Στη Βιζύη της Θράκης, την Δευτέρα της Τυρινής παιζόταν μια δραματική παράσταση μεγάλου ενδιαφέροντος. Τα προσωπα που έπαιρναν μέρος εκλεγόταν από τους προεστούς του τόπου. Πρώτα πρώτα οι δύο Καλογεροι—ο Αρχικαλόγερος κι ο Δεύτερος Καλόγερος -, δύο κορίτσια ή Νύμφες, η Μπάμπω με το εφταμηνίτικο παιδί της, δύο Κατσίβελοι (γύφτοι) και δύο Ζαπιέδες (χωροφύλακες). Όλοι οι ρόλοι δραματοποιούνταν από άνδρες. Οι καλόγεροι εκλέγονταν κάθε τέσσερα χρόνια και έπρεπε να είναι παντρεμένοι, όμως τον ρόλο των κοριτσιών έπαιζαν ανύπαντροι νέοι που υποχρεωτικά δεν μπορούσαν να παντρεύτουν αυτά τα τέσσερα χρόνια. Οι Καλόγεροι ήταν ντυμένοι με δέρματα ζώων, περικεφαλαία μυτερή από τομάρι λύκου ή αλεπούς, φορούσαν μάσκα πάλι από δέρμα και γύρω από τη μέση κρεμούσαν κουδούνια. Ο Αρχικαλόγερος κρατούσε τόξο από ξύλο κρανιάς και αντί για βέλη πετούσε στάχτη. Ο δεύτερος καλόγερος κρατούσε έναν φαλλο, σύμβολο της αντρικής φύσης.
Η Μπάμπω είχε κροκιδένια μαλλιά, καμπούρα, ήταν άσχημη κ φορούσε κουρέλια. Μέσα σε ένα καλάθι κανακευε το εφταμηνίτικο παιδί της. Οι Κατσίβελοι μουτζουρωμένοι και ντυμένοι φτωχικά, κρατώντας ένα κλαδί δέντρου έλεγαν πειραχτικά αστεία. Οι Ζαπτιέδες, από τα πιο γερά παλικάρια του χωριού, βαστώντας όπλα και αλυσίδες, ακολουθούσαν τους Καλόγερους και όποιον αιχμαλώτιζαν τον έδεναν. Το πρωί της Δευτέρας της εβδομάδας της Τυρινής, ξεκινούσαν με τύμπανα και γκάιντες. Έμπαιναν σε όλα τα σπίτια, εξέταζαν αν όλα τα γεωργικά εργαλεία ήταν στη θέση τους, χόρευαν και έπαιρναν για δώρο χρήματα ή κρασί. Οι Ζαπτιέδες από την άλλη μεριά, με τις αλυσίδες τους αρπαζαν όποιον διαβάτη περνούσε απελευθερώνοντάς τον μόνο με λύτρα, τα οποία ορίζονταν από τους Καλόγερους. Τέλος, κατέληγαν στην πλατεία του χωριού, αφού επισκεπτόταν και το τελευταίο σπίτι.
Στην πλατεία στήνονταν ολόκληρη παράσταση! Οι Κατσίβελοι τάχα φυσούσαν μια φωτιά, ή έφτιαχναν ένα υνί από παλιόσιδερα πειράζοντας τολμηρά ο ένας τον άλλον. Η Μπάμπω προσπαθεί να ντύσει το εφταμηνίτικο παιδί της, με ρούχα που έκλεψε πιο πριν από τα σπίτια. Έλεγε πως δεν ήξερε ποιος είναι ο πατέρας του παιδιού της. Ύστερα φώναζε πως το παιδί μεγάλωσε και γυρεύει γυναίκα και ο Αρχικαλόγερος παριστανοντας το μεγαλωμένο παιδί, άρχιζε να κυνηγάει τα κορίτσια. Άρπαζε ένα από αυτά και τότε γινόταν ψευτογάμος με κουμπάρο τον Δεύτερο Καλόγερο. Μετά τον γάμο όμως ο κουμπάρος θύμωνε και “σκότωνε” τον γαμπρό. Η νύφη θρηνουσε και ο κουμπάρος μετανιωμένος, προσπαθούσε να αναστήσει τον γαμπρό. Τότε τέσσερις άντρες σηκωναν τον νεκρό και εκείνος ξαφνικά πεταγόταν πάνω ζωντανός.
Από τη στιγμή αυτή άρχιζε μια τελετή σοβαρή και επίσημη. Ένα άλετρι που είχε ετοιμαστεί από τον Κεχαγιά, τον κοινοτικό κλητήρα, ήταν μπροστά στην εκκλησία. Οι Κατσίβελοι το παρουσίαζαν στον Πρώτογερο(προύχοντα) του χωριού ως το υνι που σφυριλάτησαν πριν λίγο και του προσάρμοζαν ένα νέο ζυγό στολισμένο με λουλούδια που για τον σκοπό αυτό φτιαχνόταν κάθε χρόνο από τα παλικάρια. Στη συνέχεια οι καλόγεροι, με σοβαρότητα ζεύονταν το αλέτρι και το έσερναν, ενώ ο Μουχτάρης, ένας άλλος προύχοντας, κρεμούσε στον ώμο του ένα σακί γεμάτο σπόρο εκλεκτό. Έσπερνε και φώναζε:
-Να γίνει δέκα γρόσια το κιλό το στάρι!
-Πέντε γρόσια το κιλό η σίκαλη!
-Τρία γρόσια το κιλό το κριθάρι!
Οι παρευρισκομενοι θεατές φώναζαν:
ΑΜΗΝ Θεέ μου για να φάνε οι φτωχοί!
Ναι, Θεέ μου να χορτάσει η φτωχολογιά!
Έπειτα πιάναν τον χορό όλοι μαζί έως το βράδυ!
Το έθιμο έχει τις ρίζες του στα αρχαία χρόνια καθώς η νεκρανάσταση ειναι κατάλοιπο των αρχαίοελληνικων “Αδώνειων”.