Ο ποντικός κι η θυγατέρα του
Ένα καιρό και μια φορά ήταν ένας ποντικός κι είχε μια κόρη όμορφη πολύ. Σκεφτόταν πως πως να την παντρέψει και λογάριαζε κάθε γαμπρό που του ‘ρχοταν στο μυαλό. Αλλά στο τέλος πάντα κατέληγε στο ίδιο συμπέρασμα. «Ποντικός για την κόρη τη δική μου; Ποτέ», συλλογίστηκε. Κι όπως όλα τούτα τα σκεφτόταν και στο μυαλό τα γύριζε, βλέπει τον ήλιο να λαμποκοπάει στον ουρανό και του ‘ρθε τρανή, όπως πίστεψε, ιδέα. «Να γαμπρός για το κορίτσι μου», σκέφτηκε και δίχως χασομέρι παίρνει την μικρή κι όμορφη ποντικίνα του και τραβάει για το παλάτι του ήλιου.
–Ήλιε μου και βασιλιά, την παίρνεις για γυναίκα σου την κόρη μου την μονάκριβη; Δε θέλω σ’ άλλον να τη δώσω τόσο όμορφη που είναι. Μόνο σε σένα που ’σαι όμορφος και απ’ όλους ο πιο δυνατός.
Τα έχασε ο ήλιος μα βρήκε κάτι να του πει για να τον ξεφορτωθεί ευγενικά.
«Αχ και να ‘ξερες», του λέει ο ήλιος ο πανέξυπνος. «Δεν είμαι εγώ, όπως θαρρείς, ο δυνατότερος απ’ όλους. Κοίτα εκείνα εκεί τα σύννεφα. Αν με σκεπάσουν, σκοτεινιάζω και δύναμη δεν έχω πια. Τράβα και πες σ’ αυτά να πάρουν το κορίτσι σου.
Πάει ο πατέρας ποντικός και στα σύννεφα μα κι εκεί τύχη καλύτερη δεν βρήκε.
«Αχ και να ‘ξερες», του λεν’ τα σύννεφα. «Δεν είμαστε εμείς με την πιο μεγάλη δύναμη, οπως σου είπε ο ήλιος. Βλέπεις το αγέρα, το βοριά; Αυτός όταν φυσά, όταν μάλλον λυσσομανά εμείς χανόμαστε, σκορπιζόμαστε, γινόμαστε κομμάτια. Τράβα σ’ αυτόν και πες του να πάρει το κορίτσι σου.
Τι να κάμει ο ποντικός, παίρνει την κόρη του και πηγαίνει στο βοριά.
«Μετά χαράς να την πάρω κύριε ποντικέ την κόρη σου την όμορφή μα δεν είμαι εγώ, όπως θαρρείς, ο δυνατότερος στον κόσμο όπως σου είπανε τα σύννεφα. Τράβα εκεί να, σ’ εκείνον τον πύργο εκεί κάτω. Πενήντα χρόνια που φυσώ δαιμονισμένα να τον ρίξω κάτω δε μπόρεσα. Θαρρώ αυτός είναι ο πιο δυνατός».
Ο ποντικός δεν είχε άλλη λύση απ’ το να πάει στον πύργο. Κι άκουσε κι αυτός τα ίδια για την όμορφη κόρη του την ποντικίνα που πιστεύει πως πρέπει να παντρευτεί τον πιο δυνατό στον κόσμο.
-Κυρ ποντικέ, καλά έκαμες και ήρθες μέχρις εδώ. Γιατί εδώ ζει ο πιο δυνατός σ’ όλον τον κόσμο. Τέντωσε τ’ αυτιά σου κι άκου τώρα τούτη τη βουή μέσα στους τοίχους μου. Την ακούς;
-Την ακούω!, είπε ο ποντικός.
-Τι νομίζεις πως είναι;
-Δε ξέρω, ψέλλισε μόλις και μετά βίας ο κυρ ποντικός.
-Να σου πω εγώ; Θεριά ανίκητα κι αντρειωμένα, ποντικοί, που με μέρα με τη μέρα τρώνε τους τοίχους και τα θεμέλιά μου και σε λίγο θα με ρίξουνε κάτω. Πιο δυνατό πράγμα από τον ποντικό στον κόσο δεν υπάρχει, αγαπητέ μου κύριε. Εμένα ν’ ακούς κι άλλον κανένα.
Άλλο δεν είχε να ρωτήσει ο ποντικός και μιας και βρήκε τον πιο δυνατό σε όλο τον κόσμο, στον τοίχο του κάστρου τρύπωσε και βρήκε τον πιο όμορφο αλλά κυρίως τον πιο δυνατό ποντικό που ζούσε εκεί μέσα. Αυτός ήταν που γίνηκε ο άντρας της όμορφης κόρης του, της ποντικίνας που έπρεπε να παντρευτεί τον πιο δυνατό. Και νομίζω, άκουσα, ότι ζήσαν αυτοί καλά…αλλά να τους πούμε ότι κι εμείς ζήσαμε…(καλύτεραααα).