Γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Κέρκυρα. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή στο Αριστοτέλειο της Θεσσαλονίκης, πόλη στην οποία ζει και εργάζεται ως φιλόλογος. Τα βιβλία της βρίσκονται συχνά στις βραχείες λίστες των Κρατικών, του ελληνικού τμήματος της IBBY, του Αναγνώστη, ενίοτε κατακτούν και τα αντίστοιχα βραβεία. Όπως το 2015 που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Εφηβικού-Νεανικού μυθιστορήματος για το μυθιστόρημά της Θα σε σώσω ό,τι κι αν γίνει και το 2017 όταν οι φοβεροί Ξυπόλυτοι Ήρωές της απέσπασαν και το Κρατικό και το βραβείο της IBBY.
Ο τρόπος που μιλά σου εξεγείρει το μυαλό, το πνευματικό της εύρος δεν αφήνει κανέναν λογισμό ήσυχο. Τα βιβλία της για τους 13+ αναγνώστες είναι συναρμολογημένα νοητικά συστήματα συνδεδεμένα με πυρίτιδα ιδεών, ενώ και όταν απευθύνεται σε μικρότερα παιδιά (Μπάλα Μπαλαρίνα, Κύριε Χρόνε σου έχω πολλά παράπονα, Η μαρμελαδού, Το όνειρο του Παντοφλίνου κ.α.) είναι ιδιαιτέρως απολαυστική.
Η σπουδαία συγγραφέας Αλεξάνδρα Μητσιάλη μιλά με ελευθερία και ευαισθησία για όσα το επίκαιρο “δεκαεφτά” της, που επανεκδόθηκε από τις εκδόσεις Πατάκη, με έκανε να τη ρωτήσω.
Συνέντευξη στο ELNIPLEX
Κυρία Μητσιάλη, σας καλωσορίζω και σας ευχαριστώ για την τιμή. Ποια ανάγκη σας ωθεί να μεταφέρετε το βιβλίο «Οδός αθώων, θάλαμος 17» του 2002 στο 2019 με τον τίτλο «17»;
Σας ευχαριστώ για τη φιλοξενία στο Elniplex, κ. Πάππο, και σας απαντώ ότι το έναυσμα για την επανέκδοση του «17» ήταν η πεποίθηση μου ότι αυτό το βιβλίο άξιζε να κυκλοφορήσει ξανά, γιατί τα θέματα που θίγει είναι ίσως πιο επίκαιρα σήμερα από ό,τι όταν εκδόθηκε για πρώτη φορά.
Το βιβλίο επανεκδίδεται 17 χρόνια μετά και η 17χρονη Μαρίνα βρίσκεται στον θάλαμο 17. Πιστεύετε σε κάποιου είδους κυκλικότητα των πραγμάτων ή σε κάποια μαγική εμφάνιση των αριθμών στη ζωή μας;
Η ταύτιση της ηλικίας με τον αριθμό του θαλάμου είναι μια συγγραφική επινόηση με συμβολικό χαρακτήρα, ενώ η ταύτιση του τίτλου με την επανέκδοση είναι μια εκδοτική σύμπτωση. Κατά τα λοιπά δεν πιστεύω ούτε στην κυκλικότητα των πραγμάτων ούτε στις μαγικές δυνάμεις που κρύβονται πίσω από τον κόσμο που οι άνθρωποι μπορούμε να αντιλαμβανόμαστε.
Βλέπω μόνο πως οι άνθρωποι έχουμε ανάγκη να επινοούμε αόρατες δυνάμεις και να τους αποδίδουμε την ευθύνη της ζωής μας, γιατί είναι πιο εύκολο να σηκώσουμε το βάρος της αν πιστέψουμε ότι αυτά που γίνονται γύρω μας αλλά και μέσα μας είναι «θέλημα» κάποιας δύναμης που κινεί τα νήματα και έχει κιόλας αποφασίσει τον προορισμό μας.
Έτσι δεν αναλαμβάνουμε την ευθύνη να προσπαθήσουμε να φτιάξουμε τη ζωή μας, «κοινωνική» και «προσωπική», όπως θέλουμε και επαναλαμβάνουμε μοιρολατρικά πως «ό,τι συμβαίνει έχει κάποιο λόγο να συμβαίνει». Εμείς «μαγεύουμε» την πραγματικότητα επινοώντας τους «μάγους» και τα «μάγια» τους. Δεν το συνειδητοποιούμε όμως.
Σας αρέσει να συνομιλείτε με τα παλαιότερα βιβλία σας γενικότερα ή το «17» σας φώναζε ότι πρέπει να ξανάρθει στο τώρα;
Δε μ’ αρέσει να συνομιλώ μόνο με τα δικά μου παλαιότερα βιβλία αλλά και με τα παλαιότερα βιβλία των άλλων, που είτε τα ανακαλύπτω και τα διαβάζω για πρώτη φορά πολλά χρόνια μετά την έκδοσή τους είτε τα διαβάζω ξανά και ξανά χωρίς να με νοιάζει που δεν είναι πια καινούρια. Ευτυχώς η λογοτεχνία δεν έχει ημερομηνία λήξης. Όσο καιρό και να μένει στα ράφια μιας βιβλιοθήκης, αν αξίζει, δεν παλιώνει ποτέ. Όσο και να ξαχνίζει το εξώφυλλό της ή να γίνεται παλιομοδίτικο αυτή η ίδια δε χάνει το ενδιαφέρον της∙ αντίθετα μάλιστα ο χρόνος είναι για τη λογοτεχνία, όπως και για την τέχνη συνολικά, προστιθέμενη αξία.
Γιατί η Μαρίνα πέφτει από τον τέταρτο όροφο του παλιού βενετσιάνικου διοικητηρίου μόλις στα δεκαεφτά της; Ποιοι την «σπρώχνουν»;
Φαντάζομαι, γιατί ο άνεμος που φυσά μέσα στην ψυχή της έχει πια σαρώσει τα πάντα, γιατί δεν μπορεί να κολλήσει τα σπασμένα κομμάτια της, γιατί δεν υπάρχει τίποτα άλλο να κοιτάξει στους καθρέφτες της κοινωνίας παρά υποκρισία και αποστροφή. Είναι αυτή η ίδια κοινωνία που δεν επικαλείται μόνο «μαγικές» δυνάμεις για να δικαιολογεί την «τάξη» του κόσμου της, αλλά που κατασκευάζει και «πυρές» για να ρίχνει αυτούς που ενοχοποιεί προκειμένου να καλύπτει τις δικές της ανομολόγητες αμαρτίες, τη βρωμιά που προσπαθεί να κρύψει κάτω από κοστούμια εξόδου και κυριακάτικα χαμόγελα.
Ποιοι «έσπρωξαν» τους νεαρούς που βασάνισαν πριν λίγα χρόνια τον φοιτητή στα Γιάννενα μέχρι τέλους, ποιοι «έσπρωξαν» τον ίδιο να μην αντιδράσει, όπως έπρεπε, για να σωθεί και πολλούς άλλους να σφραγίσουν το στόμα τους κρύβοντας τους ενόχους; Ποιοι «έσπρωξαν» πρόσφατα τη μητέρα να πέσει με το ανάπηρο παιδί της από το μπαλκόνι τους;
Πρόκειται για διακρίσεις και διαχωρισμούς βαθιά εγκαθιδρυμένους στον κοινωνικό μας κόσμο, για αντιλήψεις που οι περισσότεροι από εμάς αντιλαμβανόμαστε ως δεδομένες και φυσιολογικές και δεν τις αμφισβητούμε, που με τον καιρό γίνονται το πνευματικό και ψυχικό τοπίο μας, μας προσαρμόζουν στα μέτρα τους και μας επιβάλλουν τα μέτρα τους ως μέτρο της αξίας μας και της αξίας των άλλων ανθρώπων.
Ποια πράγματα μπορούν να σε απομακρύνουν από μια αυτοχειρία; Η τέχνη; Ο έρωτας; Τι ρόλο παίζουν στη ζωή ενός ανθρώπου;
Όταν μπορεί να συμβεί και για όσο συμβαίνει ο έρωτας είναι ένας κόσμος γεμάτος μικρά σωτήρια θαύματα, σχεδόν υπερβατικός παρόλο που είναι εντελώς γήινος. Όταν όμως τελειώνει ή όταν ματαιώνεται, όταν αποδεικνύεται κάτι άλλο από αυτό που υποσχόταν ή όταν η φαντασία και η ανάγκη του δίνουν διαστάσεις που δεν έχει στην πραγματικότητα; Ίσως η τέχνη να είναι ασφαλέστερη οδός. Μια μετουσίωση της libido, του πόνου, του φόβου για τον θάνατο… Η μεταστοιχείωσή τους σε κάτι άλλο, σε κάτι δημιουργικό και λυτρωτικό, που υπόσχεται λιγότερες ματαιώσεις και περισσότερη ικανοποίηση. Ο έρωτας και η τέχνη μοιάζουν: μοιράζονται το ίδιο πάθος και την ίδια απόγνωση. Καμιά φορά πορεύονται μαζί, καμιά φορά αλληλοαποκλείονται, καμιά φορά κοντράρουν τον θάνατο, καμιά φορά σε οδηγούν πιο γρήγορα σ’ αυτόν.
Ήταν και είναι το «17» ένα καλά αναπτυγμένο σχόλιο πάνω στην ελληνική κοινωνία που προετοιμαζόταν πυρετωδώς για Ολυμπιακούς Αγώνες; Γιατί διαβάζοντάς το πια το 2019, είδα τόσα πολλά να είναι τόσο δίπλα μας…
Δεν θυμάμαι να είχα καταλάβει ότι προετοιμαζόμασταν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Εγώ ζούσα μάλλον στο περιθώριο των προετοιμασιών, τη μικρή, περιορισμένη, καθημερινή μου ζωή όπως και οι υπόλοιποι κοινοί θνητοί γύρω μου, που κατά κανόνα παρακολουθούν τις ειδήσεις για τα σπουδαία εθνοσωτήρια θεάματα από την τηλεόραση και τα ίδια τα θεάματα, όταν έρθει η ώρα τους, και πάλι από αυτήν και στο πετσί τους καταλαβαίνουν μόνο τις επιπτώσεις από ένα οικονομικό αλισβερίσι που άλλοι καρπώνονται τα οφέλη του και του οποίου πάντα εκείνοι καλούνται να πληρώσουν τα χρωστούμενα.
Αλλά βέβαια πριν πληρώσουμε όλοι εμείς οι κοινοί θνητοί τον λογαριασμό, καταπίνουμε τη σύγχρονη μεγάλη ιδέα της εξομοίωσης με την αναπτυγμένη Ευρώπη, αυτόν τον μικροαστικό μύθο της αναβάθμισης στη λίστα της παγκόσμιας κατάταξης των χωρών και των λαών, λίστα που κατασκευάζουν όσοι βρίσκονται στην κορυφή της και με τέτοιο τρόπο ώστε να μένουν πάντα στη θέση τους.
Κατά τα λοιπά προσπαθήσαμε να κουκουλώσουμε αυτό που πραγματικά συνέβη, να υποκριθούμε ότι συνέβη κάτι άλλο πάντα εθνικά υπερήφανο και επικερδές, να τηρήσουμε τα προσχήματα της ίδιας της υποκρισίας μας, να δικαιολογήσουμε τις κυβερνήσεις μας, όπως ακριβώς κάνουμε και στην προσωπική μας ζωή, δικαιολογώντας τον εαυτό μας και όσους μας εξυπηρετεί κάθε φορά να συγκαλύπτουμε. Σας φαίνεται ότι αυτό συνέβη μόνο την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων; Γιατί εμένα μου φαίνεται ότι, με μικρά φωτεινά διαλείμματα, συμβαίνει διαρκώς ακόμα και σε «θεάματα» με απείρως σοβαρότερες επιπτώσεις από αυτό των Ολυμπιακών. Ίσως γι’ αυτό και το «17» να είναι σήμερα περισσότερο επίκαιρο από τότε.
Οι εκδόσεις Πατάκη το ενέταξαν στα μυθιστορήματα Cross Over, τα παλαιότερα μυθιστορήματα ενηλικίωσης. Πώς αντιλαμβάνεστε αυτήν την κατηγορία βιβλίων (χαρακτηριστικά της, ανάπτυξή της, αφηγηματικές τεχνικές.);
Στην αρχή δεν την αντιλαμβανόμουν, γιατί δεν ήξερα ότι υπήρχε και γιατί, όταν γράφω, δεν έχω στο μυαλό μου την πιθανή τοποθέτηση αυτού που γράφω σε μια κατηγορία.
Αλλά εκ των υστέρων μπορώ να πω ότι, αν προσδιορίζαμε τα Cross Over ως μυθιστορήματα ενηλικίωσης που αντιμετωπίζουν τους εφήβους στο μεταίχμιο, στο σύνορο δηλαδή της μετάβασης προς την ωριμότητα θα λαθεύαμε, γιατί δεν υπάρχει ένα κατώφλι ωριμότητας, ένα «πριν» και ένα «μετά» που ορίζεται χρονικά και σηματοδοτεί μια μεταμόρφωση, αφού δυστυχώς η ωριμότητα δεν έρχεται πατώντας ένα κουμπί, πόσο μάλλον το κουμπί του χρόνου.
Έτσι λοιπόν νομίζω ότι τα Cross Over είναι περισσότερο πολυφωνικά μυθιστορήματα, που πλέκουν την ιστορία τους με τα νήματα πολλών ηλικιών, πολλών κοινωνικών και προσωπικών κόσμων, επομένως όχι μόνο με αυτά της εφηβικής οπτικής γωνίας -που και πάλι δεν είναι μία μα πολλές και διαφορετικές- επιτρέποντας αφενός στον έφηβο να κρυφοκοιτάξει στον κόσμο των ενηλίκων και στις κοινωνικές και εσωτερικές διεργασίες που τον διαμορφώνουν και αφετέρου στον ενήλικα να επιστρέψει στον εφηβικό κόσμο, από τον οποίο έχει περάσει αλλά όχι ανεπιστρεπτί γιατί τον κουβαλάει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο μέσα του, και να δει ξανά στο βάθος του μέσα από διαφορετικούς καθρέφτες: την εμπειρία της ζωής και κάποια ωριμότητα, αν την έχει κατακτήσει.
Στο 17 φανερώνονται και οι παθογένειες της ελληνικής κοινωνίας αλλά και του εκπαιδευτικού συστήματος. Πού πάσχει το δεύτερο στην Ελλάδα, αν μπορεί κάποιος να το περιγράψει σε μερικές γραμμές;
Τα εκπαιδευτικά συστήματα δεν είναι ουδέτεροι οργανισμοί αλλά διαμορφώνονται από κρατικές πολιτικές, οι οποίες απηχούν κοινωνικές στοχεύσεις και προτεραιότητες. Τα εκπαιδευτικά συστήματα των κοινωνιών που εμπνέονται από τα κηρύγματα της θεάς Αγοράς, και επομένως όχι μόνο το ελληνικό παρότι η υλικοτεχνική υποδομή ορισμένων δημιουργεί άλλη εντύπωση, δεν έχουν στόχο να ξεδιπλώσουν μπροστά στα παιδιά την ομορφιά της φύσης, τη γοητεία της τέχνης και της ανθρώπινης σκέψης βοηθώντας τα να ανακαλύψουν και να αγαπήσουν τη ζωή, να σεβαστούν τα πλάσματά της και να βρουν ένα νόημα στη διαδρομή τους μέσα σε αυτήν, αλλά μετατρέπουν όλη αυτή την ομορφιά σε κολυβογράμματα και τη γοητεία σε καταναγκασμό, προετοιμάζοντας τους πολλούς να υπηρετήσουν με σκυμμένο κεφάλι τον κόσμο της παραγωγής και της κατανάλωσης.
Το σχολείο επίσης ανήκει σε μια ευρύτερη κοινωνία που υμνώντας σήμερα το life style δεν μπορεί παρά να είναι εν τέλει μια κοινωνία της απομόρφωσης και των πτυχίων που είτε αγοράζονται είτε μένουν απαξιωμένα στην αχρηστία. Μέσα σε ένα τέτοιο σχολείο πολλές φορές οι άνθρωποι γίνονται γρανάζια της μηχανής, μοχλοί σε διατεταγμένη υπηρεσία που εκτελούν χωρίς σκέψη και ευαισθησία, που μπορεί να πέφτουν ακόμα και πολύ χαμηλά στο ύψος της μικρότητας, του φθόνου, της φτηνής εξουσίας τους και να αναπτύσσουν φασίζουσες συμπεριφορές, οι οποίες παλαιότερα συνήθως εκπορεύονταν από τους εκπαιδευτικούς, ενώ σήμερα, που η ισορροπία των σχέσεων έχει αλλάξει, προέρχονται και από τους γονείς και τα παιδιά. Ο ισολογισμός όμως είναι ίδιος.
Οι διακρίσεις και τα σημαντικά βραβεία δεν σας έχουν λείψει. Λειτουργούν ως ένα είδος κινητήριου δύναμης για τους συγγραφείς;
Για μένα, γιατί δεν μπορώ να μιλήσω εξ ονόματος των ομότεχνων, οι διακρίσεις ήταν και είναι πάντα μια μεγάλη έκπληξη και μια μεγάλη χαρά∙ είναι ακόμα μια ανακούφιση ότι υπάρχουν άνθρωποι στην Ελλάδα που λειτουργούν έξω από κλειστές ομάδες που επιβραβεύουν και αναδεικνύουν τους ομοίους τους ή ευεργετούν για να ευεργετηθούν όταν έρθει η σειρά τους αλλά αγαπούν και γνωρίζουν τη λογοτεχνία και μπορούν, στο μέτρο του δυνατού, να αποφαίνονται στο όνομα μιας ποιότητας που αγνοεί τα κριτήρια της αγοράς και αναζητά μια υπερκείμενη αξία.
Θέλω να κλείσουμε με την Μελίνα και το ιδιαίτερο μαγαζάκι της. Μιλήστε μου γι’ αυτήν…
Κάποια στιγμή, χρόνια πριν, αποφάσισα να γράψω ομοιοκατάληκτες ιστορίες για σπόρους, γιατί τα μικρά παιδιά αγαπούν τις ρίμες, τις αποτυπώνουν εύκολα και τους αρέσει να παίζουν μ’ αυτές. Θυμήθηκα, λοιπόν, στιγμές της παιδικής μου ηλικίας, όπως για παράδειγμα, εκείνες που ο παππούς μου μού διάβαζε παραμύθια, όταν εγώ, μικρούλα, δεν ήξερα ακόμα να διαβάζω, και ακούγοντάς τον ονειρευόμουν τη στιγμή που θα μεγαλώσω και θα του διαβάζω εγώ. Έτσι γεννήθηκε «Ο Αρκούδος μου ο Παραμυθάς». Έπειτα θυμήθηκα ότι όταν ήμουνα μικρή δεν ήθελα να με φιλούν όλη την ώρα και ότι σε κανένα παιδί δεν αρέσει να το φιλούν και να το τσιμπούν, γεμίζοντας κοκκινίλες και υπερβάλλοντα υγρά τα μαγουλάκια του. Έτσι γεννήθηκε «Το μαγαζάκι με τα φιλιά». Βοήθησε και η Μελίνα, που όταν ήταν μικρή, έστηνε διαρκώς μαγαζάκια πουλώντας σε όλους μας τις κάθε είδους πραμάτειες της.
Υπάρχουν πολλών ειδών φιλιά. Αλλά, το ένα, το όμορφο, το αμοιβαίο φιλί, αυτό για το οποίο μίλησαν ποιητές και φυσικοί, που το είπαν από «ένωση πεπτικών σωλήνων» μέχρι «μέσο αθανασίας», τι είναι κατ’ εσάς;
Η Μελίνα και τα παιδιά του σήμερα πώς μπορούν να αλλάξουν τον κόσμο; Ή μήπως πάλι θα καληνυχτίσουμε τον Κεμάλ, περιμένοντας την επόμενη «Μαρίνα» για να συγκλονιστούμε ως κοινωνία μπροστά σε μεγάλες και ατομικές οθόνες;
Δεν ξέρω αν μπορούν ν’ αλλάξουν τον κόσμο εδώ που τον φτάσαμε. Αλλά όποτε σε παλιότερες εποχές οι άνθρωποι άλλαξαν πολλές πλευρές του κόσμου δεν μπορούσαν, φαντάζομαι, ούτε τότε να προεξοφλήσουν το αποτέλεσμα της προσπάθειάς τους. Κινήθηκαν από την ανάγκη τους και κανένας δεν τους είχε διαβεβαιώσει ούτε ότι είχαν τέτοια δύναμη στα χέρια τους ούτε ότι θα κατόρθωναν αυτό που φαινόταν ανέφικτο. Όταν όμως έρχεται η ιστορική στιγμή οι άνθρωποι -και οι νέοι άνθρωποι ιδιαίτερα- να πιστέψουν ότι κανένας δεν έχει το δικαίωμα να τους στερεί τα δικαιώματά τους, και να δουν καθαρά ότι η δύναμη της εξουσίας έγκειται ακριβώς στο γεγονός ότι κατορθώνει να πείθει τους υποτελείς πως η θέση που έχουν στον κόσμο είναι αμετακίνητη και πως τους αξίζει, ντύνοντας την καταπίεση με την καθημερινή στολή του αυτονόητου, τότε όλα τα ενδεχόμενα είναι ανοιχτά. Γιατί όχι λοιπόν και τα σημερινά παιδιά;
Τελευταία ερώτηση. Μια νέα δεκαετία, μια νέα χρονική σύμβαση. Ποια ιστορία που απασχολεί το μυαλό σας τελευταία μπορεί να γίνει το επόμενο/μεθεπόμενο βιβλίο σας;
Μια ιστορία που δεν είναι καθόλου πρόσφατη στο μυαλό μου αλλά ζει στα εμμονικά βάθη του από καιρό και νομίζω ότι είναι η ώρα της να μπει μέσα στις κατάλληλες λέξεις.
https://www.elniplex.com/%ce%b4%ce%b5%ce%ba%ce%b1%ce%b5%cf%86%cf%84%ce%ac-%ce%b1%ce%bb%ce%b5%ce%be%ce%ac%ce%bd%ce%b4%cf%81%ce%b1-%ce%bc%ce%b7%cf%84%cf%83%ce%b9%ce%b1%ce%bb%ce%ae/