Παραμονή Χριστουγέννων, μια σκοτεινή και χιονισμένη νύχτα. Ο Άγιος Βασίλης και οι τάρανδοί του ετοιμάζονταν για τη μεγάλη πτήση. Το έλκηθρό του ξεχείλιζε από παιχνίδια που έπρεπε να παραδοθούν αυτή τη νύχτα. Φώναξε στους ταράνδους του να ξεκινήσουν αλλά… ωπ… Ένα ξωτικό φέρνει ένα γράμμα της τελευταίας στιγμής. Είναι από την… Πριγκίπισσα των Καρδιών που ζει στη Χώρα των Θαυμάτων και ζητά ένα ξεχωριστό δώρο. Αμέσως ο Άγιος Βασίλης δίνει εντολή για πτήση προς την Χώρα των Θαυμάτων! Κι εκεί, μια απίθανη περιπέτεια παρεξηγήσεων και λαθών περιμένει τον Άγιο Βασίλη και τους βοηθούς του!
Ιστορία εμπνευσμένη από το κλασικό ποίημα Twas the night before Christmas/«Ήταν η νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα») που αποδίδεται είτε στον Άρθουρ Κλαρκ Μουρ είτε στον Χένρι Λίβινγκτον Τζούνιορ και δημοσιεύθηκε πρώτη φορά στις 23 Δεκεμβρίου του 1823 στην εφημερίδα Troy Sentinel της Νέας Υόρκης, κατά τα φαινόμενα από παραγγελία μιας χριστουγεννιάτικης οικογενειακής ιστορίας από την ίδια την οικογένειά του. Μόνο που εδώ, στην ιστορία της Κάρυς Μπέξινγκτον, έχουμε μια φαντασμαγορική διάνθιση, μια περιπέτεια με χιούμορ, τρυφερότητα και το πνεύμα των Χριστουγέννων ακόμα πιο καθάριο. Εκείνο όμως που πραγματικά συναρπάζει είναι η λεπτοδουλεμένη, απίστευτη εικονογράφηση της Κέιτ Χίντλεϋ που εικονογραφεί με ένα έξοχο μείγμα χρωμάτων, αισθήσεων και εικαστικών επιρροών τον υπέροχο κόσμο που της έδωσε η συγγραφέας.
Ονειρικό και απολύτως χριστουγεννιάτικο, με διακειμενικές αναφορές και κινηματογραφική ατμόσφαιρα πανταχού παρούσα.
Εξαιρετική μετάφραση με πολύ τακτικές και δουλεμένες ρίμες από την Μαρία Παπαγιάννη. Εκδόσεις Πατάκη.
Το ποίημα του 19ου αιώνα:
‘Twas the night before Christmas, when all through the house
Not a creature was stirring, not even a mouse;
The stockings were hung by the chimney with care,
In hopes that St. Nicholas soon would be there;
The children were nestled all snug in their beds;
While visions of sugar-plums danced in their heads;
And mamma in her ‘kerchief, and I in my cap,
Had just settled our brains for a long winter’s nap,
When out on the lawn there arose such a clatter,
I sprang from my bed to see what was the matter.
Away to the window I flew like a flash,
Tore open the shutters and threw up the sash.
The moon on the breast of the new-fallen snow,
Gave a lustre of midday to objects below,
When what to my wondering eyes did appear,
But a miniature sleigh and eight tiny rein-deer,
With a little old driver so lively and quick,
I knew in a moment he must be St. Nick.
More rapid than eagles his coursers they came,
And he whistled, and shouted, and called them by name:
“Now, Dasher! now, Dancer! now Prancer and Vixen!
On, Comet! on, Cupid! on, Donner and Blitzen!
To the top of the porch! to the top of the wall!
Now dash away! dash away! dash away all!”
As leaves that before the wild hurricane fly,
When they meet with an obstacle, mount to the sky;
So up to the housetop the coursers they flew
With the sleigh full of toys, and St. Nicholas too—
And then, in a twinkling, I heard on the roof
The prancing and pawing of each little hoof.
As I drew in my head, and was turning around,
Down the chimney St. Nicholas came with a bound.
He was dressed all in fur, from his head to his foot,
And his clothes were all tarnished with ashes and soot;
A bundle of toys he had flung on his back,
And he looked like a pedler just opening his pack.
His eyes—how they twinkled! his dimples, how merry!
His cheeks were like roses, his nose like a cherry!
His droll little mouth was drawn up like a bow,
And the beard on his chin was as white as the snow;
The stump of a pipe he held tight in his teeth,
And the smoke, it encircled his head like a wreath;
He had a broad face and a little round belly
That shook when he laughed, like a bowl full of jelly.
He was chubby and plump, a right jolly old elf,
And I laughed when I saw him, in spite of myself;
A wink of his eye and a twist of his head
Soon gave me to know I had nothing to dread;
He spoke not a word, but went straight to his work,
And filled all the stockings; then turned with a jerk,
And laying his finger aside of his nose,
And giving a nod, up the chimney he rose;
He sprang to his sleigh, to his team gave a whistle,
And away they all flew like the down of a thistle.
But I heard him exclaim, ere he drove out of sight—
“Happy Christmas to all, and to all a good night!”
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Η νύχτα πριν από τα Χριστούγεννα στη χώρα των θαυμάτων |
Τίτλος πρωτοτύπου: | The Night Before Christmas In Wonderland |
Συγγραφέας: | Carys Bexington |
Εικονογράφηση: | Kate Hindley |
Εκδόσεις: | Πατάκης, Οκτώβριος 2019 |
Διόρθωση: | Θανάσης Κοκολόγος |
Σελιδοποίηση: | Νίκη Αντωνακοπούλου |
Σελίδες: | 44 |
Μέγεθος: | 28 Χ 28 |
ISBN: | 978-960-16-8365-2 |