1960. “Η κοπέλα είναι μια στάμνα, όποιος τη σπάει την παίρνει, έτσι λέει η μάνα μου”. Δίδυμη με τον Κοζιμίνο, η Ολίβα Ντενάρο είναι πια δεκαπέντε χρονών και ο Κοζιμίνο δέκα πόντους ψηλότερους και… αγόρι, ζουν σε ένα χωριό της Σικελίας και θα προτιμούσε να είναι αγόρι. “Η μαμά μιλέι, ασταμάτητα, παραθέτει ένα κατεβατό από κανόνες, ο τρόπος της είναι προκλητικός, σε κάνει ν’ αντιδράς, να θέλεις να την παρακούσεις. Ο πατέρας μου από την άλλη μιλάει σπάνια κι εγώ δεν μπορώ να καταλάβω τι πρέπει να κάνει για να μ’ αγαπούν“.
Η Ολίβα δεν μπορεί να αποδεχθεί το ηθικό και κοινωνικό πλέγμα του χωριού, της μικρής κοινωνίας στον νότο της Ιταλίας, που θα σας θυμίσει αρκετά την ελληνική πραγματικότητα της ίδιας και όχι μόνο περιόδου. Ο αδερφός της είναι η αδυναμία της μητέρας της, τη γλιτώνει συνεχώς, ενώ εκεί τη μαλώνει σε κάθε ευκαιρία. Στο σχολείο οι συνομήλικοί της την κοροϊδεύουν, στο σπίτι ο πατέρας της στη σιωπή, στο σώμα της όλα αλλάζουν. Οι τόσοι πολλοί κανόνες, άσκοποι πολλοί απ’ αυτούς την πνίγουν. Οι έμφυλες αντιλήψεις που τάζουν άλλα για το κορίτσι κι άλλα για τ’ αγόρι βγάζουν την κάπνα τους παντού. Η μάνα έχει μια ισχυρή ευθυγράμμιση με την κοινωνία. Ο πατέρας της βλέπει αλλιώτικα τα πράγματα, να γίνει ανεξάρτητη, να μην έχει ανάγκη κανέναν, να έχει επιλογές, να μην έχουν μυστικά μεταξύ τους.
Μεγαλώνει. Κι όσο μεγαλώνει, ζυγώνει τη μοίρα που δεν θέλει. Πρέπει να απαρνηθεί το κορίτσι και την ανεμελιά, τον κόσμο της ελευθερίας, να μπει στον βίαιο κόσμο των ενηλίκων που έχει προσδοκίες από εκείνη. Προσδοκίες! “Από τότε που έγινα γυναίκα, είναι σαν να βρίσκομαι κάτω από ένα υπόστεγο ενώ βρέχει καταρρακτωδώς: Δεν απομακρύνομαι για να μη βραχώ”.
Πόσο εύκολο είναι για μια γυναίκα να την κάνουν να νιώθει ξεδιάντροπη, αδύναμη, ενώ εκείνη θέλει να αιωρείται αυτόνομη μέσα σε έναν στρόβιλο ανθρώπινων κατασκευασμάτων που ίπτανται ως θέσφατα! Ο Πίνο Πατερνό θα της ζητήσει να μοιραστούν ένα πορτοκάλι. Η Ολίβα θα το αρνηθεί. Το ερωτικό ενδιαφέρον του Πατερνό εξεγείρεται. “Το καλό άλογο δεν το πηγαίνεις στο παζάρι”, είπε η μάνα μου. “Αν σε θέλει κάποιος πρέπει να έρθει σπίτι να σε ζητήσει”. Μετά απ’ αυτό μου απαγόρευσε να βγαίνω”.
Ο Πατερνό την εκθέτει στο πανηγύρι του χωριού. Κι είναι κι ο Φράνκο. Γιος ευγενών. Αυτόν της βρήκαν για άντρα. Δεν τον έχει δει. Όλα στην ώρα τους. Την “Την ερχόμενη εβδομάδα θα έρθει να μιλήσει με τον πατέρα σου και θα κανονίσουμε όλες τις λεπτομέρειες“. Κι έρχεται. Αλλά δεν είναι όλα ρόδινα. “Για τη γυναίκα το σώμα της είναι ένα φορτίο”. Για τον Φράνκο είναι τα μάτια του.
Ο Πατερνό δεν αφήνει την υπόθεση να χαθεί. “Εσύ με προκάλεσες , με αυτό το ύφος παναγίτσας μ΄έχεις κάνει να χάσω τα μυαλά μου… Εσύ με προκάλεσες να σε πάρω“. Ένας βιασμός. Τόσο απλό να το λες. Το δίκιο και το άδικο και πού να τα βρεις. Όλα δείχνουν μια ακόμα γυναίκα υποταγμένη στο εθιμικό δίκαιο του ιταλικού νότου. Ταπεινωμένη, σε απόγνωση, διαλυμένη, με τα λεπτά νήματα της καρδιάς της να αφήνουν τις ίνες τους το ένα μετά το άλλο. Κόντρα σε όλα, η Ολίβα επιδεικνύει υπερβατικές ικανότητες, παίρνει τη ζωή της στα χέρια της και αγωνίζεται για τα όχι και τα ναι της. Η μάχη της θα είναι συγκλονιστική.
Η συγγραφέας Βιόλα Αρντόνε αναγραμματίζει το όνομά της σε Ολίβα Ντενάρο και γράφει την ιστορία της που βασίζεται στην πραγματική ιστορία της Φράνκα Βιόλα (Franca Viola), της Ιταλίδας, η οποία τη δεκαετία του 1960 αρνήθηκε τον “γάμο αποκατάστασης” (matrimonio riparatore) με τον βιαστή της, κατά το εθιμικό δίκαιο, σύμφωνα με το οποίο η γυναίκα έχανε την τιμή της αν αρνιόταν να παντρευτεί τον άντρα από τον οποίο είχε χάσει την παρθενιά της. Η Βιόλα θεωρείται η πρώτη Ιταλίδα που δημόσια αρνήθηκε δημοσίως αυτή τη μοίρα και η οικογένειά της άσκησε δίωξη εις βάρος του βιαστή της, ο οποίος την απήγαγε για περισσότερο από μία εβδομάδα και τη βίασε κατ’ επανάληψη. Η Βιόλα έγινε σύμβολο χειραφέτησης των γυναικών του νότου της Ιταλίας και όχι μόνο.
“Θέλεις ν’ αφήσεις το χωριό και να φύγεις, αλλά αυτό δε θα σε αφήνει ποτέ”.
Η Πόλις του Καβάφη εισέρχεται μέσα στο βαθιά εσωτερικό, μεταρσιωτικό, λυτρωτικό, εύρυθμο, καλοχορδισμένο μυθιστόρημα σκληρής ενηλικίωσης της Βιόλα Αρντόνε που υψώνει μια γυναίκα με πληγές και εκπυρσοκροτήσεις και τα θραύσματά της φτάνουν σε κάθε αναγνώστη που έχει γνώση κοινωνικών πλαισίων σαν αυτό που έζησε η Ολίβα ή η Φράνκα.
«Η Ολίβα Ντενάρο είναι ένας αξέχαστος χαρακτήρας».
Corriere della Sera