“Μαμά, βαριέμαι”
Κουδουνίζει στα αυτιά μας, παίζει πιάνο το αυτί μας πολλές φορές, αλλά τα καλοκαίρια πάμε για διάτρηση τυμπάνου με αυτή τη φράση.
Μετά το κλείσιμο των σχολείων, κουβαλώντας κι εμείς την κούραση της χρονιάς πριν τις μικρές ή μεγαλύτερες διακοπές μας, το “μαμά βαριέμαι” πολλαπλασιάζεται. Γιατί όμως συμβαίνει αυτό;
Οι νέες μαμάδες και το τάμπλετ στην ταβέρνα
Ένας λόγος είναι ότι οι νέες μαμάδες έχουμε μπει σε μια κατάσταση να κρατάμε πάντοτε τα παιδιά μας απασχολημένα με κάτι, πάντοτε κάνοντας κάτι που δεν τα αφήνει ακίνητα να κοιτούν το ταβάνι. Αυτό είναι εντελώς λάθος. Πάρτε μια γνώριμή σας εικόνα: μια οικογένεια στην ταβέρνα, τα δυο παιδιά έχουν τελειώσει το φαγητό τους και ασφαλώς… παίζουν το καθένα στο τάμπλετ του το παιχνίδι του. Αυτά τα δύο παιδιά, που “δεν βαριούνται” δήθεν αφού τώρα απασχολούν το μυαλό τους με κάτι, υπάρχει περίπτωση:
– να μιλήσουν μεταξύ τους;
-να παίξουν μεταξύ τους;
-να κοιτάξουν ή να γνωρίσουν το παιδί του διπλανού τραπεζιού;
-να παρατηρήσουν την τρύπια καλαμωτή της ταβέρνας απ’ όπου φαίνεται το φεγγαράκι;
-να φέρουν μια βόλτα στα βότσαλα της θάλασσας δίπλα από την ταβέρνα μαζεύοντας ένα που μοιάζει με πολύτιμο πετράδι;
-να επινοήσουν οτιδήποτε ή να σκεφτούν κάτι διαφορετικό από ό,τι θα τους επέτρεπε εκείνος ο παράξενος που κυνηγούν στο παιχνίδι του τάμπλετ τους;
Η πλήξη είναι πολλές φορές ευεργετική καθώς ενεργοποιεί τη φαντασία, τη δημιουργικότητα, το διαφορετικό, το ασύμμετρο μέσα μας. Αν δεν υπήρχαν τέτοιες στιγμές πλήξης δε θα είχε ανακαλυφθεί το μπάσκετ από τον καθηγητή για να μην βαριούνται οι φοιτητές του ή δεν θα ανακάλυπτα εγώ τα τζιτζίκια πάνω στους κορμούς τα μεσημέρια που βαριόμουν οικτρά καθώς όλοι κοιμόντουσαν κι εγώ έπρεπε να κάνω και ησυχία από πάνω.
Η πλήξη είναι μια ευκαιρία για ένα παιδί
Το 1993, ο ψυχαναλυτής Άνταμ Φίλιπς στο On Kissing, Tickling and being bored έγραφε ότι η “η ικανότητα του να βαριέται ένα παιδί αποτελεί στάδιο της ανάπτυξής του και η πλήξη αποτελεί μία ευκαιρία ώστε να συλλογιστεί τη ζωή. Η άποψη των ενηλίκων ότι το παιδί θα πρέπει διαρκώς να απασχολείται είναι πέρα για πέρα λανθασμένη και απόλυτα καταπιεστική”.
Ο Φίλιπς όμως δεν ήταν ασφαλώς ο πρώτος που ασχολήθηκε με τη βαρεμάρα. Αυτή είχε απασχολήσει πολλές δεκαετίες πριν τους ψυχολόγους και φιλοσόφους. Ο φιλόσοφος Μπέρτραντ Ράσελ στο The Conquest of hapiness (Η κατάκτηση της ευτυχίας) έγραφε στο κεφάλαιο 4 (Boredom and excitement) από το 1930, για την αξία της πλήξης ως παράγοντα της ανθρώπινης συμπεριφοράς και ως μεγάλη κινητήρια δύναμη σε όλη την ύπαρξη του ανθρώπου αλλά και των ζώων.
‘Όταν κάποιος πηγαίνει πίσω, στο παρελθόν, η πλήξη γίνεται ακόμη χειρότερη. Φανταστείτε τη μονοτονία του χειμώνα σε ένα μεσαιωνικό χωριό. Άνθρωποι δεν μπορούσαν να διαβάσουν ή να γράψουν, είχαν μόνο κεριά για φως μετά το σκοτάδι, οι δρόμοι ήταν πρακτικά αδιάβατοι, έτσι ώστε ένας σχεδόν ποτέ δεν είδε κανέναν από άλλο χωριό”.
Εμείς βαριόμαστε πολύ λιγότερο από τους προγόνους μας, καθώς έχουμε πλήθος τεχνολογικών επιτευγμάτων και ερεθισμάτων στην υπηρεσία μας, αλλά και… φοβόμαστε πολύ περισσότερο την πλήξη. Φοβόμαστε όταν βαριόμαστε, θέλουμε να ενθουσιαζόμαστε διαρκώς. Και έχουν γίνει και τα παιδιά μας έτσι.
Τι συμβαίνει όταν δεν αφήνω το παιδί μου να “βαριέται” ποτέ;
Και ποιο είναι το αποτέλεσμα; Παιδιά που δεν εξερευνούν, που δεν πειραματίζονται, που δεν δοκιμάζουν και δεν αποτυγχάνουν. Παιδιά που είναι διαρκώς απασχολημένα και πάντοτε απασχολούν το βλέμμα τους και τα χέρια τους με κάτι. Είναι σαν ένα παιδί που πηγαίνει στο λούνα παρκ και δεν στέκεται ποτέ να κοιτάξει κάτι, να δει πως γυρίζει η ρόδα, παρά μόνο πηγαίνει από το ένα παιχνίδι στο άλλο, μέχρι να τελειώσουν όλα και τότε να… νιώσει ξανά βαρεμάρα!
Και αργότερα; Όταν μεγαλώνει αυτό το παιδί τι συμβαίνει; Ο ενήλικας αυτός αναζητά έντονες συγκινήσεις. Πρέπει πάντα να είναι απασχολημένος με κάτι. Αν δεν βρει τον ενθουσιασμό στη ζωή του, θα τον αναζητήσει σε υποκατάστατα ή σε αγχωτικές καταστάσεις, ακόμα και σε εξτρίμ επιλογές στην προσωπική του ζωή.
Όχι! Δεν σας λέω να αφήσετε το παιδί σας να βαριέται για να μην πέσει στα ναρκωτικά στα 18 του. Σας λέω με όλα αυτά:
- να μην αγιοποιείτε την υπερδραστηριότητα των παιδιών σας αλλά και
- να μην φοβάστε την περιστασιακή βαρεμάρα τους
Τι κάνω τελικά όταν μου λένε “μαμά, βαριέμαι;”
- Καταρχάς δίνω αξία στη δήλωσή τους.
Εγώ όταν έλεγα στη μάνα μου ότι βαριέμαι μου έλεγε “τράβα παίξε παραπέρα γιατί εδώ έχω σφουγγαρίσει”. Η μαμά δεν είχε και πολύ δίκιο.
- Όταν το παιδί μας λέει ότι βαριέται, σταματάμε σχεδόν ό,τι κάνουμε (ή ζητάμε λίγα λεπτά να το ολοκληρώσουμε) και συζητάμε μαζί του προτείνοντάς του πράγματα. Αν κανένα από αυτά τα πράγματα δεν το ικανοποιούν εκείνη τη στιγμή, ίσως γιατί στο μυαλό του έχει μόνο να πάρει το τάμπλετ από το συρτάρι ή να ανοίξει για έκτη φορά σήμερα το playstaion, τότε το αφήνουμε να… βαρεθεί, που σημαίνει ότι το αφήνουμε ουσιαστικά στην επιλογή να βαρεθεί αφού και παιχνίδια υπάρχουν στο δωμάτιό του, και βιβλία και μαρκαδόροι και χαρτιά και η αδερφή του γυρνοβολάει κι αυτή ολίγον “βαρεμένη”.
- Δίνουμε διεξόδους μέσω κάποιων ιδεών μας
- Δεν είμαστε κλόουν ή διασκεδαστές των παιδιών μας. Είμαστε γονείς, συνοδοιπόροι του, άνθρωποι που στεκόμαστε δίπλα τους σε όλα.
- Οφείλουμε να περνάμε χρόνο μαζί τους αλλά και να τους δίνουμε την εικόνα ότι ο χρόνος μας δεν είναι αποκλειστικά δικά τους όταν δεν έχουν κάτι άλλο (φίλους, κούνιες κτλ) να κάνουν.
Η εντύπωση ότι όταν το παιδί μας βαριέται πρέπει να του βρούμε ΕΜΕΙΣ οπωσδήποτε κάτι να κάνει είναι λαθεμένη. Είναι δική του δουλειά να βρει τι το κάνει να περνάει καλά. Και ασφαλώς εμείς είμαστε εκεί για να φωτίζουμε τις επιλογές, για να του παρέχουμε λύσεις (το παιδί δεν μπορεί συνήθως να πάει μόνο του στις κούνιες ή στο σινεμά, άρα πρέπει να του το δώσουμε εμείς ως δυνατότητα), αλλά όχι για να του γεμίζουμε το ωρολόγιο πρόγραμμά του.
Αφήστε τα παιδιά να βαρεθούν πότε πότε. Έτσι, θα φωτίζονται ακόμα πιο υπέροχα οι όμορφες στιγμές τους. Και κυρίως μην νιώθετε ενοχές αν σας πετροβολά με το “μαμά, βαριέμαι”. Κάποιες φορές -τονίζω κάποιες- πρέπει να βαριέται.
ΥΓ: Ο παρακάτω σοκαριστικός διάλογος έλαβε χώρα πριν λίγες μέρες στο σαλόνι μας:
-Μαμά βαριέμαι
-Κι εσύ; Κι εγώ!
Με κοίταξε και έφυγε. Μετά από πέντε λεπτά τον βρήκα να διαβάζει στο δωμάτιό του.