Γεννήθηκε στη Νεάπολη Λακωνίας τα χρόνια του μεγάλου πολέμου που δοκίμασε την Ελλάδα. Σαν πάτησε το 60′ το βήμα του, εκείνη έφερε το δικό της στην Αθήνα. Εκεί αγάπησε το βιβλίο και τη γλώσσα την ελληνική, την κριτικογραφία και τη συγγραφή.
Δίδαξε παιδική λογοτεχνία στη Λεόντειο Σχολή, αρθρογράφησε και εξακολουθεί σε εφημερίδες και ιστότοπους, διηγήματά της μεταφράστηκαν σε τέσσερις γλώσσες (γερμανικά, δανικά, αγγλικά, σουηδικά), απέσπασαν επαίνους και βραβεία, συμπεριλήφθηκαν σε σχολικά βιβλία και ανθολόγια λογοτεχνικών κειμένων τρία βιβλία της, ενώ τρία έγιναν σίριαλ στην ελληνική τηλεόραση. Σίριαλ! Ποιος δεν θυμάται τον Κήπο με τ’ Αγάλματα που βασίστηκε στο ομώνυμο βιβλίο της;
Η επανέκδοση από τις Εκδόσεις Πατάκη αυτού του ορόσημου της ελληνικής παιδικής λογοτεχνίας, που σημάδεψε τις μνήμες και τις παραστάσεις μιας ολόκληρης γενιάς, του εμβληματικού Ο κήπος με τ’ αγάλματα, είναι η αφορμή για να την φιλοξενήσουμε.
Η Ελένη Σαραντίτη και οι ακριβές της λέξεις μας τιμούν με μια μοναδικής ομορφιάς #Συνέντευξη–ταξίδι στο #ELNIPLEX.
Ο κήπος με τ’ αγάλματα
Ήμουν παιδί Είδα τη σειρά στην προβολή του 1985. Πόσο βοήθησε το βιβλίο και τη φήμη του η τηλεοπτική του μεταφορά;
Είδατε, μαζί και τα περισσότερα παιδιά της χώρας μας, αλλά και ενήλικες, το σίριαλ που βασίστηκε στο βιβλίο μου «Ο Κήπος με τ’ Αγάλματα» στην ωραιότερη ηλικία μα και στην πιο κατάλληλη εποχή, τις μέρες τις πιο πρόσφορες: Τότε –στη δεκαετία του ’80- τα παιδιά διψούσαν για θέαμα και μάλιστα ελληνικό· και δη με ήρωες παιδιά, που να μιλούν την ίδια γλώσσα, παρόμοια να αστειεύονται και να ονειρεύονται. Να είναι εξοικειωμένα με τη θάλασσα, με τα τραγούδια που τραγούδησαν οι γονείς, οι γείτονες, τα μεγαλύτερα αδέλφια ή τα είχαν μάθει από τα γραμμόφωνα και ηλεκτρόφωνα των καφενείων. Ακόμη και από το ραδιόφωνο· ή στις γιορτές. Παιδιά ντυμένα με ρούχα σαν τα δικά τους, από νοικοκυρεμένα, καθαρά σπίτια όπου ευωδιάζουν οι γλάστρες της αυλής ή το γλυκό βύσσινο· ή της μάνας η αγκαλιά.
Αυτά. Αυτά είχαν βιώσει μέχρι τότε τα παιδιά, αυτά και ζητούσαν.
Επίσης, στον τόπο μας στη Νεάπολη Λακωνίας, μεγάλο πέρασμα ταξιδευτών, δεν είχαμε άγνοια της ιστορίας μας ή των θησαυρών που κατά καιρούς αποκάλυπτε η γη μας αλλά μέχρι τότε, μέχρι εκείνο το αξέχαστο καλοκαίρι, οι δεσμοί μαζί τους δεν ήταν πολύ ισχυροί. Θυμάμαι το δημοτικό σχολείο –κτισμένο στο ψηλότερο σημείο της πόλης μας- είχε στο πλάι μια κατηφόρα με μεγάλα σπήλαια όπου συχνά έδεναν ήμερα μικρά γαϊδουράκια και αυτές τις σπηλιές επισκεπτόμασταν στα διαλείμματα, κορίτσια κυρίως, και παίζαμε. Ω, είχε άφθονα παιχνίδια για μας: κουκλάκια πήλινα μικρά ώστε να χωρούν στις παιδικές παλάμες, λύχνους, λιλιπούτειες κανάτες με μαύρα ή βαθυκόκκινα σχέδια μισοσβησμένα επάνω τους, θραύσματα από άγνωστα αντικείμενα, σβούρες, χτένες, άλλα κουκλάκια μεγαλύτερα, με φορεματάκια πήλινα, ζωγραφισμένα, και κινούμενα χέρια και πόδια, ένα πήλινο αλογάκι πάνω σε ρόδες. Παιχνίδια πολλά και γνωστά. Όπως κότσια και βόλοι.
Περνούσαμε όμορφα εκεί, χτυπούσε το κουδούνι κι εμείς μπαίναμε στην τάξη λαχανιασμένα, αναψοκοκκινισμένα –κορίτσια κι αγόρια. Αργότερα όλα αυτά και άλλα ακόμη από παρόμοια σπήλαια, στόλιζαν τις βιτρίνες του σχολείου που κατασκευάστηκαν επί τούτου. Και πολύ αργότερα μεταφέρθηκαν στο αρχαιολογικό μουσείο της Σπάρτης. Όπως μας εξήγησαν οι δάσκαλοι, προέρχονταν από θολωτούς ή θαλαμοειδείς μυκηναϊκούς τάφους.
Τι να σας διηγούμαι· η υφάντρα γειτόνισσα θεια-Κούλα έδενε την κατσίκα της σε μια λευκή μαρμάρινη μισοσπασμένη κολώνα. Είχα δει πανώριο μαρμάρινο κεφάλι νέας να στολίζει το τραπεζάκι της εισόδου σπιτιού που γειτόνευε με το σχολείο. Και έναν ουράνιο κούρο ξαπλωμένο στο περιβόλι του κυρ Θοδωρή κοντά στον ανεμόμυλο. Αυτό το εξαίσιο πλάσμα ήταν καιρό εκεί, αφημένο στο θαυμασμό και τα χάδια μας. Ένα βράδυ περνώντας, το είδαμε, σαν να κοιμόταν στη γαλήνη του, και το πρωί είχε χαθεί. Αποβραδίς είχε δέσει στο λιμάνι αθόρυβα ένα λαμπερό τρικάταρτο, από τα λεγόμενα «λόρδικα», και με το ξημέρωμα απέπλευσε. Με τον κούρο. Πώς τον καμαρώναμε, πόσο τον είχαμε αγαπήσει!
Αυτό σαν εισαγωγή για το πώς και γιατί δεθήκαμε πρόωρα με τα δώρα της αγαπημένης πατρίδας.
Σε όποιον 40+ λέω τη μαγική φράση Ο κήπος με τ’ αγάλματα, βλέπω ένα αυτόματο χαμόγελο και ένα νοσταλγικό ρίγος. Πώς σας κάνει να αισθάνεστε που το βιβλίο σας αποτελεί ένα αληθινό ορόσημο μιας ολόκληρης γενιάς;
Το βιβλίο που έγραψα με καρδιά γεμάτη από μνήμες ομορφιάς και αγάπης, «Ο Κήπος με τ’ Αγάλματα», ασφαλώς ευνοήθηκε από την τηλεοπτική μεταφορά του. Προηγουμένως σας είπα πως οι μικροί-μα και μεγαλύτεροι- τηλεθεατές είδαν τον εαυτό τους στην οθόνη. Το βιβλίο δεν ήταν πολύ γνωστό τότε. Αργότερα που διαβάστηκε αγαπήθηκε.
Με ρωτάτε πώς αισθάνομαι που το βιβλίο μου αποτελεί ορόσημο μιας ολόκληρης γενιάς. Δεν αισθάνθηκα καμιά αυτοϊκανοποίηση, ή περηφάνια, όχι. Γλυκάθηκε η καρδιά μου όμως. Στάλαξε σαν βάλσαμο· κόπιασε σαν παρηγοριά. Το είχα μεγάλη ανάγκη τότε. Την προηγούμενη χρονιά οι –νεότατοι- γονείς μου είχαν φύγει για «τα έρημα, τα μακρινά τα ξένα» που λέει το δημοτικό τραγούδι. Για να απολησμονηθώ- που δεν γιατρεύονται αυτές οι απώλειες- άρχισα να γράφω το βιβλίο. Γαλήνεψα λιγάκι διότι τους είχα πάντα δίπλα μου όσο έγραφα. Είχα κοντά μου– γράφοντας- τα αδέλφια μου, τους φίλους μου, τη θάλασσα, το καϊκι μας. Το αμπελάκι μας. Τα ζώα μας τα αγαπημένα. Της μητέρας μου το σκυλί. Τα τραγούδια και τα παιχνίδια, το μυρωδάτο καλοκαίρι. Εξάλλου η συγγραφή του δεν μου πήρε πολύ χρόνο, λες κι έβγαινε με την ανάσα μου κάθε λέξη, κάθε χρώμα, κάθε μυστικό και γέλιο.
Πρόκειται για ένα χαρούμενο, αισιόδοξο, απλό βιβλίο στο οποίο ένα κοριτσάκι ζωηρό, ευτυχισμένο και αθώο μαθαίνει να αγαπά και να σέβεται την ομορφιά, την πατρίδα, τη φιλία, τα παιχνίδια, τους ανθρώπους.
Αλήθεια, πώς γεννήθηκε Ο κήπος με τ’ αγάλματα στον νου σας; Υπήρξαν αληθινά γεγονότα που ενεργοποίησαν την ιστορία μέσα σας ή είναι ένας μυθοπλαστικός συγκερασμός;
Ασφαλώς και είναι αληθινή ιστορία. Δεν γεννήθηκε στο νου μου, υπήρχε φυλαγμένη στην καρδιά μου. Ήμαστε μια μεγάλη δεμένη συντροφιά, κορίτσια και αγόρια και ζούσαμε το ξένοιαστο καλοκαίρι κυριολεκτικά μες στη θάλασσα.
Μας κουνούσαν τα χέρια από τα βάρκες, από τις τράτες, από τα καϊκια και τα καφενεία, μας χαιρετούσαν γαβγίζοντας τα σκυλιά, μας τριγυρνούσαν οι γλάροι. Ευωδιές, ήλιος, όλα γαλανά, η κατάμαυρη, αστραφτερή φοράδα του Γιωργιλή, η Διαμάντω, ερχόταν κοντά μας, το μεγάλο της στόμα άνοιγε κι άλλο σε χαμόγελο, οι σέμπρε βίτες του γιαλού ολόχρυσες, εμείς σκάβαμε πηγάδια με τις ώρες, ανοίγαμε αυλάκια να μπουν με το κύμα αφρόψαρα, ωραία, πολύ ωραία και ήσυχα, ώσπου η φωνή μου ακούστηκε άγρια από τον ενθουσιασμό: «Ένα άγαλμα!!! Παιδιά, ένα άγαλμα!!!».
Φάνηκε πρώτα το θεϊκό πρόσωπό της. Αχ, εκείνο το γλυκόπικρο χαμόγελο- ένας ήλιος. Ω, οι παρειές της· το μέτωπο το ευρύ και καμαρωτό! Ήταν συνολικώς έντεκα αγάλματα. Συναγερμός. Ενθουσιασμός. Κόσμος. Άνθρωποι θαμπωμένοι- τόση ομορφιά γύρω μας, κοντά μας, εντός μας, τόση μαγεία απρόσμενη και καθηλωτική. Εξαγνιστική σχεδόν.
Τα μετέφεραν προσωρινώς στον ολάνθιστο και θεριεμένο κήπο του κυρ- Δημητράκη Λαλούση, του συμβολαιογράφου· ώσπου να λάβει γνώση η αρχαιολογική υπηρεσία της Σπάρτης, είπαν. Και είπαν ακόμη ότι προφανώς ήταν συλημένα στην Κατοχή από τους κατακτητές Γερμανούς οι οποίοι θα τα φυγάδευαν αλλά συνέβη κάτι-άγνωστο σ’ εμάς- ίσως η απελευθέρωση, και τα έκρυψαν ως να γυρίσουν να τα κλέψουν, να ολοκληρωθεί η ιεροσυλία. Με τις βροχές δε, τον αέρα και το χρόνο, μετακινήθηκαν· κατηφόρισαν και μας περίμεναν θαμμένα, προστατευμένα από χώμα, άργιλο και άμμο, κάμποσα μέτρα πριν από την ακτή.
Θα έζησαν ευτυχισμένα στον κήπο τα αγάλματα. Τα αγάλματά μας. Και εμείς μαζί τους. Αγάλματα ωραία, να τα προσκυνάς σαν εικονίσματα.
Στις δόξες τους τα τριαντάφυλλα, τα φούλια, οι ίριδες, οι μαργαρίτες, οι ζίνιες, οι κατιφέδες, τα γαρύφαλλα, τα γιασεμιά, ο πλατύφυλλος βασιλικός. Τα φύλλα των εσπεριδοειδών φρέσκα σαν στιλβωμένα. Και πρόσωπα παιδικά ή στο σύνορο της εφηβείας με βλέμματα μαγεμένα, να χαίρονται τα αγάλματα να χαίρονται και τα πρώτα ντροπαλά μα εκστατικά σκιρτήματα της καρδιάς…
Ποια είναι η διαφορά της άδολης αγάπης για τον πολιτισμό της πατρίδας σου από την προγονολατρεία που προωθήθηκε και σε σκοτεινές μάλλον εποχές;
Δεν υπάρχει μέτρο, ούτε τρόπος σύγκρισης. Η αγάπη σε ομορφαίνει, σε γαληνεύει, σε βεβαιώνει ότι αυτή η γελαστή άνοιξη και ετούτο το μυρωδάτο καλοκαίρι υπήρξαν απ’ αιώνος σε τούτη τη γη. Και η γλώσσα αυτή ταξίδεψε με τα κύματα, πέρασε πολιτείες και βουνά, διέσχισε ποταμούς, ύμνησε επιτυχίες και νίκες, τραγούδησε έρωτες και γεννητούρια, ευχήθηκε, λαβώθηκε, αναστήθηκε δίχως να αλλάξει, χωρίς να χαθεί, να σβηστεί, να λησμονηθεί.
Αντιθέτως. Αυτή η γλώσσα έφτασε στα πέρατα του γνωστού κόσμου φορτωμένη ομορφιά και αίσθημα και αίσθηση του μέτρου και ανάδειξε ποιητές, ποιήτριες, τραγωδούς, γλύπτες, αρχιτέκτονες, ερευνητές, θαλασσοπόρους, νομοθέτες, ρήτορες, θεούς ή ανθρώπους του μόχθου, που ονειρεύονται ακόμη. Αυτό το γαλάζιο του ουρανού που καθρεφτίζεται στην παντοτινή αγαπημένη του, τη θάλασσα, έχει σαϊτέψει την ψυχή μας. Για πάντα. Ναοί, ξωκλήσια, κάβοι, γλαρονήσια, δέντρα χιλιόχρονα, βουνά ανθισμένα, νανουρίσματα, αποχωρισμού τραγούδια, δελφίνια γελαστά και πολιτείες ζωγραφιστές, η φωνή της θάλασσας, το κάλεσμα του ταξιδιού, η αγάπη στο ωραίο και το σεμνό, ο λαός με τα καθαρά μάτια, τα παραμύθια που παρηγορούν, ο αγώνας, το δάκρυ της αγάπης, η αποφυγή της λησμονιάς… Αυτά και άπειρα άλλα συνιστούν την άδολη αγάπη· αποτελούν τον άρτο της ψυχής, με τον οποίο τρέφεται και βαδίζει τον δρόμο της πραότητας, της ευγένειας, της φιλαλληλίας, της προόδου, χιλιάδες χρόνια τώρα λαός μας. Τώρα, αν σε εποχές ζόφου ξεστράτισαν ορισμένοι συμπολίτες και έφεραν βάσανα, πληγές αγιάτρευτες και διαψεύσεις, ας μην το λησμονούμε. Η λήθη είναι τροχοπέδη. Είναι και σκότος βαθύ που αν αφεθείς σε τελείωσε. Σαν πολίτη, σαν οικογενειάρχη, σαν άνθρωπο δημιουργικό, με ευρεία αντίληψη του κόσμου και των πραγμάτων. Η μνήμη, πάλι, είναι σωτηρία. Είναι η διασφάλιση της ειρήνης και της προόδου του ανθρώπινου γένους. «Τα θεμέλια μου στα βουνά/ και τα βουνά σηκώνουν οι λαοί στους ώμους τους/ και πάνω τους η μνήμη καίει/ άκαυτη βάτος.» Οδυσσέας Ελύτης ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ.
Να που είμαστε όρθιοι, κόντρα στις εξωτερικές ή εσωτερικές κατοχές. Στην πατρίδα αυτή την πανάρχαια και αγαπημένη, εξακολουθούν να γεννιούνται και να μεγαλώνουν άνθρωποι με ελπίδες και όνειρα και συμμετοχή στα κοινά και στην κοινότητα.
Ευτυχώς οι περισσότεροι από τους νέους μας μοχθούν και αγαπούν: Τον άνθρωπο. Τη γνώση και την ευθύνη. Τη δημιουργία. Την εξέλιξη. Την τέχνη και την ικανότητά της να κάνει τα πλάσματα ωραιότερα. Τα βιβλία που είναι ταξίδια στην ελεύθερη καρδιά, στη ελεύθερη αγάπη του γνωστού κόσμου αλλά και του κόσμου που δεν πλησιάσαμε ακόμη.
Φιλία, ξεγνοιασιά, αθωότητα, αγάπη για το τοπίο, τη φύση και ασφαλώς τα αγάλματα. Θα μπορούσαν σημερινά παιδιά να περάσουν ένα τέτοιο καλοκαίρι;
Όχι. Μάλλον όχι. Δυστυχώς. Ένας σοβαρότατος λόγος του δισταγμού μου ή και της επιφυλακτικότητάς μου είναι ότι εδώ και καιρό η ανθρωπότητα δεινοπαθεί. Δοκιμάζεται. Κάτω από άλλες συνθήκες, σε άλλους καιρούς, ίσως να ζούσαν ένα καλοκαίρι σαν αυτό.
Ίσως… Όμως τα παιδιά- όχι μόνο σήμερα- έχουν αντίληψη, αποτυπώνουν τα πάντα. Τα παιδιά μας, όλου του κόσμου τα παιδιά, δεν έχουν μείνει ανεπηρέαστα αν και δεν το ομολογούν. Είναι κατηφή. Αδρανή. Συχνά αδιάφορα. Καταφυγή τους; Οι ηλεκτρονικοί φίλοι. Είναι γι’ αυτά όχι πειρασμός αλλά μια επίφαση συναναστροφής. Βλέπετε είναι οι μέρες βαριές, ένα παράθυρο ανοιχτό ζητούν. Μια υπόσχεση πράυνσης.
Επιπλέον υφίσταται συχνότατα –και πικρότατα- η απουσία ή αδυναμία προσπάθειας ανάδειξης των αληθινών αξιών της ζωής. Από μέρους των γονέων; Από μέρους αρκετών ΜΜΕ, που προωθούν ανοίκεια ή ευτελή πρότυπα; Ή από μέρους των πολιτικών ανδρών και γυναικών που ανταγωνίζονται, αλληλοκατηγορούνται και αποξενώνονται –συν τω χρόνω- από τα οράματα, τους ενθουσιασμούς, τα όνειρα και τις υποσχέσεις τους για μια πολιτεία ευνομούμενη; Όχι, δεν είναι δυνατό να θέλξει ένα καλοκαίρι σαν αυτό τα σημερινά παιδιά. Ούτε θα ενθουσιαστούν με το τοπίο. Με την υδάτινη φύση, ναι. Φταίει το ότι δεν τους γνωρίσαμε, όπως έπρεπε, την ομορφιά και της αρχαίας αλλά και της σημερινής πατρίδας ώστε να γεμίσουν οι καρδιές τους αγάπη και τα μάτια τους λάμψεις και χρώματα, δεν τους μιλήσαμε γι’ αυτό το θαύμα της διάνοιας και της αφοσίωσης. Ελάχιστες είναι οι οικογένειες που κάνουν αυτές τις σωτήριες συζητήσεις με τα παιδιά· και το σχολείο δεν επαρκεί· έπειτα:
«… Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς- τ’ αγάλματα…
«Τ’ αγάλματα είναι στο μουσείο.
Καληνύχτα».
Γιώργος Σεφέρης
«ΚΙΧΛΗ»- Β’ Ο ηδονικός Ελπίνωρ
— Άκουσε ακόμη τούτο. Στο φεγγάρι
τ’ αγάλματα λυγίζουν κάποτε σαν το καλάμι
ανάμεσα σε ζωντανούς καρπούς1 — τ’ αγάλματα·
κι η φλόγα γίνεται δροσερή πικροδάφνη,
η φλόγα που καίει τον άνθρωπο, θέλω να πω.
Ποια πιστεύετε πως είναι εν γένει η σχέση των σύγχρονων Ελλήνων με τα «αγάλματά» τους; «Γι’ αυτά πολεμάμε»;
Η σχέση των ενηλίκων με την ατίμητη κληρονομιά μας είναι, όπως έχω διαπιστώσει, τα τελευταία χρόνια τώρα, με συγκίνηση και χαρά, ισχυρή. Προέρχομαι από μικρή λακωνική πόλη η οποία ανήκε στο Κοινό των «Ελευθερολακώνων». Αυτή είναι η ονομασία που δόθηκε στους Λάκωνες που ανεξαρτητοποιήθηκαν (195 π. Χ. -297 μ. Χ.) από την κηδεμονία της Σπάρτης. Οι πόλεις του κοινού των Ελευθερολακώνων- το πλείστον παραθαλάσσιες πόλεις και λιμένες- γνώρισαν τότε μεγάλη ανάπτυξη: Κήποι με ψηφιδωτά (καρποί και λουλούδια και χελιδόνια), ναοί, αγάλματα, κρήνες, επιτύμβιες στήλες με ανάγλυφες παραστάσεις, το ιερό του Απόλλωνα στον Κάβο- Μαλιά, αφιερώματα. Η πόλη μας τότε ονομαζόταν Βοιαί προς τιμήν του Βοία, πρώτου κατοίκου και ιδρυτή της. Οι νοικοκυρές σφουγγάριζαν τα αρχαία ψηφιδωτά του κήπου τους, έπλεναν τις κρήνες με σαπούνι ντόπιο. Τα έκαναν να αστράψουν.
Εάν εξαιρέσω την αρχική άγνοια την οποία απώλεσαν έπειτα από τις αρπαγές και τους αρχαιοκάπηλους –ξένους, με γνώσεις, σπανίως Έλληνες- ουδέποτε συμπολίτης μου εμπορεύτηκε έστω και μια σβούρα. Ή μια πλαγγόνα. Τα ευρήματα από τα χωράφια αρχικώς τα έπαιρναν στα σπίτια τους και έπειτα, όταν απέκτησαν συνείδηση των θεϊκών και ιερών αντικειμένων, τα παρέδιναν στην Αστυνομία ή στην Κοινότητα, που με τη σειρά τους τα μετέφεραν προσωπικώς και με ευθύνη τους στη Σπάρτη. Τώρα, που εδώ και δυο χρόνια αποκτήσαμε στην πόλη μας -τη Νεάπολη- μουσείο, είναι αρκετά εκεί. Και μερικά από εκείνα, τα δικά μας· από τον Κήπο με τ’ Αγάλματα. Ανατρίχιαζαν όλοι στα εγκαίνια. Πολλοί δάκρυσαν. Έπειτα τραγούδησαν τραγούδια του τόπου μας. Προς τιμήν των αγαλμάτων.
Έχω να σας πω ότι η ψυχή μου αγάλλεται με την αγάπη για την πατρίδα που τρέφουν σήμερα πολλοί από τους συμπατριώτες μας. Έχω δει Έλληνες να κλαίνε στο μουσείο Κάρλσμπεργκ της Κοπεγχάγης στη θέα των ελληνικών γλυπτών που στέκονταν στο αίθριο πανώρια και ατάραχα κι ας έβρεχε κατακλυσμιαίως.
Μου δημιουργήθηκε η αίσθηση ότι κρύωναν στον ξένο τόπο. Και έχω δει ξενιτεμένο (μετανάστης χρόνια στην Αυστραλία) να παίρνει με τις χούφτες του θάλασσα από το πλάι του ναού του Σουνίου και να την πίνει κλαίγοντας. Κι έχω δει νέους να κλαίνε από οργή και συγκίνηση όταν τους κάλεσαν στο πλοίο για τα Ίμια. Κι άλλους να κλαίνε όταν τους γύρισαν πίσω και δεν αγωνίστηκαν για την πατρίδα. Είδα νέες γυναίκες στο Πολυτεχνείο, έγκυες, ετοιμόγεννες, με τα χέρια ψηλά, με τα μάγουλα αυλακωμένα από τα δάκρυα, με φωνές ηχηρές, αποφασιστικές, γυναίκες νικήτριες!
Δεν έχουμε χώρο για τις πάμπολλες αυτές μνήμες, τον λυγμό ώρες ώρες της καρδιάς μου, όταν τελευταίως βεβαιώνομαι ότι μεγάλο μέρος των σημερινών Ελλήνων, ιδιαιτέρως των νέων, «ώρισαν και φυλάγουν Θερμοπύλες». Ή Κήπους με Αγάλματα.
Ο κήπος της Ελένης
Γιατί αγαπάτε την Ελλάδα;
Αγαπώ την Ελλάδα.
Διότι δεν επισκέφθηκα ποτέ σπίτι απομονωμένο, μικρό και ταπεινό, σε χωριό ή συνοικισμό, σε ερημιά ή σε πλατεία, σε βουνό ή στην πλημμυρισμένη άμμο, στα βράχια και στα χωράφια, σχόλη ή καθημερινή, πρωινό ή δειλινό, σπίτι φτωχού ή ευκατάστατου που να μην έχει στο τραπέζι της σάλας στρωμένο λευκό τραπεζομάντιλο, κεντημένο με κλωστές πολύχρωμες κι επάνω, σαν ζωντανά, πουλιά και λουλούδια, και δέντρα καταπράσινα ενώ στο κέντρο του τραπεζιού γυάλινο ή πήλινο βάζο με φρέσκο, μοσχοβολιστό μπουκέτο απ’ την μπροστινή πρασιά.
Διότι στον τόπο μου τον γενέθλιο δεν υπήρχε κατοικία που να μην έχει φιλοξενήσει έναν άστεγο, έναν ταξιδιώτη που δεν πρόλαβε το λεωφορείο ή το πλοίο της γραμμής, που να μην του πρόσφερε φαγητό και κρεβάτι.
Κάποτε, παραμονή των Χριστουγέννων, το πλοίο δεν μπορούσε να συνεχίσει για Κύθηρα, λόγω θαλασσοταραχής, και οι επιβάτες βγήκαν έξω ψάχνοντας, μα δεν υπήρχε κατάλυμα, και ο πατέρας μας έφερε στο σπίτι ένα ζευγάρι καλαθάδων από τη Ρουμανία. Η νέα γυναίκα, η Μαρία, ήταν στη ώρα της να γεννήσει και της στρώσαμε στο κρεβάτι των γονιών μου και την περιποιήθηκαν η γιαγιά με τη μητέρα και την ώρα που χτυπούσαν οι καμπάνες η κοπέλα γέννησε. Μου φάνηκε ότι στο σπίτι μας γεννήθηκε ο Χριστός. Χάρισα στο νεογέννητο την κούκλα μου, τη Ρόζα. Δεν ήξερα πώς να δείξω τη χαρά μου.
Διότι τα δημοτικά μας τραγούδια είναι έργα υψηλής τέχνης και αυθεντικής συγκίνησης και όταν τα ακούω ή όταν τα τραγουδώ νιώθω μια γλυκιά ταραχή και τα ευεργετικά δάκρυα της καρδιάς μου δεν σταματούν. Και η συνταρακτική ποίησή μας.
Τα παραμύθια μας, ακόμη. Οι βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες. Οι «Χαιρετισμοί». Ο Δεκαπενταύγουστος. Τα ξωκλήσια. Ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Οι μύθοι. Το ’21 και οι κατά τόπους συνεχείς εκρήξεις. Το αίθριο γαλάζιο που μας περιβάλλει. Η ευγένεια του λαού μας. Το παρελθόν με τα ασύλληπτα και αξεπέραστα δημιουργήματά του. Η ευτυχία να αγαπώ κάθε δέντρο, κάθε σκιά, κάθε πουλί, κάθε ξημέρωμα. Και η εγγύτητα που είναι ορατή και θεραπευτική στους τρόπους πολλών Ελλήνων. Η σεμνότητα που είναι στολίδι, εκ γενετής χαρισμένο, σε πολλούς Έλληνες. Και για άλλα, πολλά και άξια να τα ζεις και να αγωνίζεσαι γι’ αυτά, για τα οποία σας και μίλησα προηγουμένως.
Πιστεύετε ότι πέρασε αυτός ο δεκαετής κύκλος έξωθεν αλλά και αυτοταπείνωσης των Ελλήνων;
Δεν πιστεύω, δυστυχώς, ότι πέρασε αυτός ο εξουθενωτικός κύκλος. Όχι ακόμη. Θα σας απαντήσω με στίχους του Σεφέρη μια και οι εικόνες εμπρός μου δεν είναι –προς το παρόν- ελκυστικές:
«Είτανε καλά παιδιά οι συντρόφοι, δε φώναζαν
ούτε από τον κάματο ούτε από τη δίψα ούτε από την παγωνιά,
είχανε το φέρσιμο των δέντρων και των κυμάτων
που δέχουνται τον άνεμο και τη βροχή
δέχουνται τη νύχτα και τον ήλιο
χωρίς ν’ αλλάζουν μέσα στην αλλαγή…
Εί μέλλει γνώσεσθαι αυτήν έλεγαν
είς ψυχήν βλεπτέον, έλεγαν
και τα κουπιά χτυπούσαν το χρυσάφι του πελάγου…»
Μυθιστόρημα Δ’
Αργοναύτες
Διαγράψατε -και εξακολουθείτε- μια σημαντική πορεία στην κριτικογραφία, τη βιβλιοθηκονομία, τη λογοτεχνία. Τι κερδίσατε μέσα σε όλη αυτή τη διαδρομή; Και τι απωλέσατε ή κινδυνεύσατε να απωλέσετε;
Δεν γνωρίζω εάν η συνεισφορά μου στην κριτικογραφία ήταν ή είναι σημαντική, παρότι και ευθύνη και αγάπη καταθέτω κρίνοντας ένα βιβλίο. Όσο για τη βιβλιοθηκονομία, ελάχιστα την απόλαυσα. Μου έγινε μια δυσμενής μετάθεση στην υπηρεσία – οι λόγοι πολιτικοί- παραιτήθηκα, εργάστηκα για ένα διάστημα σε ναυτιλιακό γραφείο, έπειτα ευτύχησα να δημιουργήσω οικογένεια. Είχα ήδη γράψει τον «Κήπο με τ’ Αγάλματα». Έγραφα και μεγάλωνα τα παιδιά μου.
Τις κριτικές τις χάρηκα πολύ. Αφάνταστα πολύ. Διάβασα άπειρα βιβλία, ταξίδεψα σε άπειρους κόσμους, βελτίωσα τη γραφή μου, ισχυροποιήθηκαν οι δεσμοί μου με τα βιβλία. Ήταν μια ευτυχισμένη και μακρά περίοδος- είκοσι επτά χρόνια στην «Ελευθεροτυπία- το κλίμα εκεί ήταν εξαιρετικό, το πνεύμα ελεύθερο. Ωφελήθηκα. Φαντάζεστε πόσα βιβλία πέρασαν από τα χέρια μου όλα αυτά τα χρόνια; Ας είναι ευλογημένος εκεί που βρίσκεται ο Σεραφείμ Φυντανίδης ο οποίος μου πρότεινε τη συνεργασία.
Α, γνώρισα κόσμους, κέρδισα αισθήματα, ευαισθησία, ματιά θωπευτική, έμαθα να αγαπώ τον άνθρωπο και τις ικανότητές του. Μέσω των κριτικών διερευνούσα και τον εαυτό μου. Και χάρη στα βιβλία που έγραψα –και γράφω- συχνά αγγίζω την ευτυχία. Αν ευτυχία είναι η φιλότητα, η εγγύτητα, η ευγένεια, το βλέμμα το βαθύ, το ερευνητικό, του αγριοπερίστερου το βλέμμα.
Πάνε χρόνια τώρα που συνεργάζομαι με το diastixo. Ωραίος χώρος για την τέρψη της ψυχής και για τη γνώση. Κείμενά μου, κυρίως ταξιδιωτικά, αναρτώνται και στο Βookbar που διευθύνει η Ελπίδα Πασαμιχάλη. Τι άλλο επιθυμώ; Φυσικά υγεία και ειρήνη – μακάρι για όλους.
Αν απώλεσα κατιτί; Αντιθέτως. Είμαι πλέον πλήρης ευφρόσυνων αισθημάτων, βεβαίως κάποτε υπάρχουν και δυσχέρειες, αλλά αυτά είναι ανθρώπινα.
Αισθάνομαι ότι η διαδρομή αυτή, η βαθύτατη έλξη μου στα βιβλία, ήταν προδιαγεγραμμένη. Όποιος τα ορίζει αυτά προνόησε για την ευτυχία μου.
Με την ανάπτυξη του διαδικτύου, των social media και της υπερπαραγωγής βιβλίων, ποια πρόκληση έχει μπροστά της η σημερινή κριτική παιδικής λογοτεχνίας;
Οι άνθρωποι που αγάπησαν τα βιβλία δεν θα πάψουν να τα αγαπούν με την ανάπτυξη του διαδικτύου, των social media ή με την απρόσμενη και συχνά όχι απαραίτητη υπερπαραγωγή των βιβλίων. Εάν από μικροί τα αγαπήσουν δεν θα τα απαρνηθούν μεγαλώνοντας.
Θα χαθούν κάποια στιγμή με όλους αυτούς τους σύγχρονους πειρασμούς και περισπασμούς, βεβαίως η σκέψη τους θα απομακρυνθεί για ένα διάστημα- που μπορεί να είναι και μακρό- από τη θέλξη, τη σαγήνη και την ευτυχία των τυπωμένων σελίδων, αλλά θα επανέλθουν· θα τους λείψει, οπωσδήποτε, το πέταγμα της φαντασίας, η αλήθεια, η ομορφιά κάθε έργου, η συγκίνηση, η σωστή πληροφόρηση, η σοφία, τα πανανθρώπινα μηνύματα και οι οικουμενικές αξίες που μεταφέρονται μέσω των βιβλίων.
Να αναφερθούμε στην υπερπαραγωγή και να τονίσουμε ότι ανάμεσα στα αναρίθμητα βιβλία, ο έμπειρος και υπεύθυνος βιβλιοκριτικός, από τις πρώτες σελίδες θα το δει το φως που εκπηγάζει από το καλό βιβλίο. Δεν θα είναι φως εκτυφλωτικό, θα είναι σεμνό μα πολύτιμο, σαν τα σπάνια μαργαριτάρια που αλιεύονται στον Περσικό κόλπο, στις νήσους Μπαχρέιν. Αυτά τα βιβλία οφείλει να υποστηρίξει ο κριτικός. Το χρωστά στα παιδιά για την ευτυχία τους και την ολοκλήρωσή τους σαν αυριανοί πολίτες· μα και στην κοινωνία που όταν νοσεί στηρίζει τις ελπίδες της στους νέους ανθρώπους για να αναλάβουν την ίαση, τη βελτίωση και την πρόοδό της.
Πόσο εύκολο είναι να εξελίσσεις τον τρόπο γραφής σου (γενικά μιλώντας) ενώ οι εποχές και ενδεχομένως το κοινό αλλάζει;
Η γλώσσα μας είναι ευέλικτη. Και ευλύγιστη, ανυπέρβατη και θαυμαστά ανθεκτική. Είναι ο θησαυρός μας. Προσωπικώς δεν βρήκα ουδεμία δυσκολία στο να εκφρασθώ με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά, και όπου υπήρξε χρεία. Αλλάζει το κοινό, μα σου δίνονται τόσες ευκαιρίες και διευκολύνσεις ώστε να του μιλήσεις σωστά αλλά κατανοητά. Οι άνθρωποι που δημιουργούν με εργαλεία τη φαντασία, τη σκέψη και τη γλώσσα, οι άνθρωποι οι αφοσιωμένοι σε αυτό που είναι ταγμένοι, έχουν το χάρισμα. Και τις κεραίες· διαθέτουν ιδιαίτερη αντιληπτική ικανότητα. Τουλάχιστον αυτό αισθάνομαι, αυτό συμπεραίνω, και αυτό φροντίζω. Οι εποχές αλλάζουν. Και οι άνθρωποι. Και η γλώσσα μας πλουταίνει με αυτές τις μεταβολές ή εξελίξεις. Προσωπικώς αισθάνομαι ότι είμαι αλιέας λέξεων όταν γράφω. Μια χάρη είναι αυτό που δόθηκε –ή που καλλιέργησα μοχθώντας- και μια χαρά.
Τα αγάλματα, η δημιουργία, είναι ένας τρόπος να νικηθεί ο χρόνος ή είναι εν τέλει αήττητος;
Δεν είναι αήττητος ο χρόνος. Παραμερίζει εμπρός στα ανθρώπινα έργα τα υψηλά και τα αιώνια. Συχνά γίνεται και φίλος· «Φίλε της καρδιάς μου Χρόνε» έγραψε φίλος μου «συνεσταλμένος, ντροπαλός χαμηλώνεις τα μάτια εμπρός στα ευλογημένα χέρια του ανθρώπου». Και εμπρός στις ρόδινες ανατολές που μας λούζουν με ευλογία. Και προσδοκία· θα πρόσθετα.
Έχετε κερδίσει διακρίσεις, αναγνώριση, αγάπη από τους αναγνώστες. Κοιτώντας μπροστά, τι ονειρεύεστε;
Θα σας πω ότι η μόνη μου σιγουριά είναι πως ό,τι μέχρι τώρα έγραψα ήταν προϊόν αγάπης, ευθύνης, έρευνας και προσοχής. Ίσως γι’ αυτό αρκετοί (όχι πάμπολλοι) αναγνώστες εκτιμούν τα έργα μου.
Αν κέρδισα κάτι είναι η συνειδητοποίηση ότι πρόσεξα πολύ τη γλώσσα και αγάπησα την ανθρώπινη φύση. Και τη φύση που μας περιβάλλει. Αγάπησα τα πουλιά- είμαι μέλος της Ορνιθολογικής- αγάπησα τη μουσική, τα δέντρα, τη θάλασσα. Τη μικρή θαλασσινή γενέθλια πόλη. Αγαπώ πολλούς και πολύ. Είναι γεμάτη η καρδιά μου από σπάνια, τρυφερά και λαμπερά αισθήματα. Ζω μια ήσυχη, καλή ζωή, χάρη στο γράψιμο και το διάβασμα και τους αγαπημένους μου που τους έχω κοντά μου. Παρακαλώ το Θεό για τα θύματα της πανδημίας, παρακαλώ και για το παρόν και το μέλλον των παιδιών. Κατά τα άλλα μακάρι να είμαι γερή, να γράφω και να απολαμβάνω, να διαβάζω, όσο και όπως τώρα.
Η ζωή έχει πολλές χαρές αθέατες συχνά, αρκεί να τις αναζητήσουμε.
Σας ευχαριστούμε για την τιμή.
Σας ευχαριστώ πάρα πολύ.
Ελένη Σαραντίτη
Ο κήπος με τ’ αγάλματα –)
Εκδόσεις Πατάκη