Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 9+ (target 10/11-16) – Λογοτεχνία για παιδιά, εφήβους+
Έπεσε στο κρεβάτι με την καρδιά σφιγμένη. Μπορεί το τωρινό σπίτι μας να ήταν όλο κι όλο ένα δωμάτιο, μπορεί η Έλλη να κοιμόταν δίπλα μου κι η μαμά λίγο πιο πέρα, στο ντιβάνι, αλλά εμένα μου φαινόταν πολύ τρομακτικό που έπρεπε να κοιμηθώ πρώτη φορά μακριά από το παλιό μας διαμέρισμα.
Η Ελένη Γεωργοστάθη σε ένα μυθιστόρημα με φόντο το ελληνικό καλοκαίρι, τις πρόσκαιρες φιλίες και όλα όσα αναδύονται τέτοια εποχή, σε τέτοιους τόπους.
Περί τίνος πρόκειται
Στο Γαλάζιο Ακρογιάλι, για να πιάσει δουλειά για μεροκάματο, φτάνει η μαμά Αγγελική μαζί με τα δυο της κορίτσια, την Έλλη και την Άννα, την αφηγήτρια. Ή καλύτερα τη χαρισματική Έλλη και την έτσι κι έτσι Άννα. Τους υποδέχεται η Κάτια, κόρη της κυρίας Χρύσας που είχε τη μαμά Αγγελική καθαρίστρια στο σπίτι της κάθε Τρίτη. Θα μείνουν εκεί για τρεις μήνες, πρώτη φορά πάνε κάπου σαν διακοπές, κι ύστερα έχει ο θεός, θα βρουν κάποιο σπίτι, αφού από το προηγούμενο έφυγαν λόγω καθυστερούμενων ενοικίων.
Και τότε ξεκινά ένα καλοκαίρι, κάπου τρεις μήνες.
Το σπιτάκι με την πράσινη πόρτα, το πρώτο που είδαν πριν καν φτάσουν. Οι πλαστικές καρέκλες που πλασάρονται παντού ως η εύκολη λύση, εκείνη που δεν ταιριάζει αλλά και ποιος να το ξέρει! Η ζωγραφική σε βότσαλα και πέτρες, τα σύννεφα στον ουρανό και πάνω τους. Η Μυστική Παραλία με τα βράχια, που δεν μπορείς να την κολυμπήσεις εύκολα. Η σπηλιά που θες να εξερευνήσεις. Το wi-fi που συχνά πυκνά χάνεται και δίνει ευκαιρίες απεμπλοκής. Ένα ύποπτο αυτοκίνητο-καρχαρίας που λοξοδρομεί προς την παρενόχληση και ένας συνηθισμένος άνθρωπος. Η μαμά που τρέχει να προλάβει, δίχως να έχει άλλο στήριγμα παρά μόνο τα δυο κορίτσια της. Ο 4χρονος φασαριόζος Ηλίας που ξυπνάει τα κορίτσια από νωρίς και αρχικά κάνουν με βαριά καρδιά τη νταντά του. Η μητέρα του Ηλία, η Κάτια, που όλο με κάποια φίλη της μιλάει στο κινητό περί αδιάφορων ανέμων και όμβριων υδάτων. Η προσγειωμένη, κοσμογυρισμένη με ένα τροχόσπιτο, Ελπίδα, η Ολέσια και ο μικρός Αχιλλέας που μένουν στο κάμπινγκ και χτίζουν μια φιλία καλοκαιριού με τα κορίτσια και με τον Ηλία. Η Μελίνα, που όλα τής φταίνε, ο Σπύρος που φοβάται, η Χριστίνα που δεν φοβάται. Οι παραλίες με τα κουβαδάκια και τις ρακέτες, τα παιχνίδια και το κολύμπι. Τα αγόρια και τα κορίτσια που παίζουν ποδόσφαιρο και το διασκεδάζουν, όταν δεν θυμώνουν. Τα σκουπίδια σε κάποια ακτή από κάποιους που ίσως ξέμειναν από τρόπους. Οι πεζούλες και τα αρμυρίκια. Τα καλαμπόκια στη θράκα. Το καλοκαιρινό μπουρίνι που σαρώνει μέσα σε λίγα λεπτά τα πάντα. Ο Πύργος των Καταιγίδων, παρατηρητήριο σωστό. Τα πρώτα, δειλά καρδιοχτύπια και οι πρώτες, μικρές πεταλούδες στο στομάχι. Η κόκκινη βάρκα που τραμπαλίζεται στο νερό. Ο κύριος Θόδωρος που ήθελε να δει τον Όρμο των Πειρατών. Ένα παλιό ναυάγιο, ένας -μπορεί- θησαυρός και ένα μυστήριο, τουλάχιστον ένα.
“Γιατί πια, έπειτα από έναν ολόκληρο μήνα μοναξιάς στο Γαλάζιο Ακρογιάλι, είχα αποκτήσει κι εγώ μια δική μου, καταδική μου φίλη”.
Και τρεις μήνες που θ’ αποδείξουν στην Άννα πως τίποτα δεν είναι ακατόρθωτο– ακόμα κι αν έχεις για μοναδική σου περιουσία μισό σύννεφο στην τσέπη.
παρενόχληση από άγνωστο
Εστιάζοντας
Το ελληνικό καλοκαίρι, αυτό που θα έπρεπε να έχει προστατευόμενη ονομασία προέλευσης, ISO και άλλους κώδικες ποιότητας, να αντιμετωπίζεται ως προϊόν natura και να ανακηρυχθεί άυλο μνημείο παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς, εκλύει όλη του την ενέργεια και τη μεταβολίζει στους αναγνώστες με όλα τα εικονόσημα που τη λαμπαδιάζουν άπαξ και πατήσει το πόδι του ο Ιούνης. Σπιτάκια με φθαρμένες πόρτες και ένα τραπέζι έξω από την πόρτα και δυο γλάστρες στο περβάζι και δυο καλαμπόκια ψιλοαρπαγμένα στη φωτιά και αμμουδιές με παιδιά και ρακετάδες και παγωτά και βράχια και άμμο και φλογισμένο ήλιο που καίει τα πάντα και μπάλα με τσούρμο τα παιδιά που αντιλαλούν το σύστριγγλο και μυστήρια παλιά που φτιάχνουν μικρές περιπέτειες και βυθοί γεμάτοι ναυάγια σαν τους ανθρώπους και ασβεστωμένες αυλές. Και πλάι τους εκείνες οι καλοκαιρινές φιλίες, τα χτυποκάρδια του πρωτόλειου έρωτα και οι ματιές, τα κορίτσια και τα αγόρια που αρχίζουν να μεγαλώνουν και να σκιρτάνε κάπου, για κάτι, για κάποιον, για κάποια. Και η ανεμελιά, γιατί το σχολείο τέλειωσε και τώρα ήρθε η ώρα να χαρούμε τον κόσμο έξω από τις τάξεις κι ας πατάμε με το ένα πόδια στην αβεβαιότητα της πόλης και στο απλήρωτο ενοίκιο και στο σπίτι που δεν έχουμε και ελπίζουμε από Σεπτέμβριο να βρούμε.
Αυτό το ελληνικό καλοκαίρι, αυτό το καθολικό, πλήρες τοπόσημο, αποτυπώνεται καλοχορδισμένο στο μυθιστόρημα της Ελένης Γεωργοστάθη, όχι με όρους φολκλόρ και τραντίσιοναλ ατραξιόν, αλλά συγκολλημένο επιδέξια στους αρμούς της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας, της οικονομικής κρίσης και δυσπραγίας, μιας μονογονεϊκής οικογένειας που βρίσκεται στον αέρα. Μια μάνα που τα φέρνει δύσκολα πέρα, διάφορες περσόνες της ελληνικής πασαρέλας που παρελαύνουν κουβαλώντας τον εαυτό τους παντού αμετάλλακτο, ιστορίες που ξετρυπώνουν από παντού στα μικρά μέρη, δυο διαφορετικές αδερφές που προσπαθούν να βρουν ερείσματα και να βγάλουν μικρές, έστω, ρίζες στο πρόσκαιρο πέρασμά τους από τον τόπο, παιδιά που παίζουν, που αναμειγνύονται, που ξεδιπλώνουν τις προσωπικότητές τους, που διαφέρουν και δεν είναι φωτοκόπιες. Και μέσα σε όλα, στη θερινή ραστώνη και την ανεμελιά, στη γενναιοδωρία και την καλοσύνη, στις φιλίες που χτίζονται, έστω πάνω στην άμμο, μια υποψία που γίνεται απειλή. Η παρενόχληση που μυρίζει αρπαγή και οι συνηθισμένοι άνθρωποι που ζουν δίπλα μας και κανείς δεν τους βλέπει, παρά μόνο ίσως όταν είναι αργά. Αυτό το λεπτό ζήτημα, καθώς και την ανισότητα ευκαιριών η οποία έχει επιταθεί πλέον στις μέρες μας, αφού ολοένα και περισσότερα παιδιά δεν έχουν την αυτονόητη -στο μυαλό μας- πρόσβαση σε αγαθά, υπηρεσίες και ψυχαγωγία, ανασηκώνεται μέσα στο μυθιστόρημα με τον όμορφο, ταξιδιάρικο, διττής σημασίας τίτλο.
Η γραφή έχει ξεκάθαρη παιδική φωνή, έχει ρυθμό, ήπια πλοκή και δίνει έμφαση στους χαρακτήρες, στα συναισθήματα και το κοινωνικό τους περίγραμμα. Οι λέξεις λειτουργούν άψογα μέσα στο οργανικό σύνολο του κειμένου, με απλότητα, με ηρεμία, χωρίς συναισθηματικό ή λογοτεχνικό θόρυβο, κουβαλώντας αφενός το προσωπικό στυλ της συγγραφέα, αφετέρου τον κοινωνικό κώδικα του χωροχρόνου όπου παίζεται η ιστορία της. Οι εικόνες που εμπεριέχονται, οι αισθήσεις που ενεργοποιούνται, οι ζώνες σκέψεων που πυροδοτούνται και η πυραμίδα συναισθημάτων που οικοδομείται είναι πληθωρικές, μεστές, δημιουργώντας στον νεαρό αναγνώστη και νεαρή αναγνώστρια μια πανοραμική θέα προς τα ακρογιάλια της Ελλάδας, τους καλοκαιρινούς ενοίκους τους, τα παιδιά που κουβαλούν τις επιθυμίες τους σε τόπους και ανθρώπους άγνωστους.
Το θεωρώ ένα μυθιστόρημα που συνεχίζει τον δρόμο που χάραξαν οι αξιόλογοι συγγραφείς του είδους.
Πρέπει να σημειώσω την όμορφη δουλειά της Μαριλένας Μελισσηνού η οποία έχει αισθανθεί το κείμενο, και ειδικά στο εξώφυλλο, αλλά και στα μικρά σχέδια στο κυρίως σώμα, εξερευνά και αποτυπώνει με αυτοτέλεια το ελληνικό καλοκαίρι της Ελένης Γεωργοστάθη.
Για αναγνώστες από 10-11 περίπου ετών.
Εκδόσεις Καλειδοσκόπιο.
Απόσπασμα
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Μισό σύννεφο στην τσέπη |
Συγγραφέας: | |
Εικονογράφος: | |
Εκδόσεις: | Καλειδοσκόπιο, Ιούλιος 2024 |
Επιμέλεια: | Δήμητρα Τουλάτου |
Σελιδοποίηση: | Εριφύλη Αράπογλου- ενARTE |
Σελίδες: | 160 |
Μέγεθος: | 14 Χ 20,5
|
ISBN: | 978-960-471-278-6 |