Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα, Το αγόρι στο θεωρείο, Το παλιόπαιδο, Το δέντρο που είχε φτερά, Οι Ονειροφύλακες και ο φάρος των ονείρων, Με λένε… Σύννεφο ή οι άγραφες σελίδες µιας Νεφέλης, Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο, Ονειροφύλακες, Άλκης Ζέη- Ο Μεγάλος Περίπατος του Πέτρου (graphic novel),Το ωραιότερο χριστουγεννιάτικο στολίδι, Το πετροκάραβο,Η γοργόνα, Το ασχημόπαπο κι ο γεροπαράξενος και πλέον το πολυσήμαντο Από μακριά.
Κρατικά βραβεία, βραβεία από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, έπαινοι, αναγραφή σε τιμητικούς καταλόγους (IBBY, White Ravens), Χρυσές Λίστες ELNIPLEX. Τίποτα όμως δεν συγκρίνεται με την απολαυστική εμπειρία να διαβάζεις βιβλία της, να εντρυφείς στους κόσμους που δομεί επιδέξια, να θαυμάζεις τους τρόπους με τους οποίους ψάχνει μέσα από τις ιστορίες της τον άνθρωπο, το παιδί, την ελπίδα, το μέλλον, το καινούριο, το άλλο. Ιστορίες που δεν γίνονται χαριτωμένες διεκπεραιώσεις∙ κουβαλούν πόνο, σέρνονται στη μάχη με το κακό, το αλλοτριωμένο κομμάτι μας, με εκείνο το μέρος του εαυτού μας που πληγώθηκε, έχασε αλλά δεν ξόφλησε.
Το νέο της βιβλίο με τίτλο Από Μακριά (κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Μεταίχμιο) είναι ένας ευφυής αποσυμβολισμός των κατώτερων ενστίκτων της (ελληνικής) κοινωνίας, κυρίως από τους μεγάλους και μικρούς Παντελήδες που διαβιούν σε κάθε γειτονιά. Και ταυτόχρονα η ελπίδα ότι υπάρχουν πολλοί που απλά δεν κάνουν θόρυβο.
Για όλα αυτά και για την αχτίδα φωτός που πάντα βλέπεις στα βιβλία της, η Αγγελική Δαρλάση σε #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX.
Με το Από μακριά με πήγες σε ατμόσφαιρα στο πολυβραβευμένο Παλιόπαιδο. Επικοινωνούν αυτά τα δύο βιβλία όντως ή μόνο στο δικό μου κεφάλι συνέβη αυτό;
Νομίζω πως όλα μου τα βιβλία επικοινωνούν μεταξύ τους – στο δικό μου μυαλό η Άλη στο παράλληλο σύμπαν που ζουν οι ήρωες των βιβλίων μας, μάλλον θα είναι φίλη με την Έρση και τον Σεμπάστιαν από τους Ονειροφύλακες Ι και ΙΙ, με την Αγγελίνα από το Όταν έφυγαν τ’ αγάλματα, τον Δρόσο από Το Αγόρι στο Θεωρείο και φυσικά Το Παλιόπαιδο.
Οι δημιουργοί πορευόμαστε με τις καλλιτεχνικές εμμονές μας, είναι γνωστό αυτό. Κι η δική μου συγγραφική εμμονή μάλλον είναι να μιλάω για την διαφορετικότητα, για την ανάγκη αποδοχής της διαφορετικότητας και την συμπερίληψη, για τη βαθιά μοναξιά που μπορεί να βιώνουμε όχι εξαιτίας της διαφορετικότητας αυτής καθεαυτής αλλά εξαιτίας των κοινωνιών που ως τώρα δημιουργούσαμε.
Κοινωνίες που δεν επιθυμούν να κατανοήσουν και ν’ αποδεχτούν ό,τι δεν εντάσσεται και ξεφεύγει από τις νόρμες. Κάτι τόσο πολύ οξύμωρο αφού αποδεδειγμένα στο διαφορετικό είναι που χρωστάμε διαχρονικά τα όποια επιτεύγματά μας ενώ οι πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της ανθρωπότητας γράφτηκαν από την εχθρότητα εναντίον αυτών που κατά καιρούς στοχοποιούσαμε ως διαφορετικούς.
Από την άλλη πλευρά καταλαβαίνω τη συσχέτιση που κάνεις με την ατμόσφαιρα που έχει Το παλιόπαιδο. Ίσως επειδή και στα δύο βιβλία είναι πολύ ενεργά παρούσα η βία (λεκτική, ψυχολογική, σωματική) εκ μέρους των παιδιών. Μόνο που στο «Από μακριά» γίνεται αλλιώς «απτή» και γι’ αυτό και πιο θλιβερή κι ύπουλα επικίνδυνη, αφού ασκείται, όχι από περιθωριοποιημένα παιδιά όπως στο Παλιόπαιδο, αλλά ακριβώς το αντίθετο από… συνηθισμένα παιδιά.
Γιατί διάλεξες τη μοναξιά, το περιθώριο, τη διαφορετικότητα, τα στερεότυπα μέσα από ένα κορίτσι Ρομά;
Όσο και να φανεί παράξενο δεν επέλεξα εξ’ αρχής να είναι η Άλη Ρομά. Στην πρώτη γραφή δεν ήταν. Όμως ένιωθα πως υπήρχε κάτι που είχε μείνει ανείπωτο, ότι αυτό δεν ήταν απλώς ένα… οποιοδήποτε διαφορετικό κορίτσι. Είχα την περίεργη αίσθηση ότι κουβαλούσε ένα καλά κρυμμένο μυστικό, σαν μακραίωνο συλλογικό παράπονο. Όταν μέσα από μια αποκαλυπτική, για μένα ως συγγραφέα, διαδρομή κατέληξα ότι η Άλη ήταν Ρομά, ένιωσα ότι μόνο τότε η ιστορία του κοριτσιού απέκτησε άλλο βάθος, ουσία και συνδηλώσεις και μόνο τότε η ιστορία της Άλης ήταν αυτή που πραγματικά ήθελα και της άξιζε να είναι. Βλέπεις, οι Ρομά είναι μια κατατρεγμένη πληθυσμιακή ομάδα ανθρώπων που έχει υποστεί διαχρονικά ρατσισμό και στοχοποιήσεις με αποκορύφωμα στη νεότερη Ιστορία το Ολοκαύτωμα από τους Ναζί κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Η εκκωφαντική απόδειξη του πού μπορεί να μας οδηγήσουν οι προκαταλήψεις, ο ανακυκλούμενος ρατσισμός, η τύφλωση από το μίσος προς τον Άλλον αυτόν που θεωρούμε διαφορετικό και άρα αυταπόδεικτα… εχθρό μας (;).
Τι σε γοητεύει στον πολιτισμό, στη διαδρομή των Ρομά;
Περισσότερο με τρομάζει η στάση των μη Ρομά απέναντί τους. Ειδικά αν σκεφτείς ότι επικαλούμαστε το ότι εμείς είμαστε οι «πολιτισμένοι», οι «καλοί». Αυτό που με γοητεύει είναι ότι παρ’ όλες τις διώξεις, τις κακουχίες, τις στερήσεις διατηρούν μια πιο ανεπιτήδευτη, πιο ανάλαφρη σχέση με τη ζωή στην καθημερινότητά τους, αυτή την εντύπωση μου δίνουν ή μπορεί να είναι αυτή η δική μας πρόσληψη – μια πρόσληψη… από μακριά. Και σίγουρα με γοητεύει η μακραίωνη σχέση τους με τη μουσική, το τραγούδι και τον χορό.
Θα κερδίσουμε ποτέ τη μάχη με τον φασισμό των προκάτ απόψεων, των διακρίσεων και του δακτυλοδεικτούμενου «άλλου»;
Νομίζω ότι μάχες κερδίζουμε συνεχώς – κι ας πούμε ευτυχώς γι’ αυτό – αλλά ο αγώνας δεν τελειώνει ποτέ, αφού ο φασισμός είναι σαν τη Λερναία Ύδρα.
Θα πρέπει συνεχώς να είμαστε έτοιμοι και σε εγρήγορση να δίνουμε συνεχώς και στην καθημερινότητά μας νέες μάχες γιατί φοβάμαι ότι αλλιώτικα η ανθρωπότητα είναι καταδικασμένη να ζήσει ίσως ακόμη και χειρότερα ολοκαυτώματα.
Πόσο φασισμό βλέπεις σήμερα γύρω σου;
Η Χάνα Άρεντ η πολιτική επιστήμονας και φιλόσοφος μίλησε για την κοινοτοπία του κακού. Ότι τη βάση της δεν την αποτελούν οι φανατισμένοι, οι ιδεολόγοι εκφραστές των ολοκληρωτικών ιδεολογιών, αλλά οι μικροί, συνηθισμένοι άνθρωποι που δεν σκέπτονται και τους ακολουθούν και οι οποίοι αρνούμενοι τη σκέψη αρνούνται στην ουσία την ανθρωπιά τους. Αυτός ο στοχασμός, η διαπίστωση, με βρίσκει απολύτως σύμφωνη.
Κοιτάζοντας γύρω μας δυστυχώς βλέπω πολλούς ανθρώπους «της διπλανής πόρτας» που πρόθυμα αρνούνται τη σκέψη, αναπαράγοντας άκριτα στερεότυπα και εν τέλει μισαλλοδοξία. Διαβάζω καμιά φορά σχόλια αναγνωστών σε άρθρα/ρεπορτάζ γνωστής εφημερίδας και πραγματικά ντρέπομαι με τη χολή που βγάζουν κάποιοι… συνηθισμένοι άνθρωποι εναντίων άλλων ανθρώπων και τρομάζω στη σκέψη του τι τερατώδη πράγματα θα ήταν ικανοί να κάνουν σε συνανθρώπους τους αν κάποιος τους παρότρυνε και τους το επέτρεπε. Έχοντας, στην ουσία, όλα αυτά στο νου μου ήταν που έγραψα και το «Από μακριά». Για να ξορκίσω κάπως το φόβο μου…
Τι εκπροσωπεί η Άλη για εσένα, ως δημιουργό; Χρειάζεται κάθε γειτονιά μία Άλη ή έναν «άλλο»;
Η Άλη είναι κάθε άνθρωπος που ξεφεύγει από αυτό που έχουμε συνηθίσει. Η Άλη είναι κάθε άνθρωπος που μας ξεβολεύει, που μας καλεί να τον πλησιάσουμε απαλλαγμένοι από ιδεοληψίες και προκαταλήψεις, να τον γνωρίσουμε επιτρέποντάς του να μας μάθει κάτι που πιθανότατα δεν είχαμε ως τότε σκεφτεί, να κάνουμε ένα βήμα προς μια καλύτερη εκδοχή του εαυτού μας. Κάθε γειτονιά θεωρώ πως με τον ένα ή τον άλλο τρόπο έχει και την Άλη της, τον Άλλον της. Μπορεί να είναι ένας πρόσφυγας ή μια μετανάστρια, ένα παιδί με διαφορετικό σεξουαλικό προσανατολισμό από αυτό που έχουμε συνηθίσει ως τώρα ν’ αποδεχόμαστε, ή κάποιος αντισυμβατικός ως προς τον τρόπο ζωής του γείτονας.
Καθένας και καθεμία μπορεί να μας ανοίξει λίγο τον ορίζοντα. Να μας δείξει μια διαφορετική γωνιά του ουρανού που ως τώρα δεν κοιτούσαμε, να μας δείξει ένα άλλο αστέρι που ως εκείνη τη στιγμή δεν μπορούσαμε να δούμε – κι όμως εκείνο υπήρχε, υπάρχει και φωτίζει και αυτό τον ουρανό.
Ποια είναι η δύναμη των παιδιών σήμερα;
Αυτή που ήταν πάντα: να φέρνουν μια συγκλονιστικά οικεία και ταυτόχρονα ανατρεπτική ματιά στον κόσμο γύρω μας, να φέρουν «φύσει και θέσει» μια πιο θετική και ανθρωπιστική θεώρηση των κοινωνιών μας, μια πιο ανεπιτήδευτη, αλλά βαθιά ουσιαστική, σχέση με τη ζωή στις κοινωνίες και τη φύση. Τα παιδιά μπορεί να μην έχουνε εμπειρίες αλλά δεν στερούνται αντίληψης. Και είναι τόσο λυπηρό που τα παιδιά και οι νέοι στη χώρα μας ήταν και παραμένουν στο περιθώριο.
Νιώθω ότι, ανέκαθεν, δεν τα αγαπάμε πραγματικά και ουσιαστικά αλλά μάλλον «προσχηματικά» και τυπικά. Δοθείσης αφορμής τα κατηγορούμε συνεχώς για τα πάντα ξεχνώντας ότι τα παιδιά είναι και καθρέφτες δικοί μας και ότι στα δικά τους λάθη βλέπουμε τελικά τις δικές μας αδυναμίες, αστοχίες, παραλείψεις, λάθη.
Φορτώνουμε σ’ αυτά όλες τις δικές μας αμαρτίες και τα κατηγορούμε και στην ουσία τα διώχνουμε σαν αποδιοπομπαίους τράγους, αντί να σκύψουμε και να τα ακούσουμε πραγματικά, να τα νοιαστούμε και να επιτρέψουμε να γίνουν οδηγοί μας για το χτίσιμο ανθρωπινότερων κοινωνιών.
Πώς θα περιέγραφες τη λογοτεχνία που σου αρέσει να γράφεις για τα παιδιά;
Βαθιά ανθρωπιστική αλλά και πολιτική με την έννοια του ότι «τα πάντα είναι πολιτική» όπως πρέσβευε ο Έσσε ή/και το «ο άνθρωπος είναι φύσει πολιτικό ζώον» του Αριστοτέλη και το ότι τα παιδιά είναι μέλη της πολιτείας, των κοινωνιών μας (και οι αυριανοί ενεργοί πολίτες) και άρα έτσι κι αλλιώς εμπλέκονται και τα αφορούν άμεσα ή έμμεσα όλα όσα συμβαίνουν γύρω μας. Αλλά και μαγικά ρεαλιστική αφού χάρη στην παιδική ματιά μπορώ ν’ ανακαλύπτω κάθε φορά τη μαγεία που υπάρχει στην καθημερινότητα μέσα στα φαινομενικά μικρά κι ασήμαντα. Ίσως και σκληρά αισιόδοξη, αφού δεν μου αρέσει να κρύβω την αλήθεια από τα παιδιά αλλά ταυτόχρονα πιστεύω πως αναγκαστικά όταν κοιτάς τον κόσμο μέσα από τα μάτια των παιδιών δεν μπορεί παρά να θες να ελπίσεις ότι μπορεί να γίνει έστω και λίγο καλύτερος.
Τι φοβάσαι περισσότερο για το μέλλον και τι σε γεμίζει αισιοδοξία αν υπάρχει κάτι από τα δύο που συμβαίνει;
Ότι, ελαφρά τη καρδία, παραδίδουμε έναν διαλυμένο πλανήτη στα παιδιά μας. Ότι καθημερινά καταστρέφουμε το μέλλον των παιδιών μας και δεν το έχουμε συνειδητοποιήσει.
Δεν ξέρω αν υπάρχει κάτι που με γεμίζει αισιοδοξία, τώρα μιλάω ως Αγγελική κι όχι ως συγγραφέας που γράφω και για παιδιά, καμιά φορά σκέφτομαι ότι η αισιοδοξία είναι σαν να αρνείσαι να δεις την πραγματικότητα στο σύνολό της- μού έρχεται αυτόματα στο νου εκείνο το στριπάκι του Quino με την Μαφάλντα που έχει μια βαθιά μελαγχολική έκφραση κι από πάνω το μπαλονάκι της γράφει: «συγχαρητήρια στους αισιόδοξους». Όμως έχω ανάγκη να ελπίζω και να πιστεύω πως κάτι, δεν μπορεί, θ’ αλλάξει, ότι θα σταματήσουμε να είμαστε τόσο εγωιστές και τυφλωμένοι από τον βαθιά ατομικιστικό, υλικό πολιτισμό μας. Κι έτσι δεν μπορώ παρά να πιστεύω στα παιδιά, στις νέες γενιές, πως εκείνες, επωμιζόμενες δυστυχώς τα δικά μας αμαρτήματα, με μάτια πιο καθαρά και θέληση πιο δυνατή είναι που θα μας… ξελασπώσουν, θα σώσουν τις κοινωνίες και τον πλανήτη. Γι’ αυτό και θέλω να γράφω για παιδιά, είναι το μόνο που τελικά με… σώζει, η δική τους ματιά, και με βοηθάει να γίνομαι, αναγκαστικά εξαιτίας τους και για χάρη τους, αισιόδοξη – και πόσο τα ευχαριστώ γι’ αυτό!
Ο λόγος που δεν επενδύουμε συγκροτημένα ως πολιτεία στη φιλαναγνωσία, στη λογοτεχνία, στη σχέση με το βιβλίο, στις επισκέψεις συγγραφέων σε σχολεία και άλλους χώρους είναι επιλογή, αδυναμία, ανικανότητα, κάτι άλλο ή όλα μαζί;
Δεν πιστεύω ότι δεν γίνονται πολλά από αυτά που αναφέρεις∙ για παράδειγμα γίνονται πολλές δράσεις κι εκδηλώσεις με αφορμή τη λογοτεχνία, μεταξύ αυτών κι επισκέψεις συγγραφέων.
Τα πρόβλημα είναι ότι είναι αποσπασματικά και μεμονωμένα. Απόδειξη ότι αν και υπάρχουν πράγματι πχ. πολλές δραστήριες βιβλιοφιλικές ομάδες το ποσοστό των ανθρώπων που διαβάζουν στη χώρα μας παραμένει τραγικά χαμηλό.
Δεν υπάρχει, δυστυχώς, η κουλτούρα, η νοοτροπία ότι η σχέση του ανθρώπου με τη λογοτεχνία και γενικότερα με τις τέχνες μπορεί να έχει πολλαπλά οφέλη για το κοινωνικό σύνολο (ακόμη και οικονομικά, για να μιλήσω με όρους πιο «ρεαλιστικούς»).
Νομίζω ότι στη χώρα μας δεν ήταν ποτέ επιλογή της πολιτείας να επενδύσουμε σοβαρά, και να το εννοούμε, στον πολιτισμό μας, ειδικά τον σύγχρονο∙ μοιάζει να μην αφορά παρά λίγους «περίεργους». Κι αυτό κατά τη γνώμη μου είναι το πιο απογοητευτικό.
Αγγελική Δαρλάση
Από μακριά–)
Εκδόσεις Μεταίχμιο