Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 17+ — Μυθιστόρημα
Ένα θηρίο και μόνον ένα αλυχτάει στο δάσος τα βράδια
Άντζελα Κάρτερ
Το Κάποτε υπήρχαν λύκοι της Σάρλοτ ΜακΚόναχι μετράει ήδη μετάφραση σε δώδεκα γλώσσες και η ηρωίδα της, η Ίντι, κινείται μέσα στους λύκους, τη φύση, έναν φόνο και όσα ήμασταν κάποτε.
Περί τίνος πρόκειται
“Καταλαβαίνετε γιατί το κάνω αυτό;” μας ρώτησε ο μπαμπάς.
“Γνέψαμε κι οι δυο καταφατικά. “Διαβίωση αυτοσυντήρησης ” αποκρίθηκε η Άγκι.
“Που σημαίνει; Ίντι;”
“Κυνηγάμε μονάχα ό,τι χρειαζόμαστε και δίνουμε πίσω στο οικοσύστημα, καλλοεργούμε το φαγητό μας, ζούμε με όση περισσότερη αυτάρκεια μπορούμε” απάντησα εγώ.
“Σωστά. Τιμάμε λοιπόν αυτό το πλάσμα και το ευχαριστούμε που μας τρέφει”.
Αυτή ήταν η επικράτεια του μπαμπά της Ίντι και της Άγκι Φλιν, στο δάσος του οποίου πήγαιναν δυο μήνες κάθε χρόνο. Αίμα, μαχαίρια, τομάρια. Ο άλλοτε ξυλοκόπος, που έδειχνε στους συναδέλφους του ποια δέντρα να κοπούν και πού να σταματήσουν, τους έμαθε να επιβιώνουν μέσα στην άγρια φύση, με τη δική του αντίληψη περί σεβασμού της. “Ήταν το πραγματικό μας σπίτι, το μέρος όπου ανήκαμε“. Ενώ, η μητέρα τους, μια σκληρή αστυνομικός του Εγκληματολογικού, που τις έπαιρνε μαζί της σε δικαστικές υποθέσεις από τα δώδεκά τους, έμενε στην πόλη, στο Σίδνεϊ της Αυστραλίας, επιλέγοντας να κάνει καριέρα, εν αντιθέσει με τον άντρα της που επέλεξε να μην αφήσει το δάσος του.
Μεγαλώνοντας, οι δύο δίδυμες αδερφές, φτάνουν στη Σκοτία, ως επικεφαλής μιας ομάδας βιολόγων που έχουν αναλάβει, στα πλαίσια ουσιαστικά ενός πειράματος, τη σταδιακή επανεισαγωγή στα απομονωμένα Χάιλαντς, σε ελεγχόμενο αρχικά περιβάλλον, δεκατέσσερις γκρίζους λύκους, στο αλλαγμένο τοπίο του αρχαίου δάσους της Καληδονίας, όπου άλλοτε ζούσαν μεγάλοι πληθυσμοί τους. Ο τελευταίος λύκος στη Σκοτία φέρεται να σκοτώθηκε τον 17ο αιώνα. Η απουσία λύκων έφερε διαταραχή στην αλυσίδα. Ο πληθυσμός των ελαφιών απορρίπτει την καινούργια βλάστηση, αφού δεν κινδυνεύει και δεν μετακινείται εύκολα. Για να επιτευχθεί αυτό, πρέπει να επανέλθουν στον τόπο οι λύκοι.
“Δεν είμαι σαν τους περισσότερους ανθρώπους. Κινούμαι διαφορετικά στη ζωή, με μια εντελώς μοναδική κατανόηση της αφής. Αυτό το ήξερα, πριν μάθω πώς το λένε. Για να το εξηγήσω, πρόκειται για μια νευρολογική κατάσταση. Ειδωλο-απτική συναισθησία. Ο εγκέφαλός μου αναδημιουργεί τις αισθητηριακές εμπειρίες των ζωντανών πλασμάτων, όλων των ανθρώπων και συχνά ακόμα και των ζώων∙ έτσι και το δω, το αισθάνομαι, και για μια στιγμή είμαι αυτοί, είμαστε ένα, ο πόνος ή η απόλαυσή τους είναι και δικά μου”.
Auditory-Tactile Synesthesia, λέγεται διεθνώς η παραπάνω νευρολογική κατάσταση. Η ασταμάτητη ροή αισθητηριακών πληροφοριών από τους άλλους, η υπερβολική ενσυναίσθηση την εξαντλεί, πρέπει να βρει τρόπους να τη χειριστεί. Το δάσος πεθαίνει γύρω της. Θέλει να το γιατρέψει. Οι ντόπιοι βγάζουν αντίδραση για τους λύκους.
“Ο μπαμπάς μου έλεγε πάντα πως το μεγαλύτερο χάρισμά μου ήταν πως μπορούσα να μπω στο δέρμα ενός άλλου ανθρώπου. Ότι μπορούσα να αισθανθώ όπως κανείς τη ζωή κάποιου άλλου, να την αισθανθώ πραγματικά και να τη ζήσω. Πως το σώμα γνωρίζει πάρα πολλά κι εγώ έχω τη θαυμαστή ικανότητα να γνωρίζω περισσότερα από ένα σώμα. Η εκπληκτική εξυπνάδα της φύσης. Μας δίδαξε επίσης ότι το σημαντικότερο πράγμα που μπορούσε να μάθουμε ήταν η συμπόνια. Αν κάποιος μας πλήγωνε, το μόνο που χρειαζόμασταν ήταν ενσυναίσθηση και τότε η συγχώρεση θα γινόταν εύκολη”.
Τώρα φαίνονται οι πληγές της αδερφής της, της δυναμικής, μαχητικής, πάντα έτοιμης για καβγά, Άγκι. Κάποια τρομερά μυστικά την έχουν τραυματίσει βαθιά. Της άρεσαν οι γλώσσες, τις μάθαινε με ευκολία, επινοούσε και δικές της. Στα δεκάξι έμαθε και τη γλώσσα της βίας. “Έσπασε τη μύτη ενός αγοριού και το έκανε για μένα, όπως τα περισσότερα πράγματα που έκανε ήταν για μένα”.
Μα και η Ίντι έχει αλλάξει πια, βλέποντας γύρω της το κακό. Τώρα, οι άνθρωποι έχουν χωριστοί σε δυο στρατόπεδα. Κάποιοι αντιτίθενται σε αυτή την επανεισαγωγή των λύκων, παρότι το πρόγραμμα είναι εγκεκριμένο. Και τότε, ένα αγρότης βρίσκεται νεκρός και η Ίντι γνωρίζει ότι θα κατηγορηθούν από τους ντόπιους ως υπεύθυνοι οι λύκοι.
Η Ίντι μπαίνει σε θέση μάχης. Θα προστατεύσει τους λύκους της, δεν μπορεί να το έκαναν αυτοί. Αλλά τότε, ποιος σκότωσε τον αγρότη;
Εστιάζοντας
Σημείωση πρώτη: ατμοσφαιρικό, αδιάλειπτα, συνεχώς, σε μια συνεχή επαφή με τη φύση, σαν υπόμνηση της αναγκαιότητάς της. Δυο κορίτσια δεμένα από τη γέννησή τους. Δυο γονείς διαφορετικοί. Μια μάνα σκληρή με την εμμονή της καριέρας, ένας μπαμπάς εμμονικός με την άρνηση της βιομηχανίας διατροφής. Η βία έχει πολλές μορφές. Οι λέξεις φτιάχνουν πολλές διαφορετικές γλώσσες. Και η απουσία τους, επίσης.
Η αφηγηματική δεινότητα της Charlorre McConaghy είναι ορατή από τις πρώτες σελίδες. Έχει μελετήσει, έχει διαβάσει, έχει βρει το στυλ της, ξέρει πώς να γράψει μια ιστορία σωστή, συνεκτική, εύρυθμη, την κατεβάζει επιδέξια στο χαρτί. Page-turner, λένε διεθνώς στη βιομηχανία βιβλίου. Που σημαίνει το βιβλίο που δεν το αφήνεις από το χέρια σου, που γυρίζεις τις σελίδες διψασμένος/-η για τη συνέχεια. Τέτοιο είναι κάθε καλό βιβλίο. Ωστόσο αυτό δεν έχει τη λογική κάποιου μοντέρνου αστυνομικού μυστηρίου που σε τρέχει με τηλεοπτική λογική μπροστά. Η McConaghy γράφει πρωτίστως λογοτεχνικά, όχι τηλεοπτικά. Υφαίνει τους ήρωές της, στήνει το σκηνικό της γρήγορα, μετακινείται χωροχρονικά διαρκώς στο παρόν και σε διάφορες στιγμές του παρελθόντος για να φωτίσει κυρίως τις ζωές των δύο κοριτσιών, με στοιχεία που παίζουν σημαντικό ρόλο στο τώρα τους, καλύπτει επιδέξια με ευρήματα τα γεγονότα που στιγμάτισαν την Άγκι, αφήνοντάς την δίχως φωνή. Η ατμοσφαιρικότητα, που προαναφέρθηκε, η δύναμη των τοπίων, οι λύκοι και το δάσος ως πεδίο σύγκρουσης, η αφοβία της συγγραφέα να ανασηκώσει δύσκολες καταστάσεις, οι χαμένες αθωότητες, η ένταση, η κορύφωση, το αφοπλιστικό φινάλε, είναι στοιχεία που δημιουργούν ένα μυθιστόρημα που σε απορροφά.
Τίθεται προφανώς το ερώτημα της επανεισαγωγής ενός εξαφανισμένου ζώου σε μια περιοχή προκειμένου να αποκατασταθεί το διαταραγμένο οικοσύστημα που προσαρμόζεται βίαια μετά από αυτή την εξαφάνιση. Εύλογα συμφέροντα συγκρούονται. Κυνηγοί, αγρότες, έμποροι και λαθρέμποροι, η κινητήριος δύναμη του πλούτου ενεργοποιεί τις αντίρροπες δυνάμεις. Και βέβαια, ενεργοποιείται η Σεξπηρική και αρχαία δραματουργική σκέψη του πόσο πιο άγριο θεριό είναι ο άνθρωπος από άγρια θεριά όπως ο λύκος και πόσο πιο μακριά μπορεί να φτάσει από τα άγρια ζώα.
Δεν τίθεται αλλά διαβλέπεις το πώς η προσπάθεια να αλλάξεις κάτι στο περιβάλλον, στο τοπικό οικοσύστημα, έχει απρόβλεπτες, επιθετικές συνέπειες στη δική σου ζωή και σκέψη, ειδικά όταν στην υπόθεση εμπλέκεται και ο άντρας που έχει μπει στο λογισμό και την καρδιά σου. Η αγριότητα και η βία ιχνηλατούνται την ίδια στιγμή που η ανθρωπιά ως κουλτούρα και απάντηση έναντι της αγένειας και της επιθετικότητας επιδιώκουν να πάρουν τη δική τους θέση στον κόσμο.
Αν κάνετε τις αναγωγές που πρέπει, θα βρεθείτε πολύ πιο κοντά στον δικό μας κόσμο, από ό,τι φαίνεται ότι βρισκόμαστε με τα δάση της Σκοτίας που κάποτε εγώ την έμαθα Σκωτία.
Για αναγνώστες από 17 περίπου ετών.
Εκδόσεις Μεταίχμιο.
Απόσπασμα
Δείτε απόσπασμα εδώ
Είπαν
Τόσο καλό. Ένα page-turner που σε βάζει σε σκέψεις και σε επηρεάζει συναισθηματικά.
Jeff VanderMeer, συγγραφέας
Αυτό το μυθιστόρημα ανεβάζει τους παλμούς και φτάνει στα βάθη των πιο πολύπλοκων σχέσεων μεταξύ των ανθρώπων – και των πλασμάτων με τα οποία μοιραζόμαστε τον φυσικό κόσμο.
Newsweek
Από τη συγγραφέα του θαυμάσιου Πριν χαθούν τα πουλιά έρχεται μια εξίσου συνταρακτική ιστορία σχετικά με την επίδραση της ανθρωπότητας στον φυσικό κόσμο.
Thrillist
Μας ωθεί να διδαχθούμε από τους λύκους και να μάθουμε να βασιζόμαστε ο ένας στον άλλον.
BookRiot
Ένα λυρικό μυθιστόρημα με άγρια καρδιά.
PopSugar
Ολοζώντανες περιγραφές, υπέροχη απόδοση. Μια ιστορία γεμάτη αδιόρατες εκπλήξεις… Εκπληκτικό.
Publishers Weekly
Ποιητικό… Μια υπέροχη, συναρπαστική ιστορία για έναν κόσμο που θα μπορούσε να είναι ο δικός μας.
Kirkus
Τολμηρό… Ένα ειλικρινές και στιβαρό μυθιστόρημα.
New York Times Book Review
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Κάποτε υπήρχαν λύκοι |
Τίτλος πρωτοτύπου: | Once there were wolves
|
Συγγραφέας: | |
Εξώφυλλο-σχεδιασμός: | Ρεντουάν Αμζλάν |
Εκδόσεις: | Μεταίχμιο, Οκτώβριος 2023 |
Μετάφραση: | Κλαίρη Παπαμιχαήλ |
Φιλολογική επιμέλεια: | Βασιλική Σχίζα |
Σελίδες: | 448 |
Μέγεθος: | 14 Χ 20,5 |
ISBN: | 978-618-03-3187-5 |