More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_dora_1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_dora_1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_dora_1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_dora_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    ΑρχικήΒιβλίοΜάρτυς μου ο θεός (νέα αναθεωρημένη έκδοση του βραβευμένου μυθιστορήματος), του Μάκη...

    Μάρτυς μου ο θεός (νέα αναθεωρημένη έκδοση του βραβευμένου μυθιστορήματος), του Μάκη Τσίτα

    Ένας ημιμαθής παντογνώστης, ένας υπερφίαλος παρατηρητής των άλλων, ένας ενοχικός παρατηρητής του εαυτού του, ένας αποπροσανατολισμένος θεοσεβούμενος, ένας αποκομμένος συναυτουργός. Ένας μονόλογος συνεχών αναπόδεικτων ισχυρισμών. Ένας κλισέ αναλυτής που ξαμώνει σε ελπίδες που αυτοστιγμεί αυτοπυρπολούνται.

    Γυρίζεις σελίδα και σε εκπλήσσει, ένα άλλο κομμάτι παζλ που δεν περιμένεις εμφανίζεται και ύστερα λες “όχι, το περίμενα τελικά απ’ αυτόν“. Φιλτράρει την πραγματικότητα, δική του και ευρύτερη, από ένα ξεθωριασμένο πρίσμα, έναν φακό που το βλέπεις από την αρχή πως είναι το λιγότερο παλιός. Διαλυμένος, ευκολόπιστος, λιγούρης και λίγος, ερωτικά δυσλειτουργικός, ηθικά διαψευσμένος, κοινωνικά παρακατιανός. Αν η λέξη συντετριμμένος ήταν άνθρωπος, σίγουρα θα λεγόταν Χρυσοβαλάντης και από δίπλα θα ξερνούσε πυρίτιδα υψηλής εκρηκτικότητας.

    Όνειρό του ήταν να γίνει ιερωμένος, να ψέλνει, να ζήσει με τους νόμους της θρησκείας, η σχέση του άλλωστε με τα θεία είναι συνεχής και δυναμική, εξομολογείται και ομολογεί. “Δε θέλω σατράπη πνευματικό. Θέλω να αισθάνομαι μαζί του την ίδια άνεση και σιγουριά όπως όταν πηγαίνω στον φίλο μου τον ψυχίατρο. Τον θέλω δίπλα μου τον πνευματικό μου“. Δεν είχε χωθεί πάντως από παλιά στο τέλμα που τον συναντάμε τώρα. Όμως την πορεία για το τέλμα την βλέπουμε χαραγμένη ήδη από τα παιδικά του χρόνια. “Μόνο άσχημα έχω να θυμάμαι από την παιδική μου ηλικία“. Γιατί αυτές οι τροχιές δεν εμφανίζονται ξάφνου πριν την τέταρτη και πέμπτη δεκαετία της ζωής σου. Οι πρίζες τους βρίσκονται στην πρώτη, βία στην δεύτερη δεκαετία της ύπαρξής σου, τότε που ως νιο σφουγγάρι απορροφάς τα πάντα.

    Η σχέση του με τις γυναίκες είναι το λιγότερο προβληματική. Πληγωμένος και αδέξιος μαζί τους, συντονίζεται με τις λάθος γυναίκες ή με λιγότερο λάθος γυναίκες αλλά σε λάθος συχνότητες. “Το μυαλό της γυναικός βρίσκεται σε συνεχή υπερδιέγερση, προκειμένου να διασφαλίσει τους τρόπους που θα της επιτρέψουν να ζει ευχάριστα, ακούραστα και παρασιτικά“. Κάπως έτσι οι απόψεις του βαδίζουν το δρόμο του μισογυνισμού, χωρίς να μπορείς να τον αποκαλέσεις ξεκάθαρα έτσι, αφού η απογοήτευση και η απαξίωση προς τους ανθρώπους δεν αφορά στις γυναίκες μόνο αλλά όλους τους δίποδους. Η μόνη διαφορά είναι ότι οι γυναίκες τον αφορούν και ερωτικά, κάτι που διαλύει ακόμα ένα σημαντικό κομμάτι του, αυτό του αρσενικού που γυρεύει κάπου να πιαστεί, να επιβεβαιωθεί, να σώσει ό,τι σώζεται από μια γυναίκα, ένα ταίρι. “Συμπέρασμα: οι ευαίσθητοι και αξιόλογοι άνθρωποι πάντα την πατάνε από τα άκαρδα θηλυκά πιράνχας”.

    Σταδιακά, ο αναγνώστης αυτού του εξόχως ρυθμικού μονολόγου διαπιστώνει την ολοένα και αυξανόμενη απαξίωση του Χρυσοβαλάντη έναντι του ίδιου τού του εαυτού, καθώς συντρίβει πάνω στα δικά του βράχια κάθε αρετή ή υποψία δυνατότητάς του. “Θα μου άρεσε να παντρευτώ μια χωρισμένη. Προτιμώ να έχει και παιδιά για να μη μου ζητήσει εμένα- δεν νομίζω ότι δύναμαι”. Ο σακχαρώδης διαβήτης που του χτυπά την πόρτα επιτείνει τα προϋπάρχοντα προβλήματά του και η αναιμική του σχέση με τους ανθρώπους συνεχίζει να κινείται μεταξύ παλαιοελληνικών στερεοτύπων και νεοφυούς συντηρητισμού. “Το χρήμα είναι γλυκό. Είναι τέρψις. Το χρήμα καθορίζει τη συμπεριφορά σου έναντι των γυναικών, έναντι της προσωπικής τους ζωής, έναντι της προσωπικής σου ξεκούρασης“.

    Η χριστιανική του ρίζα δεν τον αφήνει να εκτραπεί σε φανερά αντιχριστιανικά πρότυπα, ενώ ο θολωμένος του νους πακετάρει φυλές και συμπεριφορές μεμιάς. “Οι Ρώσοι τις βαράνε τις γυναίκες τους και μάλιστα πολύ. Έχουν τρία κακά αυτοί: είναι μουλάρια, είναι μέθυσοι και χτυπάνε τις γυναίκες τους. Και οι Ουκρανοί είναι ίδιοι και χειρότεροι. Γενικότερα όλα τα σοβιετικά αποδέλοιπα“.

    Ο Μάκης Τσίτας έλαβε για το Μάρτυς μου ο Θεός το Βραβείο Λογοτεχνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης το 2014, έλαβε ακολούθως την αναγνώριση όλων των Ελλήνων αναγνωστών και κριτικών και διάβηκε τα σύνορα 12 φορές αφού το μυθιστόρημα κυκλοφορεί πλέον σε ισάριθμες γλώσσες (και στα αγγλικά μεταξύ αυτών), γινόμενο έτσι ένα από τα πλέον πολυμεταφρασμένα και επιτυχημένα ελληνικά βιβλία όλων των εποχών.

    “Ο ήρωάς μου είναι ένας καλοκάγαθος ταλαιπωρημένος ευτραφής πενηντάρης που ζει στην Αθήνα λίγο πριν τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Όταν ξεκίνησα να τον δημιουργώ ήμουν τριάντα και ο Χρυσοβαλάντης σαράντα κι όταν τελείωσα είχα γίνει σαράντα εγώ και πενήντα εκείνος. Η διαδρομή μαζί του ήταν ένα ταξίδι αυτογνωσίας. Όσο περνούσε ο καιρός τον αγαπούσα όλο και περισσότερο γι’ αυτό και πρόσθετα δραματικά στοιχεία, χωρίς όμως να μειωθούν τα κωμικά.
    Στην αρχή νόμιζα ότι είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση ανθρώπου. Τελικά αποδείχθηκε ότι πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα του –και η κριτική το επισήμανε– ήταν κοινά με του μέσου Νεοέλληνα. Ακούω πολύ συχνά από ανθρώπους που το διάβασαν να λένε «μου θύμισε τον θείο μου τον τάδε ή έναν γνωστό μου ή έναν συνάδερφό μου»…
    Ο Χρυσοβαλάντης είναι ένας από εμάς.” (Μάκης Τσίτας, συνέντευξη στο ELNIPLEX, Φεβρουάριος 2017).

    Ο Τσίτας πράγματι, όπως επεσήμαναν δεκάδες άνθρωποι που διάβασαν και έγραψαν για το βιβλίο του, ιχνογράφησε, ψηλάφησε και μας παρέδωσε έναν από τους πλέον αξιομνημόνευτους ήρωες ελληνικού μυθιστορήματος, μία μοναχική, ενοχική, νεοελληνική φιγούρα που όμοιά της συναντάς σε ελάχιστα βιβλία κάθε δεκαετία.

    Σπουδαία αρετή, πέρα από την θεσπέσια αποτύπωση αυτής της αυθεντικής λαϊκής περσόνας της διπλανής πόρτας, είναι ο έξοχος ρυθμός που σε ωθεί να καταπίνεις σελίδες αναρωτώμενος για το μετά και το πριν του Χρυσοβαλάντη, αλλά και η ύπαρξη τόσου χιούμορ, φλεγματικού, δεν θα αποφύγω την κλισέ λέξη δυστυχώς. “Πάντως, καλά που υπήρξε στη ζωή μου και το Μαρινάκι κι ένιωσα άντρας. Γιατί με την Ευμορφία ένιωθα χιμπατζής. Με τη δε Ρωρώ ταξιτζής. Αθήνα-Σπάρτη, Παγκράτι-Σύνταγμα και ούτως καθεξής”.

    “Σε κάποια σημεία που έγραφα, γελούσα. Και μετά έλεγα στον εαυτό μου: «τι γελάς; Θα το καταλάβουν οι άλλοι ή γελάς μόνος σου;». Ή σε άλλα σημεία που το βιβλίο ήταν δραματικό, υπήρχαν φορές που έκλαιγα την ώρα που το έγραφα. Κι έλεγα: «θα συγκινήσουν αυτά κανέναν ή θα πουν πως είναι μελούρες;» (Μάκης Τσίτας, συνέντευξη στο ELNIPLEX, Φεβρουάριος 2017).

    Το χιούμορ είναι πολύ, όπως προείπαμε. Καθώς εξελίσσεται η πρωτοπρόσωπη αφήγηση του Χρυσοβαλάντη, αυτό το χιούμορ μπαίνει στο ίδιο χωνευτήρι με ηθική αποδυνάμωση και αργότερα με απογοήτευση. “Με πιάσαν πάλι τα σεξουαλικά μου. Νομίζω ότι έχω γίνει ηδονομανής. Λόγω σακχάρου. Σκέφτομαι από χθες βράδυ: τόσα λεφτά που μου ‘φαγε η Ρωρώ, πώς θα μπορούσε να μου τα ξοφλήσει; Αν την πηδούσα ενενήντα φορές, θα ήμασταν εντάξει; Το θέμα είναι πώς τιμολογείται η υπηρεσία: πόρνη του δρόμου, πόρνη ξενοδοχείου, πόρνη σε σπίτι με κόκκινο φωτάκι ή πόρνη πολυτελείας; Αυτό θέλει λίγη συζήτηση. Ναι”.

    Ο απόλυτα αντιφατικός ήρωας, σε μια από τις πλέον εμφατικές καταδύσεις στον ψυχισμό μεγάλου μέρους σύγχρονων ανθρώπων, και δε θα διστάσω να πω Ελλήνων, ο ξενοφοβικός, ο χρεωοκοπημένος λιθογράφος (αχ, πατέρα με τις κραιπάλες σου), ο ντεμέκ και ντεμί στιχουργός, το θύμα των κατηχητικών, ο ήρωας που μισούμε ώρες ώρες να βλέπουμε δίπλα μας στη στάση του λεωφορείου ή το φανάρι όσο ίσως μας μισεί κι εκείνος.

    “Ξυπνάω κάθε πρωί χάλια. Έχω μπερδεμένο μυαλό- την κατάσταση επιδεινώνει το πάχος μου. Υπάρχουν μέρες που δεν μπορώ να σταθώ στα πόδια μου…”

    Κι αυτή η ύπαρξη της άλλοτε λαϊκής συνοικίας του Κορυδαλλού, νυν αναπτυσσόμενης και αναβαπτιζόμενης Β’ Πειραιώς, μου έφερνε συχνά πυκνά στο μυαλό ένα άλλο ευφυές μνημείο τέχνης, το εν Κορυδαλλώ “Σπιρτόκουτο” του Γιάννη Οικονομίδη με τον αμίμητο Ερρίκο Λίτση, της κορυφαίας ταινίας εκείνης της δεκαετίας όπου μεγάλωνε κι ο Χρυσοβαλάντης δια χειρός Τσίτα. Γιατί τα όμορφα συνομιλούν πάντοτε μεταξύ τους.

    Τον λένε Χρυσοβαλάντη. Και θα τον δεις παντού δίπλα σου. Κι ενίοτε πολύ δίπλα σου, ίσως και μέσα σου.

    Ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα της περασμένης δεκαετίας που τρέχει αγώνα δρόμου και σε αυτήν, με νέα αναθεωρημένη έκδοση από τις εκδόσεις Μεταίχμιο.

    ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
    Τίτλος: Μάρτυς μου ο θεός
    Συγγραφέας: Μάκης Τσίτας
    Σειρά : Ελληνική πεζογραφία
    Υπεύθυνη σειράς: Ελένη Μπούρα
    Εκδόσεις: Μεταίχμιο, Ιανουάριος 2020
    Σελίδες: 280
    Μέγεθος: 14 Χ 21
    ISBN: 978-618-03-2296-5

     

    Απόστολος Πάππος
    Απόστολος Πάππος
    Γεννήθηκε στον Πειραιά το 1976. Νηπιαγωγός. Κάποτε έφτιαξε το ELNIPLEX. Τώρα γράφει γι' αυτό μόνο όποτε του αρέσει κάτι.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular