Η σκάλα της Τζαβέλαινας. Σε μια δυσπρόσιτη περιοχή, νοτιοδυτικά των Ιωαννίνων, στη συμβολή του θρυλικού ποταμού Αχέροντα με τον παραπόταμό του, τον Τσαγκαριώτικο, υπήρχε κατά την Τουρκοκρατία μια περιοχή με που διατήρησε υψηλό βαθμό αυτονομίας και αν-υποταγής. Το περίφημο Σούλι. Πάνω από το χωριό “Κιάφα” υψώνεται ο βράχος της “Τρύπας”, ένα τμήμα του οποίου είναι γνωστό ως “Σκάλα της Τζαβέλαινας”. Μια φυσική, βραχώδης σκάλα όπου κάθε βράχος μοιάζει σα σκαλοπάτι. Εκεί, λέγεται, ότι το 1792 η Μόσχω Τζαβέλα, σύζυγος του Λάμπρου Τζαβέλα, έδωσε μαζί με άλλες Σουλιώτισσες μάχη εναντίον Τουρκαλβανών καταφέρνοντας να προστατεύσουν τον τόπο τους και να σώσουν το Σούλι σκοτώνοντας 2000 Τουρκαλβανούς.
Η Μόσχω είχε μεγάλο κύρος στα χωριά των Σουλιωτών. Περιγράφεται ως μικρόσωμη, φλογερή γυναίκα, που έσκιαζε τα πάντα στο διάβα της. Στις 20 Ιουλίου 1792, παρακολουθούσε μαζί με 400 περίπου γυναίκες από τις ράχες της Κιάφας τη μάχη των αντρών τους κατά του Αλή Πασά. Μόλις οι πυροβολισμοί σταμάτησαν, οι γυναίκες νόμιζαν πως οι Σουλιώτες σκοτώθηκαν. “Οι άνδρες μας σταμάτησαν. Σειρά μας τώρα”, τους είπε η Μόσχω. Πάνω από 300 ένοπλες γυναίκες επιτέθηκαν εναντίον 2.000 Τουρκαλβανών (Φωτιάδης, “Καραϊσκάκης”). Απίστευτο! Το έβαλαν στα πόδια! Ο πανίσχυρος στρατός του Αλή μέτρησε 2.000 νεκρούς και 207 αιχμαλώτους, τη στιγμή που οι Σουλιώτες είχαν 74 νεκρούς και 97 τραυματίες. Μετά την καταστροφή του Σουλίου, η Μόσχω έφυγε για την Πάργα και τα Επτάνησα. Πέθανε πιθανότατα το 1803 σε ηλικία 43 ετών. Πολλά περισσότερα και διασταυρωμένα θα βρείτε στη βιογραφία της Μόσχως Τζαβέλα από την Λιλίκα Νάκου (εκδόσεις Καστανιώτη).
Διόλου τυχαία τα δημοτικά τραγούδια που φέρουν το όνομά της.
Ωρε κορίτσια από τα Γιάννενα, γριά Τζαβέλαινα, νυφάδες απ’ το Σούλι, αχ τα μαύρα να παιδιά μ’ φορέσετε. Αχ τα μαύρα να φορέσετε, γριά Τζαβελαινα, στα μαύρα να ντυθείτε, το Σούλι θα- παιδιά μ- χαρατσωθεί. Αχ το Σούλι θα χαρατσωθεί, γριά Τζαβελαινα, χαράτσι θα πληρώσει, Τζαβελαινα -παιδιά μ’ -σαν τ’ άκουσε. Τζαβελαινα σαν τ’ άκουσε, γριά Τζαβελαινα, βαριά της κακοφάνη, ωρε πιάνει και ζώνει τ’ άρματα.