Διαβάζεται σε 3′- Ηλικιακό κοινό: 11+ (target 12-16) – Λογοτεχνία για παιδιά και εφήβους
Είναι απρόοπτη η ζωή
αν την πιστέψεις μια στιγμή
γίνεται φίδι και φωτιά
φαρμάκι χύνει σ’ αγκαλιά
που δεν φοβάται τον ντουνιά
καίει κορμιά που αψηφούνε τα παλιά
Η απόδραση, σελ. 118
Ο Αλέξανδρος, ο “πρωτευουσιάνος” πήγαινε τα καλοκαίρια, Ιούλιο συνήθως, στον τόπο του παππού του, ένα χωριό πλάι στις όχθες μιας λίμνης, στο κέντρο της οποίας υπήρχε ένα νησάκι μια σταλιά. Η παρέα του, πέντε έξι ατίθασοι προέφηβοι, “αγριόπαπιες” κανονικές που ονειρεύονται τη ζωή στα μέτρα που τη θέλουν, που στέκονται στα πόδια τους και θαρρούν πως ο κόσμος τους ανήκει, λεύτεροι σαν ζώα που δεν μπορούν να ζήσουν αλλιώς.
Την ίδια ελευθερία αναζητά η οικογένεια των εξόριστων μουσικών, ο Μάνος, η γυναίκα του η Άννα, τα δυο παιδιά τους, ο εντεκάχρονος Γιώργος, η πεντάχρονη Ελευθερία, που ζουν στο μικρό νησί της λίμνης. Γι’ αυτό αποφασίζουν κάποτε να αποδράσουν από αυτό το μικρό Αλκατράζ που τους έχουν ρίξει. Τους έφερε ένα πρωινό του Σεπτέμβρη ο ενωμοτάρχης και ένας χωροφύλακας και τους απόθεσαν εκεί, με ασύρματο για καθημερινή αναφορά. Ο επίκινδυνος μουσικάντης! Απειλή για το παράξενο καθεστώς!
Στο σχήμα χωριό-εντέκαχρονοι-κάτοικοι χωριού-νησάκι-οικογένεια μουσικών ξετυλίγεται όλο το κουβάρι της ιστορίας. Ο Αλέξανδρος και η παρέα του γίνονται οι καθρέφτες που αντανακλούν την μη κατονομασθείσα ελληνική επαρχία στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν το καθεστώς (δικτατορία) πνέει τα λοίσθια, καθώς τους βλέπουμε να γεύονται την απλότητα αλλά και τα εμπόδια του χωριού, τον τρόπο ζωής που προσφέρει, τις σχέσεις των παιδιών μεταξύ τους, τις μικρές ομορφιές του καλοκαιριού∙ πάμε για καρπούζια, σου λέει, βόλτες στα τσαΐρια. Για σκέψου ομορφιά, ξεγνοιασιά, ένας κόσμος που μόνο στις μικρές επαρχίες συναντάς.
Μέσα σε ένα φορτηγό με καρπούζια και πεπόνια δραπετεύει από το νησάκι η οικογένεια των μουσικών, με τη βοήθεια του Απελευθερωτικού Μετώπου. Ο Αλέξανδρος είδε. Και ξέρει. Και σιωπά. Είναι ο μόνος που ξέρει. Αλλά σύντομα θα ξέρει κι άλλος. Ο ενωμοτάρχης ειδοποιεί τη διεύθυνση χωροφυλακής. Τι κακό μπορούν να κάνουν τα τραγούδια και ένας μουσικός άραγε;
“Είναι αφελείς όσα τα λένε αυτά, κύριε πρόεδρε, και ξέρετε γιατί; Γιατί δεν αντιλαμβάνονται πως το τραγούδι είναι η καλύτερη προπαγάνδα. Καλύτερη από κάθε άλλη. Μπορούν αυτοί οι αγρότες να διαβάσουν ένα βιβλίο; Όχι! Μπορούν να καταλάβουν μία προκήρυξη, μια πολιτική ομιλία; Όχι! Όταν ακούν όμως “είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς, καβάλα πάμε στον καιρό, με τον καιρό, με τη βροχή… και, ακόμα χειρότερα, όταν το τραγουδούν, ξέρετε τι μπορεί να σκεφτούν; Ότι αν ενωθούμε μπορούμε να τα βάλουμε και με την Ασφάλεια και με την κυβέρνηση και με τον βασιλιά, με όλους….” είπε ο κύριος Γεωργαντάς, ο επικεφαλής της ομάδας που είχε καταφθάσει πρωί πρωί στο χωρίο με δύο τζιπ… Τα τραγούδια αυτού του ανθρώπου είναι επικίνδυνα, πολύ πιο επικίνδυνα από κάθε όπλο, γι’ αυτό τα απαγορεύσαμε, γι’ αυτό και στείλαμε τον δημιουργό τους εδώ στο χωριό σας, γι’ αυτόν τον απομονώσαμε στο νησάκι της λίμνης, για να ακούνε τα τραγούδια του μοναχά τα ψάρια και τα βατράχια, κύριε πρόεδρε…”
Στην μικροκοινωνία της εποχής η απόδραση αυτή – είναι άλλωστε και ο τίτλος του πρώτου αυτού βιβλιονείρου της σειράς Αγριόπαπιες του Γιώργου Χατζόπουλου- είναι ένα κομβικό γεγονός που λειτουργεί σαν βότσαλο στη λίμνη. Οι αντιδράσεις και οι σκέψεις έρχονται αλυσιδωτά. Με ποιον να ταχτείς και γιατί; Ποιος είναι ο καλός και ποιος ο κακός; Ποιος έχει το δίκιο και ποιος το άδικο; Γιατί κάποιοι άνθρωποι εξορίζονται και κάποιοι όχι; Τι τους χωρίζει, τι τους συνδέει; Να συνταχθεί με τον παππού του που λειτουργεί ως παράγοντας αναζήτησης των δραπετών μαζί με χωροφύλακες και ασφαλίτες; Να σιωπήσει και να μείνει θεατής σε ένα έργο που δεν καταλαβαίνει πλήρως αλλά περισσότερο διαισθάνεται; Να εμπλακεί; Είναι Βλέπεις και η κόρη της νιόφερτης, δίχως άντρα, δασκάλας, η Βερονίκη με την οποία ξεκινά παρέα αμέσως. Κορίτσι στο χωριό, μήλο της Έριδος. Παιδιά, βλέπεις.
Μουσική και παρέες και ερωτικά σκιρτήματα. Και λέξεις πολιτικές που πρωτοστέκονται στον νου του. Και άνθρωποι που βγάζουν μίσος και αγάπη, χαμόγελο και πόνο. Και φίλοι που αγγέλεται πως χάθηκαν, πόνεσε και κλάψε τώρα. Και μια οικογένεια ενός σπουδαίου μουσικού που δραπετεύει και κρύβεται. Πολλά δε θέλει ο άνθρωπος ο νέος να λάβει και να αρχίσει να δομεί το πρόσωπο και την προσωπικότητά του. Η ουδετερότητα και οι ετερόκλητες πληροφορίες συγκρούονται μέσα του, ώσπου ο Αλέξανδρος έλκεται από το αόρατο νήμα του δικαίου.
Ο Γιώργος Χατζόπουλος είχε δείξει ξεκάθαρα δείγματα του συγγραφικού του ταλέντου και στο Μάζεψε το θάρρος σου, Ανδώ και στο Νι Πι ο τελευταίος πειρατής του Αιγαίου και το νερό της ζωής. Στο πρώτο βιβλίο της σειράς Αγριόπαπιες επιχειρεί να παρουσιάσει μία ατοπική και αχρονική ιστορία. Δίχως να κατονομάζει τόπους και χρονικές περιόδους, δίχως να δίνει ονόματα σε συγκεκριμένα υπαρκτά πρόσωπα, ο συγγραφέας επιχειρεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να υπερβεί το συγκεκριμένο και το οριοθετημένο στον χώρο και τον χρόνο, συνθέτοντας ως εκ τούτου μια ιστορία καθολική και διαχρονική, μια ιστορία ακόμα και πέρα από την ίδια την Ελλάδα.
Αντιστοιχώντας το μικρό χωριό με τη Ζάτουνα Αρκαδίας και τον εξόριστο μουσικό με τον εξόριστο σε εκείνο τον τόπο Μίκη Θεοδωράκη, αντιλαμβανόμαστε ότι τοποθετούμαστε στον τελευταίο χρόνο της Χούντας στην Ελλάδα του Ιουλίου του 1974, λίγο πριν βαρέσουν οι καμπάνες της Κύπρου. «Οι Αγριόπαπιες» δεν είναι ένα βιβλίο για τον Μίκη Θεοδωράκη, είναι όμως ένα βιβλίο εμπνευσμένο από την προσωπικότητα και τη ζωή του. Όπως ο Μίκης κατά τη διάρκεια της δικτατορίας εξορίστηκε μαζί με την οικογένειά του στην ορεινή Ζάτουνα Αρκαδίας, έτσι και στη δική μου ιστορία μια οικογένεια μουσικών ζει εξόριστη σ’ ένα νησί στο μέσο μιας λίμνης», αποσαφηνίζει ο συγγραφέας στο προλογικό σημείωμά του.
Οι κλυδωνισμοί που προκαλεί η εξορία και η ύπαρξη ενός εμβληματικού καλλιτέχνη σε έναν μικρό τόπο γίνονται ορατοί άλλοτε με καθαρότητα και άλλοτε ως δακτύλιοι μιας ταραγμένης από το κεντρικό βότσαλο λίμνης. Ο στο κατώφλι της εφηβείας, Αλέξανδρος, που οσμίζεται τα ιδανικά της ελευθερίας, του δικαίου, η ανάδυση των πρώτων ουσιαστικών πολιτικών σκέψεων στον νου του, η σύνταξή του κάτω από τη σκέπη των καθολικών αυτών αξιών και η αντίθεσή του στον μπαμπούλα της απολυταρχίας είναι ένα αρχετυπικό σχήμα, όχι της λογοτεχνίας, αλλά της ίδιας της ζωής. Στο μεταίχμιο των έντεκα ετών, εκεί που το παιδί αναταράσσεται από τον μισό άντρα-έφηβο, που η ξεγνοιασιά ραγίζει από τις έγνοιες και τη σκληρότητα που βλέπει γύρω του, ο Αλέξανδρος μετεωρίζεται και ζαλίζεται, πέφτει και σηκώνεται, αναζητά τη δική του ταυτότητα, τα πιστεύω που του ταιριάζουν. Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης με την έννοια του βηματισμού προς αυτήν με πιο βίαιο του συνηθισμένου τρόπο, μέσα από αυτό που στο δικό μου μυαλό έχει το όνομα κανονική λογοτεχνία.
Χαρακτήρες απλοί, γήινοι, οικείοι σε όλους όσοι ζήσαμε καλοκαίρια σε χωριό, αποτυπωμένοι σαν πραγματικοί (προ)έφηβοι και όχι σαν fake ενήλικες, με συναισθήματα, με σκέψεις, με αγωνίες και ανησυχίες που ξέρεις, που είχες κι εσύ. Πλήρεις αναδυόμενες προσωπικότητες. Χαρακτήρες που ζουν πλάι στους άλλους, τους δευτερεύοντες χαρακτήρες που υπάρχουν σε κάθε χωριό, σε κάθε μικρό (και μεγάλο) τόπο και μικρόκοσμο, οι οποίοι κι εκείνοι με τη σειρά τους αποτυπώνονται καθαρά και όχι σαν συμπληρωματικές ξεθωριασμένες ανθρώπινες κουκκίδες μιας παλιάς γκραβούρας για να βγει η ιστορία.
Αυτή η εσωτερική αφήγηση και ο πλούτος των εικόνων που αυτή φέρει, με οδήγησαν στην αίσθηση μιας πολύ κινηματογραφικής προσέγγισης. Η ιστορία παίζεται μπροστά σου, ο “Μίκης” περπατά σε απόσταση λίγων μέτρων, τα παιδιά είναι σαν εσένα, τώρα ή κάποτε (αναλόγως του αναγνώστη). Αυτή η ιστορία που στήνει σαν σκηνικό ο συγγραφέας είναι μια Ελλάδα που σχεδόν έχει σβήσει πια∙ παιδιά που μαζεύονται τα καλοκαίρια στα χωριά των γονιών και των παππούδων τους και παίζουν μαζί και ανακαλύπτουν και ψήνονται μέσα από τις τριβές και κάνουν επιπολαιότητες και εφηβικές σαχλαμάρες που τα γεμίζουν γέλιο και αυτοπεποίθηση με φόντο λιβάδια, πρασινάδες, χωράφια, δάση, χαμηλά σπίτια και χαμηλού προφίλ ανθρώπους. Μια Ελλάδα που σβήνει καθώς σβήνουν οι αγρότες, οι παλιές, παραδοσιακές ασχολίες, καθώς όλοι, φωτισμένοι από τη σοφία των κινητών μας αποικίσαμε τις πόλεις και τα μεγάλα αστικά κέντρα και φτιάξαμε μεγάλους φάρους που κοιτάζουν την σκοτεινιά των ερημωμένων χωριών.
Είναι μια καθαρή σέπια φωτογραφία με μια δική της εσωτερική ένταση και κίνηση που κερδίζει το ενδιαφέρον του αναγνώστη.
Στο Εισαγωγικό σημείωμα ο συγγραφέας αποσαφηνίζει κάτι που πολλοί πιστεύουμε:
“Ο Μίκης Θεοδωράκης δε μοιάζει με πραγματικό άνθρωπο και η ζωή του δεν είναι μία πραγματική ανθρώπινη ζωή. Είναι ένα φανταστικό πρόσωπο βγαλμένο από τα όνειρα, τους πόθους και τους καημούς της «ρωμιοσύνης», όπως την ορίζει ο Ρίτσος, ο Ελύτης, ο Σεφέρης, και πιστεύω πως, αν ζούσαμε ακόμη στα χρόνια του Βυζαντίου, ο λαϊκός ραψωδός θα είχε πλάσει κάποιον ήρωα σαν τον Διγενή Ακρίτα με τα χαρακτηριστικά του Μίκη”
Σε τριακόσια χρόνια, ο Μίκης, ο Ελύτης και οι άλλοι θα είναι κάτι σαν δωδεκάθεο και θρησκεία στη συλλογική συνείδηση, με τον Μίκη μάλλον στη θέση ενός Δία.
Για αναγνώστες από 11 περίπου ετών.
Εκδόσεις Πατάκη.
Διακρίσεις
Με μια ματιά
- Ο Γιώργος Χατζόπουλος στο πρώτο βιβλίο της σειράς Αγριόπαπιες επιχειρεί να παρουσιάσει μία ατοπική και αχρονική ιστορία. Δίχως να κατονομάζει τόπους και χρονικές περιόδους, δίχως να δίνει ονόματα σε συγκεκριμένα υπαρκτά πρόσωπα, ο συγγραφέας επιχειρεί κατ’ αυτόν τον τρόπο να υπερβεί το συγκεκριμένο και το οριοθετημένο στον χώρο και τον χρόνο, συνθέτοντας ως εκ τούτου μια ιστορία καθολική και διαχρονική, μια ιστορία ακόμα και πέρα από την ίδια την Ελλάδα. Αντιστοιχώντας το μικρό χωριό με τη Ζάτουνα Αρκαδίας και τον εξόριστο μουσικό με τον εξόριστο σε εκείνο τον τόπο Μίκη Θεοδωράκη, αντιλαμβανόμαστε ότι τοποθετούμαστε στον τελευταίο χρόνο της Χούντας στην Ελλάδα του Ιουλίου του 1974, λίγο πριν βαρέσουν οι καμπάνες της Κύπρου.
- Στο μεταίχμιο των έντεκα ετών, εκεί που το παιδί αναταράσσεται από τον μισό άντρα-έφηβο, που η ξεγνοιασιά ραγίζει από τις έγνοιες και τη σκληρότητα που βλέπει γύρω του, ο Αλέξανδρος μετεωρίζεται και ζαλίζεται, πέφτει και σηκώνεται, αναζητά τη δική του ταυτότητα, τα πιστεύω που του ταιριάζουν. Ένα μυθιστόρημα ενηλικίωσης με την έννοια του βηματισμού προς αυτήν με πιο βίαιο του συνηθισμένου τρόπο, μέσα από αυτό που στο δικό μου μυαλό έχει το όνομα κανονική λογοτεχνία.
Το Soundtrack του βιβλίου
Αντώνης Καλογιάννης – Είμαστε δυο
Ο γιος μου είναι εννιά χρονών- ΠΕΤΡΟΣ ΠΑΝΔΗΣ ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ
Ω βουνά – Πέτρος Πανδής (2007) – SUBTITLES
Peppermint OST – 10 H Mousikh Tou Trenou (Titloi Telous)
Everly Brothers – Bye Bye Love
TAYTOTHTA | |
---|---|
Τίτλος: | Η απόδραση: Όνειρο πρώτο |
Σειρά: | Σειρά: Αγριόπαπιες (Συλλογή Κύκνοι 101) |
Συγγραφέας: | Γιώργος Χατζόπουλος |
Εικονογράφηση εξωφ: | Θέντα Μιμηλάκη |
Εκδόσεις: | Πατάκη, Νοέμβριος 2021 |
Επιμέλεια-Διορθώσεις: | Αντωνία Κιλεσσοπούλου |
Σελιδοποίηση: | Αλέξιος Δ. Μάστορης |
Σελίδες: | 200 |
Μέγεθος: | 14 Χ 21 |
ISBN: | 978-960-16-9211-1 |