Το παραμύθι προέρχεται από τη Γεωργία της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και κακώς το λέμε ρώσικο. Αλλά ως όψονται οι συνήθειες. Έχει γνωρίσει αρκετές διασκευές, εκδόσεις και αφηγήσεις. Απομακρύνει το μύθο του κακού φιδιού και επαναφέρει το θέμα στη σωστή του διάσταση: οι άνθρωποι είναι κακοί αλλά και τόσο ικανοί να αλλάξουν.
Παραμύθι θα σας πω, ρώσικο, φανταστικό
μαζευτείτε όλοι εδώ, να μη χάσουμε λεπτό!
Πολλά χρόνια πριν, σε μια χώρα λίγο μακριά από εδώ αλλά και λίγο κοντά, ζούσε ένα δίκαιος βασιλιάς που πολλοί τον αγαπούσαν κι άλλοι τόσοι τον εκτιμούσαν.
Μια νύχτα, φεγγάρι δε ξέρω αν είχε βγει, όνειρο είδε που τον τρόμαξε πολύ.
Μια αλεπού κρεμόταν, λέει, με την ουρά της πάνω από το κρεβάτι του. Ξύπνησε ιδρωμένος και τους συμβούλους του φώναξε κάπως τρομαγμένος. Τι σημαίνει να του πει κανείς δε ξέρει! Βγάλτε ντελάλη στο δρόμο να φωνάξει, αν χρειαστεί να τσιρίξει. Κάποιος πρέπει να βρεθεί το όνειρο να εξηγήσει. “Ακούσατε, ακούσατε”, φώναξε ο ντελάλης στην πολιτεία. “Χίλια χρυσά φλουριά ο βασιλιάς θα δώσει, σ’ όποιον τι σήμαινε το όνειρο θα ‘ρθει για να του φανερώσει.
Πολλοί το άκουσαν μα κανείς δεν ήξερε όνειρα να εξηγεί, καλά καλά δεν έβλεπαν κιόλας. Μα ένας χωρικός φτωχός είχε μια έξυπνη ιδέα: “θα πάω στο φίλο μου που μένει στην άκρη του χωριού να μου το εξηγήσει”. Δρόμο παίρνει, δρόμο αφήνει, έφτασε στο σπίτι του φίλου του που δεν ήταν άλλος από ένα λυγερό φίδι. “Το και το”, του λέει. “Μήπως ξέρεις τι συμβαίνει κι η αλεπού με την ουρά της κρέμεται και περιμένει;”, ρώτησε το φίδι.
“Μπορώ να σε βοηθήσω”, του είπε, “μα θα μου δώσεις τα μισά χρυσά φλουριά”. Συμφώνησε ο χωρικός, αν μπορούσε ας έκανε κι αλλιώς.
“Είναι ψευτιά η αλεπού και μεγάλη κακία μες το βασίλειο του τρανού του βασιλιά. Να φύγει πρέπει, να κοπεί κι η αλεπού να εκδιωχθεί”.
Πάει ο χωρικός στο βασιλιά, του εξηγεί με επιτυχία το όνειρο, παίρνει δώρο τα φλουριά και φεύγει. Μα ξέχασε γρήγορα την υπόσχεσή του και στο φίδι δεν πήγε να δώσει τα μισά φλουριά.
Περνά ο καιρός και τόσος κι άλλος τόσος κι ο βασιλιάς ο αγαπητός είδε καινούριο όνειρο. Πάνω από το κρεβάτι του δεν είχε αλεπού, μα ένα σπαθί γυμνό, γυαλιστερό, κρεμόταν και λαμπύριζε πάνω απ’ το κεφάλι του.
“Βρες μου εκείνον τον χωρικό”, είπε στον πρώτο σύμβουλο που βρήκε μπρος του. Ευρέθη ο χωρικός, πήγε στο φίδι και του υποσχέθηκε ξανά πως θα του δώσει τα μισά χρυσά φλουριά.
“Ναι, αλλά την άλλη φορά με γέλασες”, του είπε το φίδι. “Ας είναι όμως! Πες στο βασιλιά λοιπόν ότι το γυμνό σπαθί είναι πόλεμος και προδοσία ξεκινά μέσα από το παλάτι του.”
Τρέχει ο χωρικός στο παλάτι, εξηγεί στο βασιλιά το όνειρο και ξανά ο βασιλιάς του δίνει χίλια φλουριά και ακόμα πιο πολλά δώρα. Μα ο χωρικός ξέχασε ξανά να πάει στο φίδι όπως του είχε υποσχεθεί.
Και ξαναπέρασε καιρός, όχι πολύς, μα ούτε μικρός κι ήρθε το φίδι τούτη τη φορά στο χωρικό και του γύρεψε τα χρωστούμενα. “Ήρθα να πάρω το μερτικό που μου χρωστάς”, του είπε. “Καλά έκανες κι ήρθες”, του είπε ο χωρικός. “Έλα να στα δώσω”
Πλησίασε το φίδι, τραβά μαχαίρι ο χωρικός και πάει να το σκοτώσει. Μα τελικά δεν πέτυχε παρά λιγάκι την ουρά του. Έφυγε και σε ένα βράχο κρύφτηκε να ζήσει.
Μα ο βασιλιάς δεν άφησε να ξεχαστεί η ιστορία. Είδε και τρίτο παράξενο όνειρο και ζήτησε ξανά το χωρικό να του το εξηγήσει.
“Πως να πάω στο φίδι”, φυσούσε και ξεφυσούσε ο χωρικός! “Αλλά αν δεν εξηγήσω στο βασιλιά το όνειρο, θα με τιμωρήσει…Θα πάω και συγνώμη θα του ζητήσω”.
Βρίσκει το φίδι με κόπο μεγάλο. “Συγχώρα με για ο,τι σου έκανα. Αυτή τη φορά σου υπόσχομαι πως θα γίνει ο,τι συμφωνήσαμε”.
“Τι όνειρο είδε ο βασιλιάς;”, τον ρώτησε το φίδι.
“Είδε αρνί να κρέμεται πάνω απ’ το κρεβάτι του. Αρνί ήσυχο που δε βελάζει”
“Πήγαινε στο βασιλιά και πες του ότι δε χρειάζεται να ανησυχεί για τίποτα. Ειρήνη και τάξη βασιλεύουν στην πολιτεία του κι όλα είναι ήσυχα όπως ένα αρνί που δε βελάζει.”
Και πήγε ο χωρικός και το όνειρο είπε και χρυσά φλουριά και δώρα πήρε από το βασιλιά. Κι αυτή τη φορά κίνησε να πάει να βρει το φίδι.
“Ήρθα όπως σου υποσχέθηκα. Πες μου που να σου αφήσω τα φλουριά σου;”,ρώτησε ο χωρικός το φίδι.
“Δε θέλω φλουριά”, του είπε το φίδι. “Και καθόλου κακία δε σου κρατώ για ο,τι έγινε. Δε φταις εσύ άλλωστε. Τον καιρό που όλος ο κόσμος ήταν ψεύτης και κλέφτης, ήσουν κι εσύ: μου είπες ψέματα και με έκλεψες. Την άλλη φορά, όταν ο πόλεμος πλησίαζε και οι προδότες ήταν μέσα στο παλάτι, τράβηξες το μαχαίρι σου να με σκοτώσεις. Τώρα που όλοι έγιναν καλοί κι ευγενικοί, άλλαξες κι εσύ κι ήρθες να μου δώσεις το μερτικό μου. Έτσι κάνει η αγάπη: φτιάχνει τις καρδιές των ανθρώπων. Γι’ αυτό δε θέλω τίποτα. Πήγαινε στο σπίτι σου και ζήσε ευτυχισμένος”, του είπε το φίδι και χώθηκε μέσα στο βράχο του.
Θαρρώ ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς ελπίζω καλύτερα…