“Μια τσιγγάνα ευθύνεται για το μπαστάρδεμα της οικογένειάς μας”. Μου το έλεγε συχνά η γιαγιά μου… […] Ο ερχομός των τσιγγάνων στο χωριουδάκι της Στελλάτα, τόπο καταγωγής της οικογένειάς μου, αποδεικνύεται από ένα έγγραφο αιώνων που βρίσκεται στα ιστορικά αρχεία της βιβλιοθήκης Αριοστέρα της Φερράρα.
Το καραβάνι των τσιγγάνων εμφανίστηκε στο χωριό μια μέρα που έβρεχε καταρρακτωδώς”
[…] Χωρίς να το αντιληφθούν οι κάτοικοι της Στελλάτα, η έχθρα τους για τους νεοφερμένους μετατράπηκε σε κάτι συνηθισμένο. Οι γέροι πέθαιναν, τα παιδιά γεννιούνταν και οι νέοι ερωτεύονταν χωρίς να δίνουν μεγάλη σημασία στις διαφορές. Πράγματι, μετά από μερικές γενιές, το ένα τρίτο των κατοίκων της Στελλάτα είχε τσιγγάνικο αίμα.
Και σε αυτό το σημείο εμφανίζεται στο προσκήνιο ο πατέρας του προπάππου μου, ο Τζάκομο Καζάντιο”
Και ιδού, έχουμε ιστορία. Και τι ιστορία! Ένα οικογενειακό δέντρο που εκκινεί από αυτόν τον πρόγονο, τον Τζάκοµο Καζάντιο, ένα οραματιστή αγρότη, στις αρχές του 19ου αιώνα, ο οποίος σε µια γιορτή της Στελλάτα συναντά τη λυγερόκορµη µάντισσα τσιγγάνα Βιόλκα Τόσκα, η οποία… να σε πω τη μοίρα σου, να σε πω το ριζικό σου:
“Πού πας; Μη φοβάσαι, δε θα σε φάω. Θέλω μόνο να δω την παλάμη σου”.
“Ξέχνα το. Ξέρω τη μοίρα μου, δε χρειάζεται να μου την πεις εσύ”.
[…] “Άφησέ με να τα κοιτάξω. Η Βιόλκα τα βρίσκει όλα, δεν κάνει ποτέ λάθος”.
Δε διάβασε το μέλλον του. Παρατήρησε μόνο τις παλάμες του, μετά έκλεισε τα χέρια του μέσα στα δικά της, τον κοίταξε με ορθάνοιχτα μάτια και ανακοίνωσε: “Έφτασες, επιτέλους! Χρόνια σε περίμενα”.
Λίγους μήνες αργότερα, η Βιόλκα είχε μείνει έγκυος και, παρά την αντίδραση των δύο οικογενειών, παντρεύτηκαν”.
Από αυτή τη συνάντηση, από τον έρωτα της Βιόλκα και του Τζάκομο ξετυλίγεται ένα μακρύ, δαιδαλώδες κουβάρι απογόνων, ξεκινώντας από τον γιο με τα κορακίσια μαλλιά και το άγριο βλέμμα, ίδια με της μάνας του, τον Ακάριο-“Ντόλλαρο”, αυτό το παράξενο αγόρι που καταλάβαινε τα ζώα, έβρισκε χαμένα αντικείμενα και ζώα και έμοιαζε -δεν ήταν- με δαιμονισμένο. Αυτός ήταν ο μοναχογιός τους. Μετά τον θάνατο του πατέρα του, αυτός θα γινόταν η πηγή διαιώνισης της οικογένειας. Και τη ροή της οικογένειας αυτής θα την ακολουθούσαν όλοι οι απόγονοι. Μόνο που οι μισοί γεννιούνταν ανοιχτόδερμοι, γαλανομάτηδες και ονειροπόλοι, οραματιστές, σαν τον Τζάκομο, και οι άλλοι μισοί, σκουρόχρωμοι, μαυρομάλληδες και με χαρίσματα διαίσθησης, όπως η Βιόλκα.
Μετά τον θάνατο του άντρα τους, νιώθοντας τύψεις για τον γάμο της με έναν μη ρομ, αποφασίζει να ρίξει τα χαρτιά. Παίρνει την τράπουλα και προκύπτει μια κατάρα, μια τραγωδία από μια λάθος ένωση, έναν γάμο στους κόλπους της οικογένειας των ονειροπολών, καταθλιπτικών, όπως ο Τζάκομο. Τρόμαξε. Ποιος θα πληγεί από αυτή την τραγωδία;
Σαράντα επτά χρόνια μετά. Ο Ακίλλε Καζάντιο, χλωμός, ξανθός, με μάτια διάφανα σαν νερό, ταλαντούχος και έξυπνος, εμμονικός και φιλομαθής, είναι ο πρωτότοκος γιος του Ντόλλαρο και της Ντομένικα. Ένας ξεχωριστός άνθρωπος, μαχητής της ανεξαρτησίας της Ιταλίας, θα δώσει τη μεγάλη συνέχεια της οικογένειας, με τη γυναίκα του, την Αντζέλικα Σολέρα, αποκτώντας πέντε παιδιά (με απόσταση είκοσι τριών ετών μεταξύ τους), που θα ανοίξουν το οικογενειακό δέντρο, ουσιαστικά στέλνοντάς το μέχρι τον 21ο αιώνα, όπου και φτάνει η ιστορία της μεγάλης οικογένειες Καζάντιο και ακολούθως Μαρτιρόλι.
Το πεπρωµένο των Καζάντιο είναι πανταχού παρόν. Μια συνεχής ταλάντευση μεταξύ ονειροπόλησης και λαχτάρας για ζωή, πρόκλησης της μοίρας και διεκδίκησης των επιθυμιών και των ονείρων τους.
Αυτή είναι η αδιανόητα ασταμάτητη, απρόσκοπτου ρυθμού, σχοινοτενής οικογενειακή σάγκα* της Ντανιέλα Ραϊµόντι που φωτίζει διακόσια και πλέον χρόνια ιταλικής ιστορίας μέσα από την οικογένεια Καζάντιο, από τα χρόνια που προηγήθηκαν της Ανεξαρτησίας και της Ένωσης της Ιταλίας, μέχρι τον φασισμό του 1930-1940, την ήττα στον πόλεμο και τη διαφυγή του Μουσολίνι, την μεταπολεμική Ιταλία, φτάνοντας στο κατώφλι του 21ου αιώνα. Η μικρο-ιστορία, το μικροβίωμα, συναντούν τη μεγάλη Ιστορία και μέσα από τις προσωπικότητες των πρωταγωνιστών, έχουμε μια συνάντηση με τη διαμόρφωση της σύγχρονης ιταλικής κοινωνίας.
Η γραφή της Ραϊμόντι είναι ποιητική, απολύτως ρέουσα, παρά το δύσκολο υλικό που διαχειρίστηκε, μια γραφή που με την ποιότητα και τις επιλογές της συνθέτει, πέρα από ένα απολαυστικό μυθιστόρημα, έναν αντικατοπτρισμό ιδεών, βίαιων αντιπαραθέσεων, πολιτισμικών αντιφάσεων, μαγικού ρεαλισμού, μιας χορογραφημένης συναισθηματικής πάνοψης, όπου με την απόσταση του χρόνου μπορούμε να παρακολουθούμε, να ακολουθούμε, να συνοδοιπορούμε με τα μέλη της μεγάλης οικογένειας, να βρίσκουμε ταυτίσεις και αποκλίσεις ή απωθήσεις.
Είδα στο οπισθόφυλλο ότι το παραλλήλισαν υπό μία έννοια με τα Εκατό χρόνια µοναξιά του Γκαµπριέλ Γκαρσία Μάρκες (Toute la Culture). Δεν ξέρω. Όταν δοκιμαστεί αντιστοίχως από τον χρόνο, θα το δούμε κι αυτό. Μέχρι τότε, προφανώς έχουμε ένα πλούσιου αφηγηματικού ύφους μυθιστόρημα, έναν λαβύρινθο προσώπων, σχέσεων και γεγονότων, τα οποία ωστόσο η συγγραφέας κατορθώνει να κρατά διαχωρισμένα και όταν έρχεται η στιγμή τα συμπλέκει και τα αλληλοεξαρτά.
Θα ικανοποιήσει όσους θέλουν λογοτεχνία ρέουσα, δίχως εκτενή ξεστρατίσματα. Αυτή η ομάδα αναγνωστών θα το διαβάσει απνευστί.