Αρχή του παραμυθιού καλησπέρα σας κι όμορφη να ‘ναι η μέρα σας…
Ήταν μια φορά και έναν καιρό ένας φτωχός ψαράς κι όλη τη νύχτα πάλευε με την πετονιά του να πιάσει ψάρι και ψάρι δεν στεκότανε στ’ αγκίστρι του. Και η νύχτα περνούσε και η αυγή εζύγωνε και το αγκίστρι έριξε ξανά κι άρχισε από από μέσα του να λέει:
«Ω, Θεέ μου, δυστυχία! Σήμερα θα πεθάνουν τα παιδιά μου απ’ την πείνα».
Η πετονιά κουνήθηκε, ψάρι, φαίνεται, πιάστηκε στ’ αγκίστρι. Το τραβά έξω να δει μα… ήταν ένα ψαράκι χρυσό μονάχα. Κάνει να το βγάλει από τ’ αγκίστρι μα ακούει μια φωνή να του λέει:
«Το ψαράκι το χρυσό, ρίξε αμέσως στο γιαλό, και αμέσως αχ ψαρά μου, στη ζωή θα ιδείς καλό».
«Ε, να το ρίξω! Έτσι κι αλλιώς δεν θα μου κάμει τίποτε ένα ψαράκι».
Και το ‘ριξε στη θάλασσα. Κι αμέσως ακούει πάλι την ίδια φωνή να του λέει:
– Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
– Θέλω να πάω στο σπίτι μου και να το βρω ψωμιά και φαγητά γιομάτο.
Γυρνάει σπίτι του και πράγματι όλα τα βρήκε όπως τα ζήτηξε στη φωνή. Κι αμέσως είπε όλη την ιστορία στη γυναίκα του.
– Αχ, του λέει αυτή, αντί να ζητήξεις, τίποτε καλό, ζήτησες ψωμιά και φαγητά;
– Ε, καλά, της λέγει αυτός. Αν το ξαναπιάσω, τι θέλεις να του ζητήξω;
– Χρυσά παλάτια να ζητήξεις!
Κι έφυγε ο καημένος και πήγε κι έριξε ξανά την πετονιά κι έπιασε πάλι το χρυσόψαρο. Έκανε να το βγάλει πάλι απ’ τ’ αγκίστρι και άκουσε τη φωνή:
«Το ψαράκι το χρυσό, ρίξε αμέσως στο γιαλό, και αμέσως αχ ψαρά μου, στη ζωή θα ιδείς καλό».
Το έριξε, κι άκουσε πάλι τη φωνή:
– Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
– Θέλω να πάω πίσω σπίτι μου και να βρω στη θέση του παλάτια.
Πάει στο σπίτι του και τι να δει; Παλάτια αριστοκρατικά, μες στα χρυσάφια!
– Αχ, του λέει η γυναίκα του, να πας πίσω να το ξαναπιάσεις και να του ζητήξεις συ να γίνεις βασιλιάς κι εγώ βασίλισσα.
Κι επήγε πάλι ο φτωχός ψαράς κι έριξε πάλι την πετονιά του και το χρυσόψαρο πιάστηκε ξανά στ’ αγκίστρι του κι άκουσε τότε πάλι τη φωνή.
– Τι καλό θέλεις να σου κάμω;
– Θέλω να πάω πίσω και να ‘μαι εγώ ο βασιλιάς και βασίλισσα η κερά μου.
Και γύρισε πίσω. Μα τι να ιδεί; Μια καλύβα όπως πρώτα, και τα παιδιά του πεινασμένα. Και τη γυναίκα του στη γωνιά της ζαρωμένη.
Το παραμύθι έχει καταγράψει ο σπουδαίος Έλληνας λαογράφος και καθηγητής Γεώργιος Α. Μέγας στο δίτομο Ελληνικά Παραμύθια, Εκλογή Γ.Α. Μέγα, εκδ. Ι.Δ.Κολλάρος και Σια, με εικόνες των Φώτη Κόντογλου και Ράλλη Κοψίδη.