Παιδικό βιβλίο και κριτική σκέψη
της Δήμητρας Φιλιπποπούλου*
«Οι νέες τάσεις στο παιδικό βιβλίο», «5 βιβλία που δεν πρέπει να χάσετε φέτος τα Χριστούγεννα», «Τα βιβλία που θα ξεκολλήσουν το βλέμμα των παιδιών από το τάμπλετ», είναι μερικοί μόνο τίτλοι άρθρων που προωθούν την ανάγνωση σε παιδιά, στην πραγματικότητα σε μαμαδομπαμπάδες και παππουδογιαγιάδες που έχουν πρόσβαση στη ροή του κινητού τους, και στο οποίο είναι ως επί το πλείστον εθισμένοι, την ίδια στιγμή που προσπαθούν να αποτρέψουν τα παιδιά από το να χρησιμοποιούν για πολλή ώρα τις οθόνες. Διότι, σε περίπτωση που δεν το γνωρίζατε, το παιδικό βιβλίο σήμερα –ως αγαθό που αγοράζεται και πωλείται– παίζει πλέον το παιχνίδι της οθόνης, προκειμένου να την ανταγωνιστεί: Συνήθως μάς βομβαρδίζει με περιεχόμενο που πρέπει να καταναλώσουμε, πλασάροντας τον εαυτό του ως καλή εναλλακτική επιλογή. Είναι όμως;
Πωλήσεις, πωλήσεις, πωλήσεις. Το χρήμα κάνει τον κόσμο να γυρίζει, και σε αυτήν τη ρόδα πρέπει να μπουν και τα παιδιά από νωρίς: Βλέποντας τους γονείς να λείπουν πάρα πολλές ώρες από το σπίτι, αποκτώντας την εντύπωση ότι η δουλειά είναι «πιο σημαντική», γεμίζοντας κάθε λεπτό του ελεύθερου χρόνου τους με δομημένο χρόνο – διότι ο ελεύθερος είναι εξοστρακισμένος στο πυρ το εξώτερο, μαθαίνοντας από τα βιβλία, αντί από την οικογένεια – ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα, που τώρα τα λέμε δεξιότητες.
Και κάπως έτσι, φτάσαμε να κυριαρχεί η τάση που θα ονόμαζα «βιβλία αντικατάστασης του γονιού»: Έχουμε άπειρα βιβλία για να μάθει ο Ίωνας να πηγαίνει σωστά στην τουαλέτα, η Δανάη να τρώει φρούτα, η Αρτεμισία – Χριστίνα να μη φοβάται το σκοτάδι και ο Ευάγγελος – Μιχαήλ να μην χαλάει το παρτέρι της γιαγιάς. Θέλουμε να μιλήσουμε για την απώλεια στο παιδί μας; Παίρνουμε ένα βιβλίο, για να μας βγάλει από την – τι άλλο; – άβολη θέση. Θέλουμε για σεξουαλική διαπαιδαγώγηση; Παίρνουμε ένα βιβλίο, διότι νιώθουμε – τι άλλο; – αμηχανία. Υπάρχουν βιβλία για να μάθουν να αγαπούν τα παιδιά τα ζώα. Βιβλία για να μάθουν να συμπεριλαμβάνουν στο παιχνίδι τους όλα τα παιδιά. Βιβλία για να μάθουν να διαβάζουν πριν πάνε στο Δημοτικό – κι ας επιμένουν οι δάσκαλοι ότι δεν χρειάζεται. Βιβλία για όλα τα θέματα, διότι τα βιβλία «ξέρουν καλύτερα». Και η οικογένεια; Τι θέση έχει μέσα σε όλο αυτό; Αποδέχεται το ρόλο του αγχωμένου και αδαή παραγωγού παιδιών, που στέκεται κομπάρσος, απλός παρατηρητής, βγάζοντας ένα στεναγμό ανακούφισης για το γεγονός ότι «ειδικοί» επαγγελματίες, έχουν αναλάβει τα πάντα σχετικά με τα βλαστάρια της;
Κι όμως, ένα βιβλίο είναι ζήτημα αν θα βοηθήσει στη διαχείριση δύσκολων ή δυσάρεστων καταστάσεων από μόνο του. Ακόμη κι αν υπάρχουν ορισμένα εξαιρετικά βιβλία για κάποια θέματα, δεν αρκεί μονάχα η ανάγνωση, που είναι κάτι θεωρητικό. Οφείλει παράλληλα να γίνεται σοβαρή συζήτηση και βιωματική δουλειά, να υπάρξει κάποιου είδους κατεύθυνση και εφαρμογή της «θεωρίας», είτε στο σπίτι, είτε στο σχολείο, για να μπορέσει να καλλιεργηθεί οτιδήποτε καλό απορρέει από αυτού του είδους τη φιλαναγνωσία. Για να μην αναλύσουμε τις περιπτώσεις εκείνες στις οποίες το παιδί λαμβάνει διπλά μηνύματα, όταν στον άμεσο περίγυρό του βλέπει να ισχύουν τα αντίθετα από εκείνα που περιγράφει ένα βιβλίο. Σκεφτείτε, λ.χ. ένα παιδί, να ακούει στο νηπιαγωγείο παραμύθι για την αγάπη προς τα ζώα, τη στιγμή που στο σπίτι αλλάζουν το ένα σκυλάκι μετά το άλλο, επειδή το βαριούνται. Γίνεται επομένως αντιληπτό ότι ο ρόλος ενός βιβλίου με συγκεκριμένο, πρακτικό στόχο δεν μπορεί να είναι βασικός, αλλά συμπληρωματικός, και πάλι μονάχα με τη συνεργασία της οικογένειας.
Χρήσιμα λοιπόν -αν και με ερωτηματικό- τα παιδικά βιβλία δεξιοτήτων, όπως και τα βιβλία αυτοβοήθειας για εφήβους, γνώσεων κ.λπ., αλλά το πρόβλημα παραμένει: Τι θα γίνει με την αληθινή λογοτεχνία; Τα βιβλία που θα μάθουν στα παιδιά ότι είναι εντάξει να χαλαρώνει κανείς, να ταξιδεύει με τις λέξεις, να μη θέλει να αφήσει ένα βιβλίο από τα χέρια του, να μπορεί να σκέφτεται; Γιατί να διαβάζει ένα παιδί για την αγάπη, την ξενοιασιά, τη φαντασία, την περιπέτεια, την ελευθερία, όταν με ένα βιβλίο λογοτεχνίας μπορεί να τα βιώνει όλα αυτά; Πού είναι η μαγεία, που κατορθώνει να καλλιεργήσει τη γλώσσα και τη σκέψη; Πώς θα είναι πια έτοιμο ένα παιδί να περάσει στο στάδιο της πραγματικής λογοτεχνίας, όταν όλη σχεδόν η φροντίδα των γονέων εξαντλείται με αγωνία από τη νηπιακή ηλικία στα βιβλία δεξιοτήτων; Ελάχιστα από τα πρωτάκια μου, τα τελευταία χρόνια, έχουν ακούσει, έχουν δει και έχουν μυρίσει τα κλασικά παραμύθια, με τις υπέροχες, υψηλής αισθητικής, εικονογραφήσεις. Αντί των βιβλίων προτιμώνται αποκλειστικά, μαντέψτε: τα βίντεο με ψηφιακή δημιουργία μέσω όσο γίνεται φτηνών προγραμμάτων, και με αντίστοιχης αισθητικής ποιότητα.
Η εντύπωση που έχει μεγάλη μερίδα του αναγνωστικού κοινού είναι ότι ολοένα και λιγότερα βιβλία, σε σχέση με το παρελθόν, μπορούν να χαρακτηριστούν πια ως «λογοτεχνία». Αρκετοί φίλοι συνάδελφοι και γονείς, διαβάζουν στα παιδιά τους τα δικά τους βιβλία, που έχουν φυλαγμένα από τα παιδικά τους χρόνια. Η εμπιστοσύνη προς τις νέες κυκλοφορίες έχει κλονιστεί. Και όχι άδικα: Η τέχνη του λόγου συχνότατα θυσιάζεται, με συνεπακόλουθο την πνευματική και γλωσσική φτώχεια στα παιδιά, ήδη από την τρυφερή ηλικία, όταν είναι σφουγγάρια και το μόνο που απορροφούν είναι “δεξιότητες” – κι αυτές στη θεωρία. Πολλές φορές, στη θέση της λογοτεχνίας μπαίνει κάποιο είδος άτεχνης ή νευρωτικής (ή και τα δύο) προώθησης μηνυμάτων και / ή ιδεών: Ο κάθε ένας θεωρεί πως μπορεί να γράψει ένα παραμύθι, για να μιλήσει στα παιδιά για το τάδε ή το δείνα θέμα. Ακόμη κι αν, όπως στην περίπτωση των ευπώλητων, υπάρχει κάποιο επίπεδο «τέχνης», (άλλωστε τα εργαστήρια δημιουργικής γραφής και οι διδάσκοντες αυτήν συγκρίνονται αριθμητικά με τα μανιτάρια), πλέον τα παιδιά δεν μπορούν να σκεφτούν και πολύ, έχοντας εκπαιδευτεί κυρίως στο να καταναλώνουν: «Το γράφει το βιβλίο, επομένως έτσι θα είναι», κατά το «Το είδα σε ένα βιντεάκι, επομένως αλήθεια θα είναι», της οθόνης. Ε λοιπόν, όχι: Δεν είναι έτσι επειδή το είπε κάποιο βιβλίο, συχνά αντικαθιστώντας μάλιστα την οικογένεια, απλώς και μόνο διότι τού δόθηκε η ευκαιρία να λειτουργήσει πρωταγωνιστικά και αφοριστικά, αντί για συμπληρωματικά. Λογοτεχνία που δεν καλλιεργεί την κριτική σκέψη δεν είναι λογοτεχνία. Θα προσέθετα μάλιστα ότι «πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται», καθώς υποκρίνεται τη λογοτεχνία και εξαπατά τον κόσμο. Κοινώς: Φύκια για μεταξωτές κορδέλες.
Ζητούνται πραγματικά βιβλία λοιπόν. Ζητείται γλώσσα, ελευθερία, σκέψη κι ένας κόσμος – στολίδι. Οι κριτικοί του μέλλοντος δεν μπορεί παρά να επισημάνουν την παρούσα κατάσταση ως προβληματική. Αν υπάρχουν κριτικοί μέχρι τότε, διότι αφενός όσοι γράφουν κατά παραγγελία και με σκοπό προώθησης ή δυσφήμισης δεν είναι κριτικοί, αφετέρου οι αληθινοί κριτικοί σπανίζουν ήδη.
* Η Δήμητρα Φιλιπποπούλου είναι μεταφράστρια, συγγραφέας και δασκάλα αγγλικής γλώσσας στο Δημοτικό και το Νηπιαγωγείο.