Τρεις ιστορίες για τις λέξεις
που λιώνουν τους πάγους
για να συναντηθούμε με την Άνοιξη.
Είμαι από μια ιστορία
Ήταν κάποτε μια ιστορία που δεν είχε κανέναν να την ακούσει. Τίποτα δεν της έλειπε. Είχε δάσος, αγριεμένη θάλασσα, δρόμο μακρύ, κι ένα θαρραλέο αγόρι με σιδερένια παπούτσια. Κι απόφαση το πήρε τότε, πριν χάσει το λιγοστό θάρρος του να κάνει ένα ταξίδι, σε χωριά και πολιτείες, να βρει ανθρώπους που ακούνε ιστορίες.
Η πρώτη πολιτεία που συνάντησε ολάκερη από γυαλί και σίδερο, μα δέντρο πουθενά. Δηλαδή είχε… ζωγραφισμένα πάνω στους τοίχους των σπιτιών, μα ήταν αλλιώτικα τούτα τα δέντρα, δεν είχαν ούτε κορμό, ούτε κλαδιά και φύλλα, έστεκαν ακίνητα. Οι άνθρωποι δούλευαν ασταμάτητα μέσα σε γυάλινα κτίρια, χωρίς καν να μιλάνε, σταματούσαν μόνο για να φάνε ή να πιούνε κάτι ,μετρούσαν τις θερμίδες σαν ένα παιχνίδι που γνώριζαν καλά, έτρωγαν παγωτό μηχανής σε πλαστικό χωνάκι. Τι είχαν πάθει οι άνθρωποι κι έχασαν την επικοινωνία μεταξύ τους. « Ε! Εσείς έχω μια ιστορία, να σας πω μια ιστορία;»
Η δεύτερη πολιτεία ήταν τσιμεντένια, πίσσα και άσφαλτος, δρόμοι με αυτοκίνητα και καυσαέριο, άνθρωποι πανικόβλητοι να προλάβουν, μ’ ένα ρολόι στο χέρι, με μια βιάση πουλί στον ώμο. Ρολόγια παντού σ’ αυτήν την πολιτεία, ακόμη και πάνω στα λιγοστά δέντρα. Γιατί τούτη η πολιτεία είχε λίγα δέντρα. Το αγόρι τρόμαξε με τόσο θόρυβο και φασαρία, φώναξε με όλη του τη δύναμη. Ήθελε τόσο να πει την ιστορία του όμως κανείς δε φαινόταν να καταλαβαίνει κάτι περισσότερο από ρολόγια που… έτρεχαν.
Η τρίτη πολιτεία ήταν γεμάτη κεραίες και καλώδια. Κι οι άνθρωποι ζωσμένοι με καλώδια ήταν. Μόνοι τους μιλούσαν, στον αέρα. Με φαντάσματα μιλούσαν, με αόρατους πιάνονταν χέρι χέρι. Το αγόρι έφυγε τρέχοντας να πάρει καθαρό αέρα. Έγειρε κατάκοπος να ξεκουραστεί. Ξύπνησε με φωνές παιδιών που έπαιζαν το παιχνίδι «Δεν περνάς κυρά – Μαρία…» σίγουρα ήταν στο σωστό μέρος . Περπάτησε ως τα κόκκινα περιβόλια και συνάντησε ανθρώπους που ήθελαν ν’ ακούσουν την ιστορία του. “Είμαι από μια ιστορία”, τους είπε. Μικροί και μεγάλοι κάθισαν τριγύρω του ν’ ακούσουν. Και κανείς δε βιαζόταν. Και ρολόγια δεν είχαν. Κι ένα κορίτσι ανάμεσά τους σιγοτραγουδούσε ένα παιδικό τραγούδι που μάγεψε το αγόρι με την ομορφιά του. Κι ιστορία έγινε πέρα για πέρα αληθινή σαν οι καρδιές ακούμπησαν η μια την άλλη. Και λένε πως αυτοί οι δυο δε χώρισαν ποτέ.
Δώδεκα μποφόρ
Ο κύριος Παύλος έχει ένα παράξενο εμπόρευμα. Πουλάει λέξεις. Λέξεις μικρές ή μεγάλες, ασπρόμαυρες ή χρωματιστές, λέξεις για να διαλέξεις σε κάθε περίσταση. Αυτή είναι η ασχολία του, να μαζεύει λέξεις από γη, ουρανό στεριά και θάλασσα και να τις αποθηκεύει με μεγάλη προσοχή. Τρανός πωλητής σ’ όλη την πολιτεία κι ακόμη παραπέρα. Κόσμος πολύς απέξω, να πουλά δεν προλαβαίνει.
“Σήμερα θα μου δώσεις λέξεις χρωματιστές. Έχω γενέθλια, θέλω να τις κεράσω”, του λέει ένας. Κι ο καιρός περνά. Κι όλα πάνε ρολόι στο εργαστήρι του κύριου Παύλου. Κάθε ερωτοχτυπημένος γεμίζει τις τσέπες με λέξεις για το κορίτσι που θα ερωτευτεί. Κι έτσι οι λέξεις πλήθαιναν. Κι έτσι οι άνθρωποι μιλούσαν και φίλοι γίνονταν και παιχνίδια έπαιζαν, λεξιπαίχνιδα.
Και πολύ κράτησε αυτό και ακόμα περισσότερο θα κρατούσε αν μια μέρα ένας φοβερός άνεμος δεν φυσούσε με μανία και όλα τα σάρωνε. Και μια καινούργια λέξη τους τρόμαξε για τα καλά: μποφόρ! Οι άνθρωποι τώρα μιλούσαν μόνο για τα μποφόρ που είχαν ανατρέψει ολόκληρη τη ζωή τους. Μποφόρ εδώ, μποφόρ εκεί, μποφόρ τους έκλεισαν στα σπίτια τους να περιμένουν, μάραναν τα περβόλια, έσπασαν τα δέντρα, μαράζωσαν τα πάντα κι απελπισία φυσούσε πολλά μποφόρ παντού.
Το καθήκον του κύριου Παύλου υπαγορεύθηκε από μόνο του. Έπρεπε λέξεις να ελευθερώσει. λέξεις που είχε καιρό φυλαγμένες καλα: λαίλαψ, θύελλα, βοριάς, τυφώνας, τραμουντάνα. Στρατός μοναδικός κι ανίκητος οι λέξεις του κύριου Παύλου. Μαζί τους ποιος να τα βάλει; Και κόπασε ο άνεμος κι οι άνθρωποι ξεθάρρεψαν, ξεπόνεσαν κι από τα καβούκια τους βγήκαν. Κι άρχισαν πάλι τα παιχνίδια με τις λέξεις: παροιμίες, αινίγματα, στιχάκια, γλωσσοδέτες.
Άμπερ φάμπερ βγε
Σε πολιτεία μακρινή παράξενο συνέβη. Ήρθε ο χειμώνας κι έφυγε όμως η Άνοιξη να ‘ρθει δεν έλεγε. Αχτίνα ήλιου πουθενά κι οι άνθρωποι λυπημένοι και σκεφτικοί. Ώσπου μια μέρα ένας σοφός γέρος που περνούσε από εκεί τους είπε ότι η Άνοιξη βρήκε στο δρόμο της ένα σκοτωμένο πουλί και από τη λύπη της, κλείστηκε μέσα στο καστρόσπιτό της και πέταξε το κλειδί. Ποιος θα την ελευθερώσει και θα βρει το κλειδί για να της ανοίξει; “Οι πόρτες δεν ανοίγουν με κλειδιά αλλά με λέξεις, λόγια”, συμπλήρωσε ο γέρο σοφός. Και μάλιστα λέξεις και λόγια ταιριαστά που να γίνονται τραγούδι.
Πρώτοι επιχείρησαν οι μορφωμένοι. Στάθηκαν έξω από το καστρόσπιτο μα όσες λέξεις κι αν είπαν, τραγούδι σωστό δε μπόρεσαν να φτιάξουν. Ύστερα πήγαν οι νέοι της πόλης. Κάτι πήγαν να κάνουν αυτοί αλλά λίγα πράγματα άλλαξαν, ένα τόσο δα μικρό φως φάνηκε. Και πιο μετά πήγαν οι γυναίκες που ήξεραν λόγια όμορφα, παλιά, από τις μανάδες και τις γιαγιάδες τους. Έφυγε κάμποση λύπη από τα σωθικά της Άνοιξης και κάτι άρχισε να πρασινίζει εναγύρω. Μα ακόμα τα πράγματα δεν άλλαζαν όσο χρειαζόταν.
Πέρασε καιρός. Και κάποτε ξεμάκρυναν παιδιά που παίζανε κρυφτό από τη γειτονιά τους. Κι ένα τραγούδι γνωστό ακούστηκε:
Άκατα μάκατα σούκουτου μπε,
άμπερ φάμπερ ντομινέ
άκατα μάκατα σούκουτου μπε,
άμπερ φάμπερ βγε!
… και μια Άνοιξη σαν καμιά εφάνη.
Η δύναμη των λέξεων, ο παλιός, ολόχρυσος θρόνος της αφήγησης, τα παιχνίδια με τις λέξεις, εκείνα τα παλιά όταν δεν υπήρχαν οθόνες αλλά το “μαζί” κι η γειτονιά μέχρι αργά. Η Χριστίνα Φραγκεσκάκη ζωντενεύει έναν ολόκληρο κόσμο που προλάβαμε και ζήσαμε και σήμερα μας μοιάζει τεμαχισμένος. Μα αν θες να τον βρεις υπάρχει.
Λόγος ποιητικός, γραφή σα να αφηγείται το παραμύθι πλάι σου, σα φροντισμένος προφορικός λόγος αφήγησης που αν προσπαθήσεις λίγο ακόμη θαρρείς θα ακούσεις τη φωνή μιας παραμυθούς, μιας παλιάς γιαγιάς να στη λέει. Λέξεις όμορφες, εικόνες και χρώματα, μυρωδιές και καταστάσεις. Οι άνθρωποι με τις λέξεις, οι άνθρωποι δίχως αυτές.
Βιβλίο εξόχως συγκινητικό, ιδιαιτέρως καλογραμμένο, με την λογοτεχνία στα καλύτερά της μονοπάτια. Άνευ ηλικιακού τάργκετ γκρουπ και αυτό το βιβλίο της συγγραφέως. Γιατί οι ιστορίες δεν έχουν σύνορα.
Η Μάρια Μπαχά με μαυρόασπρες εικόνες αναδεικνύει μικρές λεπτομέρειες από τις ιστορίες, σκόρπιες λέξεις και γράμματα, αφήνει ένα αποτύπωμα παλιού, μια νοσταλγία που περπατά πλάι στο κείμενο. Το εξώφυλλο παίζει με τον τίτλο ενώ ιδιαίτερη έμφαση δίδεται στο οπισθόφυλλο με έντονα χρώματα και την Άνοιξη να μοσχοβολάει από εκεί ήδη.
Μέσα στην τάξη:
Κάθε μια ιστορία ξεχωριστά μπορείς να την αφηγηθείς, να τη διαβάσεις, να την τραγουδήσεις, να παίξεις λεξοπαίχνιδα αλλά και να την δραματοποιήσεις στην τάξη. Εικόνες πλημμυρίζουν το νου και αναπηδούν χρώματα και αρώματα σαν σε πίνακα ζωγραφικής του Μονέ, οι παπαρούνες μοιάζουν με κοπέλες με πράσινα φορέματα και κόκκινες ομπρέλες. Η λαϊκή παράδοση συναντά το παραμύθι και πλέκει τις λέξεις και φτιάχνει ένα ρυθμικό μοτίβο που σε κάνει να ατενίζεις με αισιοδοξία το μέλλον. Οι λέξεις κρύβουν μέσα τους τη δύναμη που θα κάνει τους ανθρώπους να ξυπνήσουν από το λήθαργο, να σταματήσουν να κυνηγούν το χρόνο, να μπορέσουν να νιώσουν συναισθήματα, να επικοινωνήσουν…
-Φτιάξτε το δικό σας πρωτότυπο λάχνισμα. Θα το χρησιμοποιείτε κάθε φορά που θέλετε να επιλέξετε κάποιον ή στα παιχνίδια σας. Τα μεσημέρια της αποχώρησης μου αρέσει ένα μικρό τραγουδάκι σα λάχνισμα που θαρρώ είχα ακούσει από τη φίλη Ράνια. Έλεγε:
“Μ’ α-γα-πάς
σ’ α-γα-πώ
θέ-λ’ αλή-θεια να σου πω
μι’ α-γκα-λιά κι έ-να φι-λά-κι σου γλυ-κό.”
Εκτός του ότι μόλις πω το περίφημο “μπουφ” τα μαζεύει σε χρόνο dt στην ολομέλεια (παρεούλα), εκτός του ότι τα γοητεύει η λιτότητά του, περιμένουν και ποιος θα κερδίσει κάθε μέρα (δύο βγάζουμε και φροντίζουμε να κερδίζουν σταδιακά όλοι, σικέ το πράγμα, αφήστε το).
Μπορείτε να φτιάξετε το δικό σας. Αυτά τα λαχνίσματα και τα τραγούδια έχουν κάτι μαγικό, κάτι λεξομαγικό από μόνα τους μέσα τους.
-Φτιάξτε όλοι μαζί το τραγούδι με το οποίο θα φέρετε την άνοιξη στο σχολείο σας (ή το καλοκαίρι για να γίνουμε πιο επίκαιροι). Ένα τραγούδι που θα του δώσετε έναν γνωστό ή έναν δικό σας ρυθμό.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: |
Άμπερ φάμπερ βγε!
|
Συγγραφέας: | Χριστίνα Φραγκεσκάκη |
Εικονογράφηση: | Μάρια Μπαχά |
Εκδόσεις: | Πατάκη, 2015 |
Σελίδες: | 80 |
Μέγεθος: | 12,5 Χ 18,5 |
ISBN: | 978-960-16-5611-3 |