Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 18+ – Μυθιστόρημα
Η υπόσχεση που δόθηκε ήταν μια αναγκαιότητα του παρελθόντος. Ο λόγος που δεν κρατήθηκε είναι μια αναγκαιότητα του παρόντος.
Νικολό Μακιαβέλι
Η Υπόσχεση, Βραβείο Booker 2021. Ένα καθηλωτικό μυθιστόρημα που κουβαλά στις σελίδες του τη σύγχρονη ιστορία ενός ολόκληρου έθνους από τον Ντέιμον Γκάλγκουτ.
Περί τίνος πρόκειται
Το 1652 οι πρώτοι Ολλανδοί άποικοι και αργότερα και άλλοι Ευρωπαίοι, μαζί με την διεκδίκηση των εδαφών της Νότιας Αφρικής, έφεραν μαζί τους νέες απόψεις, νέες δομές, νέες πεποιθήσεις, κι έναν σκληρό τρόπο ζωής όπου ο αγώνας για την επιβίωση και την εδραίωση, και οι διαμάχες μεταξύ των ευρωπαίων αποίκων δημιούργησαν σταδιακά έναν λαό με έντονο το αίσθημα φυλετικής ανωτερότητας, τους Μπόερς (= αγρότες). Αυτοί οι αγρότες, οι πρόγονοι των πρώτων κτηνοτρόφων έπαιξαν καταλυτικό ρόλο καθορίζοντας τη μετέπειτα εξέλιξη και διαμόρφωση ενός ολόκληρου έθνους, όπου η φυλετική καταγωγή ήταν ικανή να διαχωρίσει τους κατοίκους της χώρας –αποίκους και ιθαγενείς- σε ανώτερους και κατώτερους, σε άρχοντες και είλωτες, σε εκείνους που το χρώμα του δέρματός τους χάριζε το δικαίωμα στο σεβασμό – στην αξιοπρέπεια – στην ίδια τη ζωή, και σε όλους εκείνους τους «απόκληρους» της κοινωνίας που ζούσαν μέσα στις σιωπές σαν φαντάσματα της ίδιας της ύπαρξης τους.
Περάσαν πάνω από 250 χρόνια που οι Μπόερς και οι απόγονοι τους μεσουρανούσαν στα αποικιακά εδάφη επιδεικνύοντας την ανωτερότητά τους, μέχρι που το 1949 η κυβέρνηση της Ν. Αφρικής θέτει σε εφαρμογή τον πρώτο ρατσιστικό νόμο, απαγορεύοντας την τέλεση μικτών γάμων, μεταξύ λευκών και μαύρων, γνωστός με το όνομα Απαρτχάιντ, που σημαίνει διαχωρισμός στη γλώσσα των Αφρικάανς. Η υγεία, η εργασία, η παιδεία, όλες ανεξαρτήτως οι πλευρές της ζωής και της κοινωνίας επηρεάστηκαν από το Απαρτχάιντ, και όσοι τόλμησαν να εναντιωθούν ή υποστήριξαν την ανάκλησή του, τιμωρήθηκαν σκληρά, πολλές φορές το πλήρωσαν ακόμα και με την ίδια τους τη ζωή. Χιλιάδες άνθρωποι φυλακίστηκαν, πέθαναν από φρικτά βασανιστήρια, εξορίστηκαν ή καταδικάστηκαν σε ισόβια φυλάκιση, όπως ο Νέλσον Μαντέλα.
45 χρόνια ένα ολόκληρο έθνος ήταν σε αναταραχή, ένα έθνος πάλευε για να διεκδικήσει την απόδοση της δικαιοσύνης, και να αναστείλει την ισχύ αυτού του απάνθρωπου νόμου, ώσπου το 1994 με τις πολυ-φυλετικές δημοκρατικές εκλογές, τις οποίες κέρδισε το κόμμα του Νέλσον Μαντέλα, Αφρικανικό Εθνικό Κογκρέσο, τα κατάφερε.
Φάρμα των Σουάρτ, Πρετόρια, Νότια Αφρική, 1986
«Συλλυπητήρια για τη μητέρα σου, λέει.
Α, εντάξει, απαντά η Αμόρ και επιτόπου βάζει τα κλάματα. Θα της λένε όλη μέρα συλλυπητήρια επειδή η μητέρα της έπαθε εκείνη τη λέξη;»
Η Ρέιτσελ Σουάρτ, μια σαραντάχρονη λευκή μητέρα τριών παιδιών, απόγονος των Μπόερς, Ολλανδοεβραϊκής καταγωγής, κουρασμένη από τη μάχη της με μιαν αρρώστια που της κατατρώει τα σωθικά, λίγο πριν αφήσει την τελευταία της πνοή, ξορκίζει τον σύζυγό της Μάνι να φροντίσει την Σαλομέ, την μαύρη υπηρέτρια και βοηθό που τους υπηρετούσε με σεβασμό και αγάπη για δεκαετίες, παραχωρώντας της το μικρό σπίτι που έμενε εκείνη καθώς και ένα κομμάτι γη που το περιέβαλλε, ως φόρο τιμής για τις υπηρεσίες της. Ο Μάνι δίχως δεύτερη σκέψη υπόσχεται στην αγαπημένη του Ρέιτσελ πως θα εκπληρώσει την τελευταία της επιθυμία, άλλωστε δεν του ζητούσε να δώσει στην μαύρη υπηρέτρια ολόκληρη τη φάρμα με τις τεράστιες εκτάσεις, τα εκατοντάδες στρέμματα και το μεγάλο σπίτι της οικογένειας, παρά μόνο το μικρό σπιτάκι στην άκρη του κτήματος με τη χαλασμένη τσίγκινη στέγη.
Η οικογένεια θα συγκεντρωθεί στη φάρμα των Σουάρτ για να αποχερετήσει την Ρέιτσελ, όπου θείοι και θείες, άσπονδοι φίλοι, ένας ιδιόμορφος ιερέας, ο Μάνι και φυσικά τα τρία παιδιά, η Άστριντ, ο Άντον και η δεκατριάχρονη Αμόρ θα μπλεχτούν σε ένα κουβάρι ανούσιων συνομιλιών και άδικων αποφάσεων, όταν η μικρή Αμόρ θα αναφέρει το θέμα της υπόσχεσης που έχει δώσει ο πατέρας της, καθώς ούτε ο ίδιος μοιάζει να την θυμάται, ούτε κανένα άλλο μέλος της οικογένειας είναι διατεθειμένο να την αποδεχτεί και πόσο μάλλον να την υλοποιήσει.
Μια οικογένεια σε αναταραχή, μια οικογένεια δυσλειτουργική δεμένη με χαλαρά νήματα έτοιμα να σπάσουν, όπου η υποτιθέμενη ανωτερότητά τους, τα προσωπικά τους δράματα και συμφέροντα, η έλλειψη ενσυναίσθησης που τους οδήγησε από την απόλυτη ευημερία και άνθηση στην αποδόμηση και καταστροφή, αλλά και η μεταβατική περίοδος ολόκληρου του έθνους από τον ρατσιστικό νόμο του Απαρτχάιντ και των φυλετικών διακρίσεων, σε ένα υποτιθέμενα πιο δίκαιο «λευκό» πλαίσιο, θα τους παρασύρει σε ένα στροβιλώδη χείμαρρο εγωκεντρικών και ρατσιστικών πράξεων, όπου υπόγεια ρεύματα θα τους οδηγήσουν στα σκοτεινά μονοπάτια της απόγνωσης και της οργής, όπου η φωνή της δικαιοσύνης – που δεν είναι άλλη από της μικρής Αμόρ – θα προσπαθήσει να τους δείξει το φως της λύτρωσης.
Όμως όταν το άδικο έχει εδραιωθεί, ο επίλογος δεν μπορεί να είναι άλλος από μια «τιμωρία» για την ανεκπλήρωτη υπόσχεση.
«Ο Άντον αφήνει το πιάτο του και σκουπίζει προσεκτικά τα δάχτυλά του σε μια χαρτοπετσέτα. Παρεμπιπτόντως, λέει, ακούω πως θα δώσεις στη Σαλομέ το σπίτι στη Λόμπαρντ.
Τι; Απορεί ο μπαμπάς, αν και κάτι θυμάται πολύ αμυδρά.
Χα! Ρουθουνίζει η Τάνι Μαρίνα. Αυτό είναι απ’ τ’ άγραφα.
Ο Άντον στρέφεται και κοιτάζει την Αμόρ, που κινείται αμήχανα στην καρέκλα.
Ο μπαμπάς είπε…
Τι είπα;
Είπες πως θα έδινες το σπίτι. Το υποσχέθηκες».
Εστιάζοντας
Μαρκ Τουέιν: «Ποτέ μην αναβάλλεις για αύριο, αυτό που μπορείς να κάνεις μεθαύριο».
Μια υπόσχεση που δόθηκε. Μια υπόσχεση που ξεχάστηκε. Μια υπόσχεση που σιγοκαίει τα σωθικά εκείνων που γνωρίζουν. Μια υπόσχεση που πίσω από τις εκκωφαντικές σιωπές της καιροφυλακτεί μια κατάρα. Μια υπόσχεση χτισμένη σε σαθρά θεμέλια. Μια υπόσχεση που μοιάζει να είναι ο απόηχος μιας απέλπιδας κραυγής ενός ανθρώπου που αναζητά απεγνωσμένα τη λύτρωση. Ή μήπως είναι η ίδια η λησμονιά, η υπονόμευσή και η διάψευση αυτής της υπόσχεσης ικανές να θεριέψουν και να καταπιούν κάθε ειλικρίνεια, σεβασμό και ανθρωπιά; Και τελικά μήπως η προσωπική αυτή υπόσχεση που αλλοτριώθηκε στα βάθη των δεκαετιών, αντανακλά μια υπόσχεση σε ένα ολόκληρο έθνος, σε ένα λαό που πονά, που αποκλείεται από κάθε μορφής δικαίωμα, φοβάται, αλλά παράλληλα ελπίζει σε ένα ευοίωνο μέλλον και με πείσμα αναγεννιέται από τις στάχτες του, διεκδικεί, εναντιώνεται και αδημονεί να βρει τη δικαίωση;
Προθέσεις, υποσχέσεις, λόγια. Άραγε αρκούν για να μας οδηγήσουν στην υλοποίηση των ιδεών και σκέψεων μας; Ή απλώς μας κάνουν να νιώθουμε πιο άνετα με τον εαυτό μας;
Ο επιτυχημένος Νοτιοαφρικανός θεατρικός συγγραφέας Ντέιμον Γκάλγκουτ μετά τις δύο υποψηφιότητές για το Βραβείο Booker, με το The Good Doctor (2003) και το In a Strange Room(2010), καταφέρνει με το καθηλωτικό μυθιστόρημά του, Η Υπόσχεση, να κερδίσει επάξια το βραβείο BOOKER 2021 και να καθηλώσει εκατομμύρια αναγνώστες με το λογοτεχνικό του ύφος, με την ποιητική- λυρική του γλώσσα, με τα ακανθώδη και επικριτικά σχόλια του, με το πικρόγλυκο και σαρκαστικό χιούμορ του που ακροβατεί μεταξύ τραγικού και κωμικοτραγικού, με τους δεκάδες παραλληλισμούς και συσχετίσεις, με τον καταιγισμό συναισθημάτων που προκαλεί, την κινηματογραφική του ροή, αλλά και την σκηνοθετική ματιά ενός ανθρώπου που έχει βιώσει, έχει πονέσει, έχει ζήσει τη εκκωφαντική σιωπή ενός ολόκληρου λαού που έχει ελπίσει και ίσως τελικά να έχει διαψευστεί.
Με όχημα σε αυτό το ταξίδι, την προσωπική υπόσχεση στην ετοιμοθάνατη μητέρα που δόθηκε, σε μια εποχή που το χρώμα του δέρματος διαμορφώνει τις ζωές, με φόντο τις διαμάχες, τους περιορισμούς, τις αδικίες και τον απάνθρωπο νόμο του Απαρτχάιντ στη Νότια Αφρική, αλλά και την φωνή της δικαιοσύνης και της ελπίδας μέσα από την ηρωίδα -Αμόρ – ο Ντέιμον Γκάλγκουτ σκιαγραφεί μια ολόκληρη ιστορία ενός έθνους παραλληλίζοντας την προσωπική υπόσχεση που δόθηκε και δεν κρατήθηκε με εκείνη την υπόσχεση που δόθηκε στο λαό της Νότιας Αφρικής για ένα μέλλον ισότιμο, όπου όχι μόνο τα ιδεολογικά αλλά τα κοινωνικά και τα πολιτικά κριτήρια θα έχουν καταλυθεί και όπου οι λευκοί και οι «μη-λευκοί» θα έχουν ίσες ευκαιρίες για ζωή.
Ο συγγραφέας με απόλυτη μαεστρία μεταπηδά από την τριτοπρόσωπη στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση, δίνοντας φωνή στους χαρακτήρες του, μετατρέποντας τους άλλοτε σε κύριους πρωταγωνιστές των ιστοριών που αφηγείται και άλλοτε δίνοντάς τους δύναμη σιωπώντας τις φωνές και τις σκέψεις τους. Όμως υπάρχει και ένας χαρακτήρας που δεν του επιτρέπεται να έχει φωνή, δεν του επιτρέπεται να ακουστεί, να έχει επιδιώξεις, δικαιώματα και ελπίδες, κινείται μέσα στις σκιές σαν το φάντασμα μιας ύπαρξης που κάποτε υπήρξε, κι αυτή δεν είναι άλλη από την μαύρη υπηρέτρια, τη Σαλομέ. Η Σαλομέ δεν έχει φωνή, όπως ακριβώς συνέβαινε και στην πραγματικότητα όπου κανένας μη-λευκός δεν είχε φωνή. Και μέσα σε όλες αυτές τις φωνές και τις σιωπές καιροφυλακτεί ο άγρυπνος αφηγητής- συγγραφέας που ως παντογνώστης κριτής μας κλείνει το μάτι πανέτοιμος να ρίξει τη Δαμόκλεια σπάθη του, προειδοποιώντας εκείνους που ακολούθησαν τον δρόμο της ανευθυνότητας, του υλισμού και της ματαιοδοξίας.
Καθοριστική σημασία έχει η απόδοση του έργου, από την Κλαίρη Παπαμιχαήλ η οποία μοιάζει να αφουγκράζεται ακόμα και τις πιο λεπτές εκφάνσεις της ψυχής του συγγραφέα, αποδίδοντας την άλλοτε καυστική και άλλοτε λυρική φωνή του.
“Πήραμε αυτή την απόφαση έπειτα από εκτενή συζήτηση και καταλήξαμε ομόφωνα σε ένα βιβλίο που χειρίζεται με μαεστρία τη φόρμα και τη σπρώχνει σε νέους δρόμους, σε ένα βιβλίο με απίστευτα αυθεντική και ρέουσα φωνή, σε ένα βιβλίο με βαρύνουσα ιστορική και συμβολική σημασία”.
Από την ανακοίνωση της Maya Jasanoff, πρόεδρου της κριτικής επιτροπής του Βραβείου Booker 2021.
Εκδόσεις Διόπτρα
Απόσπασμα
Διαβάστε απόσπασμα εδώ
Πάρτε μια ιδέα
Το Soundtrack του βιβλίου
Asimbonanga (Mandela) – Johnny Clegg & Savuka
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Η Υπόσχεση |
Τίτλος πρωτοτύπου: | The Promise |
Συγγραφέας: | Damon Galgut |
Εκδόσεις: | Διόπτρα, Απρίλιος 2022 |
Μετάφραση: | Κλαίρη Παπαμιχαήλ |
Επιμέλεια κειμένου: | Χρίστος Κυθρεώτης |
Προσαρμογή εξωφ.: | Ελένη Οικονόμου |
Σελίδες: | 344 |
Μέγεθος: | 14 Χ 20,5 |
ISBN: | 978-960-653-635-9 |