Ίσως σήμερα αρκετά κομμάτια από την παιδαγωγική της Μοντεσσόρι να έχουν εξελιχθεί, να έχουν εκσυγχρονιστεί, να έχουν αναδομηθεί και μέρος της φιλοσοφίας της να έχει προσπελαστεί, ωστόσο δεν πρέπει να πέσουμε στη γνωστή παγίδα να κρίνουμε με όρους 2024 κάποιον που έδρασε εκατό περίπου χρόνια πριν και μάλιστα σε ένα πολύ καχεκτικό, συντηρητικό, επικριτικό περιβάλλον, πόσω μάλλον μία γυναίκα, μέσα στις σκληρές πατριαρχικές και άκρως παραδοσιακές και παρωχημένες δομές εκπαίδευσης, αγωγής, κοινωνίας ευρύτερα.
Όταν το 1896, ο κόσμος επαναθέτει σε λειτουργία τους Ολυμπιακούς Αγώνες στην Αθήνα, κάνοντας ένα βήμα προς τον πολιτιστικό δεσμό, στη γειτονική Ρώμη, η 26χρονη παιδαγωγός Μαρία Μοντεσσόρι ακούει τις δυνατές φωνές των φρενοβλαβών στην ψυχιατρική κλινική και συγκλονίζεται όταν συναντά για πρώτη φορά τους μικρούς, παρατημένους από τους γονείς τους να τους φροντίσουν, ασθενείς με νοητική υστέρηση, καθώς και τις μεθόδους “θεραπείας” τους. Έχει προσπαθήσει με αλλεπάλληλες σπουδές και κατάκτηση προσόντων να εγγραφεί στην ιατρική σχολή, στην οποία εν τέλει θα αναγκαστούν να τη δεχθούν το 1893 και τρία χρόνια μετά ξεκινάει να εργάζεται στην ψυχιατρική αυτή κλινική.
“Έκανα απλώς αυτό που περιγράφει ο Σεγκίν στα βιβλία του. Είναι πεπεισμένος ότι πρέπει πρώτα να οξυνθούν οι αισθήσεις και ότι έπειτα είναι εφικτά τα επόμενα βήματα μάθησης”.
“Πιστεύετε δηλαδή ότι τα παιδιά με νοητική υστέρηση είναι ικανά για επιδόσεις στη μάθηση;”
“Είμαι βέβαιη”.
[…] “Είναι άλλο να πιάνουν και να ονομάζουν αντικείμενα και εντελώς διαφορετικό να διαβάσουν και να γράψουν”.
“Σε αυτό έχετε δίκιο” έκανε η Μαρία. “Όμως, κάναμε μόλις το πρώτο βήμα. Θα ακολουθήσουν κι άλλα, θα δείτε”.
Παιδιά παρατημένα στην τύχη τους, διαχωρισμένα ουσιαστικά από το βασικό σώμα της εκπαίδευσης και της μάθησης. Η Μαρία είναι μια επαναστατική φύση. Σήμερα θεωρούμε δεδομένα πολλά πράγματα στην εκπαίδευση και την ανατροφή τους. Τα περισσότερα από αυτά τα οφείλουμε σε πνεύματα σαν της Μοντεσσόρι, η οποία χτύπησε στη ρίζα του ένα παρωχημένο, δασκαλοκεντρικό, σχεδόν ελιτίστικο σύστημα, το οποίο πορευόταν με μέσα περασμένων αιώνων, μακριά από την επιστήμη και την παιδική προσωπικότητα. Μέσα σε έξι μόλις χρόνια φτάνει στη συγκρότηση μιας μεθόδου (Il metodo ήταν ο τίτλος του βιβλίου της) που θα πάρει το όνομά της: Μέθοδος Μοντεσσόρι. Παιχνίδια, τραπέζια, καρέκλες, κρεβάτια, τρόποι μάθησης και προσέγγισης της γνώσης, όλα αυτά που σήμερα μοιάζουν τόσο αυτονόητα, φέρουν την υπογραφή της Μοντεσσόρι η οποία εκατό χρόνια μετά εξακολουθεί να μιλά με την παιδαγωγική πράξη.
Η Μπαλντίνι αποτυπώνει τη βαθιά πίστη της Μοντεσσόρι στο να αλλάξει την κατάσταση με εκείνα τα παιδιά, τα οποία περνούν από την απόλυτη δυστυχία και αμάθεια, σε μια τροχιά μάθησης που συγκλονίζει. Τα συναισθήματά της, οι σκέψεις της, η πίστη της ότι μπορεί να τα καταφέρει βάζοντάς τα ουσιαστικά με δύο σκληρά οχυρά, την απαξιωτική για τις γυναίκες πατριαρχία και το απαξιωτικό για τα περισσότερα παιδιά εκπαιδευτικό σύστημα, ανιχνεύονται και αναδεικνύονται εξίσου καλά..
“Πώς νιώσατε την πρώτη φορά που χρειάστηκε να κάνετε ανατομία;”
“Το ίδιο δυσάρεστα όπως και όλοι οι άντρες συνάδελφοί μου”, αποκρίθηκε η Μαρία. […]
“Πιστεύετε πως ήταν θέλημα Θεού να αναλάβουν γυναίκες αυτή τη δουλειά;”
“Γιατί να ενοχλεί τον Θεό κάτι τέτοιο;” αντέτεινε η Μαρία. “Όταν έπλασε τον άνθρωπο, του ήταν εξίσου σημαντικά και τα δύο φύλα. Διαφορετικά γιατί να αποφάσιζε ότι η διατήρηση του ανθρώπινου είδους θα διασφαλίζεται μόνο με τη συνεργασία ανδρών και γυναικών;”
Η συγγραφέας προσπαθεί να φανερώσει και τη σταδιακή, εκούσια απομόνωση της Μοντεσσόρι από πλήθος άλλων επιστημόνων, γυναικών και συνεργασιών, επιλέγοντας έναν μοναχικό δρόμο όπου η μέθοδός της και το όνομά της προείχαν οποιασδήποτε ευρύτερης συνεργασίας. Να είδε την εκμετάλλευση και τον οπορτουνισμό να της επιτίθεται;
Αυτή είναι από τις μεγαλύτερες στιγμές ευτυχίας για εκείνη αλλά και το ξεκίνημα μιας απαράμιλλα λαμπρής σταδιοδρομίας στην παιδαγωγική. Όταν ωστόσο ερωτεύεται έναν συνάδελφό της, καλείται να πάρει τη δυσκολότερη απόφαση της ζωής της. Σε αυτό το βιβλίο η Λάουρα Μπαλντίνι σκιαγραφεί τους σημαντικούς σταθμούς της ζωής της Μαρίας Μοντεσσόρι, της δασκάλας που αμφισβήτησε το παραδοσιακό δασκαλοκεντρικό σύστημα, εναντιώθηκε σε εκπαιδευτικές πρακτικές αιώνων και προκάλεσε έτσι μια εκπαιδευτική επανάσταση που εξακολουθεί να αλλάζει τον κόσμο προς το καλύτερο. Η συγγραφέας συνθέτει το έξοχο πορτρέτο μιας αληθινής πρωτοπόρου συνδυάζοντας τη βιογραφία με το μυθιστόρημα και φωτίζει την ανθρώπινη, θηλυκή πλευρά της.
Είναι μια ειλικρινής, αυθεντική, ισορροπημένη μυθιστορηματική βιογραφία που αναπτύσσει την προσωπικότητα μιας σπουδαίας γυναίκας σε μια πολύ σκληρή για όλες εποχή, τον δυναμισμό, την πίστη της στο καινούργιο. Η εστίαση γίνεται στα χρόνια 1895-1902, όταν και αποφασίζει να γράφει τη Μέθοδο. Η Μοντεσσόρι πέθανε το 1952. Επομένως η συγγραφέας δεν κάνει μια οριζόντια περιδιάβαση σε όλη τη ζωή της Μοντεσσόρι, ούτε στον αντίκτυπο της παιδαγωγικής της μεθόδου, αλλά στέκεται στην εκκίνηση, εκεί όπου όλα ξεκίνησαν και εξερράγησαν μέσα της οδηγώντας την στη σύλληψη της περίφημης μεθόδου.
Το μυθιστόρημα διαβάζεται με ενδιαφέρον και φέρει ένα ιδιαίτερο πρόσημο ενδυνάμωσης των γυναικών και ανάδυσης της εποχής όπου όλα ήταν πολύ πιο δύσκολα για τις γυναίκες.
Σχεδιασμός και σχεδιασμός εξωφύλλου: Studded Betrayal (Χριστίνα Δημητρά)