Μια παράσταση ξεχωριστή, αφιερωμένη σ’ έναν άνθρωπο που αποτελεί ζωντανό θρύλο για τη νεότερη Ελλάδα και μια από τις μεγαλύτερες εν ζωή προσωπικότητες, τον Μίκη Θεοδωράκη. Η ζωή και το έργο του ενέπνευσαν και συνεχίζουν να εμπνέουν τον ελληνικό λαό, ξυπνούν μνήμες του παρελθόντος και μας δίνουν δύναμη ν’ αντιμετωπίσουμε το παρόν και να οραματιστούμε το μέλλον. Παράλληλα, με την πολυτάραχη ζωή του ο θεατής παρακολουθεί και τα σημαντικότερα γεγονότα της σύγχρονης ελληνικής ιστορίας, από την καταστροφή της Σμύρνης μέχρι την πτώση της δικτατορίας.
Εικόνα 117η. Ο Γιώργος Θεοδωράκης (Γρηγόρης Βαλτινός), πατέρας του Μίκη και δυναμική προσωπικότητα, ήταν ανώτατος διοικητικός υπάλληλος. «Πνίγει» τις πεποιθήσεις του και δεν τις εκφράζει. Πάνω απ’όλα είναι πατέρας που τρέχει ξοπίσω του στις διαδηλώσεις και βασανίζεται για το μέλλον του παιδιού του.
Πατέρας: “Ο θάνατος, παιδί μου, στο πεδίο της μάχης αποτελεί φυσική κατάσταση για εμάς τους Θεοδωράκηδες… Λοιπόν εσύ δεν έχεις τίποτα περισσότερο από το να συνεχίσεις την ηρωική παράδοση της οικογένειας σου…Εάν σε σκοτώσουν, να έχεις την ευχή μου… Εμένα οι μέρες μου τελείωσαν πια…” Ο 88χρονος σήμερα Μίκης Θεοδωράκης συμμετείχε ενεργά στη δημιουργία της παράστασης, ξενυχτούσε και έστελνε τις ιδέες του στο σκηνοθέτη, Θέμη Μουμουλίδη, για να είναι όσο πιο κοντά γίνεται στα πραγματικά γεγονότα. Ο πατέρας Γρηγόρης Βαλτινός και ταυτόχρονα αφηγητής πολλές φορές είναι παρών ως παρατηρητής σε σημαντικές σκηνές, όπως σε εκείνη με τη μητέρα του που την έγραψε ο ίδιος ο Μίκης Θεοδωράκης.
Εικόνα 84η Η συνάντηση του Μίκη Θεοδωράκη (Άρης Λεμπεσόπουλος) με τη μητέρα του (Φιλαρέτη Κομνηνού). Μια από τις πιο συγκινητικές σκηνές της παράστασης καθώς ο Μίκης Θεοδωράκης… …Μια ηλιόλουστη μέρα συνάντα τη μητέρα του στην ψυχιατρική κλινική. Η μητέρα καθισμένη στο παγκάκι κοιτάζει το κενό. Ο Μίκης πλησιάζει σκύβει προς το μέρος της.
ΜΙΚΗΣ: Μαμά, καλημέρα.
ΜΗΤΕΡΑ: Ποιος είσαι;
ΜΙΚΗΣ: Ο Μίκης! Ο Γιος σου!
ΜΗΤΕΡΑ: Ψήλωσες πολύ!…..
Ακολουθεί ένας διάλογος που η μητέρα δεν τον αναγνωρίζει και ο Μίκης της λέει σημάδια, για να τον θυμηθεί, όταν ήταν μικρός στη Μυτιλήνη και ήθελε να γίνει πουλί και προσπαθούσε να πετάξει με αποτέλεσμα να σπάσει το χέρι του. Το γάμο της Στέλλας στην εκκλησία του Γαλατά που έγιναν μάνα και γιος κουμπάροι. Τα τραγούδια που έγραφε ο Μίκης και της τραγουδούσε στην κουζίνα, πάνω απο το τηγάνι, ενώ εκείνη μαγείρευε. Τέλος της τραγουδά ένα τραγούδι που έγραψε ειδικά για εκείνη τότε που ήταν στον Πύργο «δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια». Χορεύουν οι δυό τους.
Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια (Κ. Παλαμάς)
Δεν είναι μονάχα τ’ αηδόνια, που κάνουν ναό το κλαρί, που κάνουν απέραντη γλύκα και σένα διαβάτρα στιγμή».
Ξαφνικά η μητέρα τον απωθεί.
ΜΗΤΕΡΑ: Πάρτε τον από’ δω! Ο Μίκης μου δεν έλεγε ψέματα… Θέλω να ξαπλώσω να τον ονειρευτώ… Θέλω να κοιμηθώ… Μόνο στα όνειρα μου είμαι μαζί του…Εκεί μου λέει όλα τα μυστικά του… Ο Μίκης τρυπώνει κάθε νύχτα στα όνειρα μου…
ΜΙΚΗΣ: Σε παρακαλώ… Θέλω να κοιταχτούμε στα μάτια μόνο για μια στιγμή… Μαμά, κοίταξε με… μαμά… Καθώς κοιτάζονται η μητέρα ανασαίνει βαθιά, υποφέρει, κινείται σπαστικά.Τέλος πέφτει στην αγκαλιά του, τον χαιδεύει, τον φιλά κλαίγοντας
ΜΗΤΕΡΑ: Μίκη μου, Μίκη μου… Ο πατέρας μένει μόνος…σε όλη τη σκηνή πέφτουν φύλλα, ενώ αρχίζει να τραγουδά την «Όμορφη πόλη».