μέσα της, δέξου τις ανάποδες τιμονιές της, πάρε τις στροφές πάλι ντρόμπρα και όρθια, άσε την κλάψα στην άκρη, άσε εκείνο που αγαπάς να ανθίσει μακριά σου αν τώρα δεν είσαι αρκετός γι’ αυτό, ανάσανε, δες τον κόσμο αλλιώς, τίμα τον εαυτό σου και εκείνο που ήθελες πάντα να είσαι.

    Με άψογο ρυθμό, με μια χειμαρρώδη πρωτοπρόσωπη αφήγηση που σε παρασύρει και σε αιχμαλωτίζει κυριολεκτικά, ο Χ. Α. Χωμενίδης, με αυθεντικό χιούμορ, με αμέτρητους φιλοσοφικούς λογισμούς για τον έρωτα, την ύπαρξη, τους ανθρώπους, την πολιτική, την εξουσία, μεταπλάθει καθηλωτικά την μαγιά του Ομήρου, παραδίδοντας ένα καλοχορδισμένο ψυχογράφημα ζωής, έρωτα και εξουσίας, ένα αυθεντικό εγχειρίδιο διαχείρισης αυτών των θεμελιωδών εννοιών.

    Κυρίως, ο συγγραφέας δημιουργεί ένα σφιχτοδεμένο μυθιστόρημα που απολαμβάνεις να διαβάζεις, αρετή μεγίστη κάθε βιβλίου, αλλά και ένα πνευματικά ώριμο βιβλίο που μετά τη Νίκη και τον Φοίνικα έρχεται να στρογγυλοκαθίσει σαν άστρο στην ωριμότερη περίοδο του συγγραφέα που πρώτα απολαμβάνει ο ίδιος τη συγγραφή.

    Για την αγάπη που είναι “να γίνομαι εκείνη που αγαπάω“. Για τον έρωτα που σε διαλύει, σε ανασυνθέτει, σε αποδομεί, σε εκπυρσοκροτεί, σε κάνει οβίδα και κρανίου τόπο μαζί. “Έδρεψα από τη Σπάρτη το ωραιότερο λουλούδι της. Ελένη λένε το βασίλειό μου“. Για την απεραντοσύνη του κόσμου. Για το χάος που μας φέρνει στη ζωή, που μας κυβερνά, που μας ξεπροβοδίζει ως τον μεγάλο ύπνο. Για την περιπέτεια που μας περιμένει αν απεκδυθούμε τους εαυτούς που μας φορούν. Για τον κόσμο που θέλουμε να φέρουμε στα μέτρα των ονείρων μας και τελικά μας φέρνει εκείνος στα δικά του. Για την φιλοδοξία, την αρχομανία, για την αναζήτηση του πραγματικού εαυτού (υπάρχει τελικά αυτός;), για τις μικρές και μεγάλες συνωμοσίες των άλλων και τις δικές μας, τις εντός και τις εκτός μας, για τις γνώμες που πετάγονται σαν αστραπές, κάποτε και σαν φύσσα και όλοι ξέρουν κάτι για σένα αλλά εσύ ξέρεις πως δεν κατέχουν, για απροσδόκητες ενώσεις και ευλογημένα γεννήματα, για την αληθινή πατρίδα, εκείνη που βασίλεψες στα παιδικά σου χρόνια και τίποτα δε σε βαραίνει από εκείνη. Για την αχόρταγη φύση μας. Εν τέλει για όλα όσα μας αφορούν.

    «Δεν ήταν για σένα, Μενέλαε, η Ελένη…» µου ’χε πει κάποτε ο Οδυσσέας.

    «Για κανέναν δεν ήταν. Τέτοια οµορφιά πόσο να την αντέξεις, αδερφάκι μου; Το κάθετί μπροστά της, μαζί και ο ίδιος ο εαυτός σου, θα έμοιαζε άχρωμο, άσχημο, άχρηστο. Απελπισία θα σε έπιανε. Την Ελένη δε θα ‘πρεπε καν να τη βλέπεις, όχι να την παντρευτείς…»

    Ακούγονταν πειστικά τα λόγια του. Ότι µε έπνιγε η καλλονή της ή το πένθος της ή η µπερδεµένη, αξεδίψαστη ψυχή της. Έπειθαν. Μα δεν ίσχυαν. Ακούστε, φίλοι, τη δική µου αλήθεια.

    Την άφησα να φύγει επειδή την αγαπούσα. Και ήξερα, ένιωθα, λαχταρούσα να ξαναρχίσει τη ζωή της αλλιώς.

    Τι θα πει αγαπάω; Ανάθεµα αν έχετε προφέρει αυτό το ρήµα πέντε φορές σε όλη σας τη ζωή, τις τέσσερις για τη µάνα σας. Το τρέµετε – σας έχουν µάθει να το τρέµετε. Αγαπάω σηµαίνει γίνοµαι εκείνη που αγαπάω. Αφήνω τον εαυτό μου πίσω και παραδίνομαι και βουλιάζω στον άλλον… Η µοίρα του δική µου µοίρα. Αν πέθαινε η Ελένη, θα θαβόταν η καρδιά µου. Όταν την είδα να σαλπάρει µε τον Πάρη, φρέσκος αέρας, δροσερός, φύσηξε εντός µου.

    «Σου άρπαξε τη γυναίκα το κωλόπαιδο!» εξανίστασθε. Καγχάζω. Μου ανήκε η Ελέν, από πού κι ως πού; Δε µας ανήκει τίποτα – το παρελθόν; το µέλλον; ό,τι µπορούµε να αγκαλιάσουµε ή να κουβαλήσουµε στην πλάτη µας; όχι! τίποτα, τίποτα! Τη στιγµή µόνο έχουµε. Και από αγωνία µη µας φύγει, την πνίγουμε µες στην παλάµη µας. Εγώ δεν την έπνιξα τη στιγµή. Την άφησα να φτερουγίσει. Μακριά µου.

    Η ιστορία εξελίχθηκε κακήν κακώς. Βάφτηκε στο αίµα και στο ψέµα. Η εκστρατεία των Ελλήνων, η ατίμωση του Έκτορα, η φτέρνα του Αχιλλέα, το ξύλινο άλογο που σκαρφίστηκε ο Λαερτιάδης. Συνέβησαν αλλιώς από ό,τι τα έχετε ακούσει, συνέβησαν πάντως και θα ξανασυµβούν χίλιες χιλιάδες φορές ως τη συντέλεια του κόσµου – και λοιπόν; Βρίσκετε τίποτα ωραίο σε αυτά;

    Ωραίο ήταν το δειλινό που το ’σκασε η Ελένη µε τον Μενέλαο. Ωραίο ήταν το χάραµα που ανοίχτηκε στο πέλαγος µε τον Πάρη. Παραδοµένη στη θεϊκή χαρά της. Εγκαταλείποντας τα πάντα πίσω της. Αυτό θα έπρεπε να ψάλλουν οι αοιδοί.

    Προτείνεται.

    Εκδόσεις Πατάκη.

    ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
    Τίτλος: Ο Βασιλιάς της
    Συγγραφέας: Χ.Α. Χωμενίδης
    Υπεύθυνος έκδοσης: Κώστας Γιαννόπουλος
    Σχεδιασμός εξωφύλλου: Πάρις Μέξης
    Εκδόσεις: Πατάκη, Μάιος 2020
    Διόρθωση: Νάντια Κουτσουρούμπα
    Σελιδοποίηση: Κωνσταντίνος Καπένης
    Σελίδες: 416
    Μέγεθος: 14 Χ 21
    ISBN: 978-960-16-8722-3

     

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular