Γράφει ο Γιάννης Κυργιόπουλος*
Η επιλεκτική αλαλία ή επιλεκτική βωβότητα (selective mutism) εντάσσεται στις αγχώδεις διαταραχές και αποτελεί μία πολύπλοκη και πολυπαραγοντική αναπτυξιακή διαταραχή.
Κύριο χαρακτηριστικό της αποτελεί η αδυναμία του παιδιού να μιλήσει και να επικοινωνήσει αποτελεσματικά σε επιλεγμένες κοινωνικές καταστάσεις (όπως για παράδειγμα στο σχολικό περιβάλλον), ενώ λειτουργεί ανασταλτικά και παρεμποδίζει σημαντικά την κοινωνική και μαθησιακή λειτουργικότητα του παιδιού.
Θα πρέπει εδώ να τονίσουμε και να υπογραμμίσουμε ότι τα παιδιά με επιλεκτική αλαλία δεν ενεργούν με σκοπιμότητα ή με αντιδραστικό τρόπο. Δεν επιλέγουν να μη μιλήσουν. Μπορεί να επιθυμούν να μιλήσουν αλλά να τα εμποδίζει ο υπερβολικός φόβος και το άγχος τους.
Ασφαλώς για να τεθεί η διάγνωση της επιλεκτικής αλαλίας τα συμπτώματα θα πρέπει να είναι επίμονα και σταθερά για τουλάχιστον ένα (1) μήνα και να μην υπάρχει η πιθανότητα έλλειψης γνώσης μιας γλώσσας.
ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΑ
Τα βασικότερα συμπτώματα της επιλεκτικής αλαλίας περιλαμβάνουν τα εξής:
- Αδυναμία ομιλίας σε κοινωνικές εκδηλώσεις, όπου υπάρχει η προσδοκία για συζήτηση. Στο σπίτι συνήθως μιλάνε κανονικά στους γονείς και στα αδέρφια τους.
- Αδυνατούν να ξεκινήσουν μια συζήτηση και αποφεύγουν τη βλεμματική επαφή με το συνομιλητή τους. Συνήθως στέκονται ακίνητα, ανέκφραστα και στρέφουν αλλού το κεφάλι τους.
- Αισθάνονται άβολα με τις συνεχείς ερωτήσεις.
- Αποφεύγουν τα party, τις οικογενειακές συγκεντρώσεις, τις σχολικές εκδηλώσεις.
- Εμφανίζουν κοινωνική αδεξιότητα και έχουν την τάση να απομονώνονται.
- Είναι πιθανό να εμφανίζουν συμπτώματα, όπως τικ, πιπίλισμα του δαχτύλου, πόνους στην κοιλιά, τρέμουλο, όταν εκτίθενται σε κοινωνικές καταστάσεις.
ΑΙΤΙΑ
Είναι δύσκολο να εντοπίσουμε τα αίτια της επιλεκτικής αλαλίας. Όπως προαναφέρθηκε πρόκειται για μια πολυπαραγοντική διαταραχή, όπου συνδυασμός αιτιών συμβάλλουν στην εμφάνισή της. Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι ορισμένοι προδιαθεσικοί παράγοντες, οι οποίοι εμφανίζονται και δρουν σε «κατάλληλες» περιβαλλοντικές συνθήκες μπορεί να ενισχύσουν και να διατηρήσουν τη διαταραχή.
Ενδεικτικά ως προδιαθεσικούς παράγοντες θα μπορούσαμε να αναφέρουμε την ύπαρξη μη λειτουργικών μοντέλων επικοινωνίας εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος, την υπερπροστατευτικότητα, την πιθανή ύπαρξη προβλημάτων λόγου-ομιλίας στο παιδί, την ύπαρξη έντονων και σοβαρών ψυχοπιεστικών καταστάσεων (π.χ. απώλεια γονέα, μετακόμιση, είσοδος του παιδιού στο σχολείο, αρνητικά σχόλια από συμμαθητές), το υπερβολικό και μη διαχειρίσιμο άγχος του παιδιού, τη γεωγραφική-κοινωνική του απομόνωση κλπ.
ΣΥΧΝΟΤΗΤΑ
Ο αριθμός των ατόμων με επιλεκτική αλαλία είναι άγνωστος και αυτό διότι πολλές περιπτώσεις είναι πιθανόν να μην είναι διαγνωσμένες. Με βάση τον αριθμό των γνωστών περιπτώσεων εκτιμάται ότι η επιλεκτική αλαλία επηρεάζει 1 άτομο στα 1000. Μια μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο Περιοδικό της Αμερικανικής Ακαδημίας Παιδικής και Εφηβικής Ψυχιατρικής υποστηρίζει ότι η επιλεκτική αλαλία μπορεί να επηρεάσει το 0,71% του πληθυσμού. Ωστόσο, στον ελληνικό χώρο δεν υπάρχει δημοσιευμένη μελέτη για τη συχνότητα της επιλεκτικής αλαλίας στο γενικό πληθυσμό.
ΤΡΟΠΟΙ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΣΗΣ
Η παρέμβαση θα πρέπει να είναι εξατομικευμένη και στις περισσότερες περιπτώσεις απαιτείται συνδυασμός θεραπευτικών μεθόδων καθώς και συνεργασία ειδικού/ειδικών-γονέων και σχολείου. Οι στόχοι της παρέμβασης συνίστανται κυρίως στη μείωση του άγχους του παιδιού, στην ενίσχυση της αυτοεικόνας του και στην ενδυνάμωση των κοινωνικών του δεξιοτήτων.
Επιπλέον, μέσω της οικογενειακής θεραπείας από εξειδικευμένο ειδικό ψυχικής υγείας, θα εντοπιστούν τα δυσλειτουργικά μοντέλα επικοινωνίας εντός του οικογενειακού περιβάλλοντος και θα προταθούν-«επεξεργαστούν» περισσότερο υγιείς και αποτελεσματικές μορφές επικοινωνίας. Συμπληρωματικά η οικογενειακή ψυχοθεραπεία αναγνωρίζει τους οικογενειακούς παράγοντες που αναπτύσσουν ή διαιωνίζουν την επιλεκτική αλαλία και ενσωματώνει ολόκληρη την οικογένεια —μερικές φορές και το προσωπικό του σχολείου— στη θεραπευτική διαδικασία, ώστε να βοηθηθεί το παιδί να ξεπεράσει το άγχος και την αναστολή του.
Τέλος η παιγνιοθεραπεία, η γνωσιακή συμπεριφοριστική ψυχοθεραπεία και η ψυχοκεπαίδευση σε κοινωνικές δεξιότητες μπορούν να αποδειχτούν χρήσιμες, αν όλη η πίεση για ομιλία αποσυρθεί και δοθεί έμφαση στο να βοηθηθεί το παιδί να χαλαρώσει και να «ανοιχτεί». Είναι σημαντικό να αντιμετωπιστεί η αλαλία με τρόπο μη απειλητικό. Δεν πιέζουμε το παιδί να μιλήσει με το ζόρι, ούτε το «βομβαρδίζουμε» με ερωτήσεις του τύπου «γιατί δε μιλάς», «πες μου τι έχεις», «μίλα τώρα». Τα παιδιά αυτά είναι φοβισμένα και πρέπει να εστιάσουμε στο να αντιληφθούν το επίπεδο του φόβου που βιώνουν σε μια δεδομένη κατάσταση. Γενικά, χρειάζεται να μην ενισχύετε με οποιοδήποτε τρόπο το άγχος του παιδιού, το οποίο συνδέεται με την ομιλία του.
Ιωάννης Κυργιόπουλος
Ψυχολόγος (Msc Σχολικής Ψυχολογίας)
E–mail: johnkyr76@yahoo.gr