Βασικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής φοβίας είναι ο έντονος και ο επίμονος φόβος που διακατέχει το άτομο σε μία ή περισσότερες καταστάσεις. Το άτομο ανησυχεί έντονα ότι σε ορισμένες κοινωνικές καταστάσεις είναι πιθανόν να περιέλθει σε κατάσταση αμηχανίας και σύγχυσης. Η έκθεσή του, με την παρουσία του, σε μια κοινωνική κατάσταση συχνά του προκαλεί συναισθήματα άγχους και αποφυγής, τα οποία συνήθως βιώνει με υπερβολική ένταση.
Κοινωνικό άγχος (ή φοβία), λίγο-πολύ, αντιμετωπίζουν όλοι οι άνθρωποι περιστασιακά, όταν κληθούν, για παράδειγμα, να στηρίξουν την άποψή τους μπροστά σε άλλους ή να παρουσιάσουν κάτι σε κοινό. Εκδηλώνεται όμως, ως ένα αίσθημα ντροπής που βιώνεται σε μεμονωμένες καταστάσεις και παροδικά. Όταν ένα παιδί, και δη ένας έφηβος/μια έφηβη, αντιμετωπίζει διαταραχή κοινωνικού άγχους, χαρακτηριστικά, προσπαθεί να αποφύγει κάθε κοινωνική κατάσταση που κρίνει ότι θα του/της προκαλέσει αυτό τον έντονο φόβο της αλληλεπίδρασης με άλλους ανθρώπους (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Τα παιδιά και οι έφηβοι με κοινωνική φοβία έχουν συνήθως πολύ λίγους φίλους, δεν επιθυμούν να συμμετέχουν σε ομαδικές δραστηριότητες και θεωρούνται γενικά ήσυχοι και συνεσταλμένοι τόσο στο οικογενειακό όσο και στο σχολικό περιβάλλον. Πιο συγκεκριμένα ένα παιδί με κοινωνικό άγχος συχνά φοβάται όταν θα πρέπει να κάνει κάτι μπροστά σε άλλους (π.χ. να διαβάσει φωναχτά στην τάξη του, να απαγγείλει ένα ποίημα σε μια σχολική γιορτή, να απαντήσει στο τηλέφωνο).
Οι λόγοι που υιοθετεί αυτή τη συμπεριφορά αποφυγής σχετίζονται με το ότι σκέφτεται ότι μπορεί να κάνει λάθος, ότι θα κάνει κάτι και θα το κοροϊδέψουν ή ότι μπορεί να το χαρακτηρίσουν αρνητικά.
Συνήθως τα παιδιά με κοινωνική φοβία επιχειρούν με τη συμπεριφορά τους να μείνουν απαρατήρητα αλλά μέσα από αυτή την προσπάθεια τελικά οδηγούνται στο ακριβώς αντίθετο αποτέλεσμα, γίνονται δηλαδή το επίκεντρο της προσοχής των άλλων και αυτό επιδεινώνει την κατάστασή τους. Γενικά τα παιδιά αυτά έχουν αρνητική εικόνα για τον εαυτό τους, χαμηλή αυτοεκτίμηση και συχνά βιώνουν το αίσθημα της απόρριψης (Albano, Dibartolo et al., 1995).
Επιπλέον, το παιδί με κοινωνική φοβία βιώνει συναισθήματα δυσφορίας, έντασης που συνοδεύονται με σωματικές αντιδράσεις (εφίδρωση, τρέμουλο, πόνος στο στομάχι κ.α.). Σταδιακά μπορεί να χάνει πηγές ευχαρίστησης και ικανοποίησης και σε κάποιες περιπτώσεις μπορεί να εκδηλώνει σχολική άρνηση.
Η κοινωνική φοβία συνήθως εκδηλώνεται στην εφηβεία και σπανιότερα μπορεί να διαγνωστεί σε παιδιά κάτω των δέκα ετών (Vasey, 1995). Η συχνότητα εκδήλωσής της φαίνεται να είναι περίπου η ίδια και σε αγόρια και σε κορίτσια.
Πιθανά αίτια εκδήλωσής της
- Κληρονομικότητα (συγγενείς πρώτου βαθμού παιδιών με αγχώδεις διαταραχές έχουν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν παρόμοια προβλήματα).
- Βρέφη τα οποία αντιδρούν με υπερβολική κινητική δραστηριότητα και δείχνουν να ενοχλούνται κατά την παρουσίαση καινούριων ερεθισμάτων στην ηλικία των 4 μηνών, έχουν μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν φοβίες κατά τη νηπιακή ηλικία και αγχώδεις διαταραχές αργότερα (Kagan, 1997).
- Παρεμβατικοί και υπερπροστατευτικοί γονείς, που συχνά επιβάλλουν αυστηρούς περιορισμούς στα παιδιά τους και δε τους αναθέτουν πρωτοβουλίες που να ενθαρρύνουν την αυτενέργεια και την ανάληψη πρωτοβουλιών.
Τρόποι αντιμετώπισης
Έχοντας κατά νου, ότι το άγχος για τις κοινωνικές καταστάσεις είναι, έως ένα βαθμό αναμενόμενο και φυσιολογικό, και σίγουρα διαφέρει από παιδί σε παιδί, θα πρέπει να είμαστε σε εγρήγορση, εφόσον παρατηρούμε ότι το παιδί εκδηλώνει έντονο ή υπέρμετρο φόβο για την αλληλεπίδραση του με άλλους ανθρώπους και αυτή η συνθήκη επιμένει για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Συνήθως η θεραπευτική αντιμετώπιση γίνεται επιτακτική όταν η αποφυγή αυτών των καταστάσεων παίρνει τέτοιες διαστάσεις, ώστε να παρεμποδίζει τη λειτουργικότητα του παιδιού και να δυσχεραίνει την ομαλή κοινωνική του προσαρμογή (Κάκουρος & Μανιαδάκη, 2002).
Ο/η ειδικός ψυχικής υγείας θα λάβει τις απαραίτητες πληροφορίες από τους γονείς ή τους φροντιστές του παιδιού και από το ίδιο το παιδί (πιθανόν και από το σχολείο του) προκειμένου να εντοπίσει τις δυσκολίες του και να αξιολογήσει, αν οι συμπεριφορές αυτές που εκδηλώνει, εμπίπτουν στο φάσμα της διαταραχής της κοινωνικής φοβίας.
Στη συνέχεια, θα προτείνει τη θεραπεία και τον αριθμό των συναντήσεων που απαιτούνται για τις συγκεκριμένες δυσκολίες. Η θεραπεία, συνήθως αφορά στην μείωση των αποφυγών που κάνει το παιδί και στην ενίσχυσή του, προκειμένου να διαχειριστεί κατάλληλα το άγχος που βιώνει, ώστε να εκτίθεται σε κοινωνικές καταστάσεις, με στόχο να μειωθεί το άγχος, να μην απομονώνεται και να αυξηθεί η αυτοεκτίμησή του. Αφορά στην εκπαίδευση του παιδιού και των γονιών του, σε νέες συμπεριφορές, πάντα με την καθοδήγηση του ειδικού ψυχικής υγείας (Βασιλάκη, 2008).
Τι μπορούν να κάνουν οι γονείς
- Ενθαρρύνετε το παιδί σας να σας μιλάει για την καθημερινότητά του και τις εμπειρίες του, αλλά κυρίως για το πώς νιώθει για όσα περιγράφει. Μπορείτε να το υποβοήθεσετε σε αυτό μιλώντας αρχικά εσείς για τη δική σας καθημερινότητα.
- Προσαρμόστε τις απαιτήσεις και τις προσδοκίες σας στις ρεαλιστικές δυνατότητες του παιδιού σας.
- Βοηθήστε το παιδί να μη βλέπει κάθε αρνητικό σχόλιο ως απόρριψή του.
- Ζητήστε του να προσκαλεί φίλους στο σπίτι.
- Προσπαθήστε να βρείτε αθλητικές, ομαδικές δραστηριότητες της επιλογής του που θα έχει καλή επίδοση.
- Αν αποφεύγει όλη την παρέα του, προτρέψτε το να βγαίνει με τους φίλους ή τις φίλες του μεμονωμένα.
- Αναθέστε του πρωτοβουλίες και ρόλους και επαινέστε το για την προσπάθειά του, ανεξαρτήτως αποτελέσματος.
- Μιλήστε στο παιδί για τα «δυνατά» του σημεία και αναφερθείτε με συγκεκριμένα παραδείγματα στα επιτεύγματά του.
- Ζητήστε συμβουλευτική υποστήριξη από ειδικό ψυχικής υγείας.
Συνοψίζοντας, αξίζει να θυμόμαστε ότι το κοινωνικό άγχος των παιδιών είναι εύκολο να περνά απαρατήρητο, καθώς οι γονείς/φροντιστές του παιδιού προκειμένου να το προστατεύσουν, μπορεί να μην το αφήνουν να εκτίθεται σε κοινωνικές καταστάσεις και ως εκ τούτου να μην εκδηλώνεται το άγχος του. Αν όμως εντοπιστεί έγκαιρα, είναι πλήρως αντιμετωπίσιμο, με την βοήθεια ενός ειδικού. Έχει διαπιστωθεί, ότι στις περιπτώσεις που η θεραπευτική διαδικασία δεν επικεντρώνεται μόνο στο παιδί αλλά συμπεριλαμβάνει και το οικογενειακό του περιβάλλον, τότε η θεραπεία έχει γρήγορα και πιο μακροχρόνια αποτελέσματα (Silverman & kurtines, 1996).
Ιωάννης Κυργιόπουλος
Ψυχολόγος (Msc Σχολικής Ψυχολογίας)
E–mail: johnkyr76@yahoo.gr
Τηλ. Επικοινωνίας: 6972868960