Βαθιά, σαρωτικά, κυκλωτικά ανθρωποκεντρική, με τρόπο που αγκαλιάζει στις ιστορίες της τους ανθρώπους που διαφέρουν, που βοούν, που βάλλονται, που λησμονούνται, που προσφέρουν και προσπερνιούνται, που άγονται αλλά δεν φέρονται, που δονούν και ενδιαφέρονται, που αγαπούν και δεν ολιγωρούν, που παραχωρούν αλλά δεν παραχωρούνται, που αναποδογυρίζουν τον κόσμο αλλά δεν αναποδογυρίζονται. Η γραφή της, δεητική στην αλληλεγγύη, το μαζί και την αγάπη προς τον συνάνθρωπο, άμεση, ονειρική, εγκαρδιωτική, με δελφική ομορφιά, αστόλιστη, καλλίμορφη μέσα σε μια ανεπιτήδευτη απλότητα που κραδαίνει την κίνηση εντός των συγκοινωνούντων δοχείων νου και καρδιάς, λεπιδοφόρος, που αρπάζει το γάντι που της πετά η εποχή προτού αυτή έρθει και αναδεικνύει, σαν γήινη, μικρή, προφήτισσα, όσα είναι μπροστά, κατακρημνίζοντας όσους θέλουν να τακτοποιούν κάτω από χαλιά, μαγικά και μη, σύννεφα, ροζ ή μη, όσα περικυκλώνουν επιθετικά τον δημόσιο βίο και την ψυχή των ανθρώπων.
Με το νέο της βιβλίο Με Κλειστά Μάτια, φανερώνει ξανά τη δεινότητα με την οποία διεισδύει στον ψυχισμό των σύγχρονων ανθρώπων και αποσπά από εκεί το σημαντικό, το σημερινό και το επερχόμενο, αναδεικνύοντάς το, τη συνωμοσία της με το καλό στις διάφορες μορφές του, καταδυόμενη στη συναισθηματική, ηθική, ψυχική κακοποίηση και στην ενδοοικογενειακή βία, αλλά και σε μια γενικευμένης σημασίας τυφλότητα που σημαδεύει φιλίες, ενηλικιώσεις, συντριβές, όνειρα, διεκδικήσεις και ματαιώσεις, γίνεται ένας φάρος που διαχέει φως με την ένταση ενός καλοκαιριάτικου μεσημεριού.
Ένα από τα καλύτερα βιβλία όλων των εποχών για εφήβους, νέους και ενήλικες, γίνεται η αφορμή για μια θαυμάσια συνομιλία.
Η υποψήφια για το διεθνές HCAA 2024 Αγγελική Δαρλάση σε #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX.
Με μάτια ανοιχτά
Τι φανταζόταν η Αγγελική όταν παιδί ακόμα έκλεινε τα μάτια;
Πολλά ταξίδια, σίγουρα. Να ταξιδεύω ή και να ζω σε διάφορα μέρη του κόσμου, να γνωρίζω διαφορετικά μέρη και ανθρώπους. Έκλεινα τα μάτια κι έβλεπα ανθρώπους χαμογελαστούς γύρω μου. Περίεργο που μου το θύμισες, αλλά ναι, είναι μια πολύ έντονη ανάμνηση από τα παιδικά μου χρόνια αυτή.
Πότε κατάλαβες ότι θα γίνεις συγγραφέας;
Νομίζω κάπου εκεί στα δέκα μου χρόνια. Έγραφα ήδη από μικρότερη. Την πρώτη μου ιστορία την είχα γράψει όταν ήμουν εφτά χρονών. Κι εκεί γύρω στα δέκα μου χρόνια ονειρευόμουν ότι όταν μεγάλωνα θα ήθελα να γίνω συγγραφέας. Ακόμη κι όταν έλεγα ότι θα γίνω… φαροφύλακας το έλεγα επειδή σκεφτόμουν ότι θα ήμουν απομονωμένη σ’ ένα φάρο κι ότι τις ώρες που δε θα ασχολούμουν με τα του φάρου μου, θα διάβαζα και θα έγραφα απερίσπαστη. Κι όταν έλεγα ότι θα γίνω καπετάνισσα ήταν επειδή ήθελα να ζήσω όλα αυτά τα καταπληκτικά που φανταζόμουν. Ήξερα όμως ότι ήμουν κατά βάθος αρκετά δειλή και τεμπέλα και με πρόσχημα το ότι τότε δεν έπαιρναν ακόμη γυναίκες καπετάνισσες έλεγα ότι θα συμβιβαστώ με το να γίνω συγγραφέας.
Οι προσδοκίες σου πιθανότατα δικαιώθηκαν. Ωστόσο, μετά από τόσα βιβλία και διακρίσεις, τι ονειρεύεσαι ακόμα; Τι σε κινητοποιεί;
Μα… οι ιστορίες που θέλω να διηγηθώ και η ανάγκη μου να επικοινωνώ συνεχώς με τους άλλους. Ο Ουμπέρτο Έκο, στο βιβλίο του Στο νησί της προηγούμενης ημέρας, γράφει κάπου ότι «για να επιβιώσεις πρέπει να διηγείσαι ιστορίες» .
Κάπως έτσι το βιώνω κι εγώ. Η καθημερινότητα γύρω μου συχνά με κάνει να αισθάνομαι χαμένη κι ότι ο μόνος τρόπος να διασωθώ μέσα σ’ αυτήν είναι διηγηθώ κάποια ιστορία. Οπότε ονειρεύομαι ακόμη περισσότερες ιστορίες, ακόμη περισσότερα βιβλία. Κι όσο μεγαλώνω, ξέρεις, αγχώνομαι αν θα καταφέρω, αν θα τα προλάβω όλα αυτά που ονειρεύομαι όλες αυτές τις ιστορίες που έχω ανάγκη να μοιραστώ.
Πώς είναι να κινείσαι μεταξύ μικρότερων παιδιών και εφήβων αλλά και νέων θα πρόσθετα;
Αναζωογονητικό. Και σίγουρα ελπιδοφόρο. Το λέω με κάθε ευκαιρία, ότι προσωπικά με σώζει η οπτική των παιδιών και άρα η συναναστροφή μου μαζί τους. Με αναγκάζει να παίρνω κουράγιο και ν’ αφήνω στην άκρη την κούραση, τις απογοητεύσεις, ακόμη και την απελπισία με τις οποίες συχνά σε επιφορτίζει η ενήλικη ζωή. Με βοηθάει να εξελίσσομαι συνεχώς ως άνθρωπος.
Δεν μου επιτρέπει να πω ποτέ ότι έχω κατασταλάξει κάπου, με βοηθάει να αμφισβητώ και να αυτοαμφισβητούμαι διαρκώς, να θέλω να δω τον κόσμο με όσο γίνεται πιο φιλοπερίεργο και «κουνημένο» βλέμμα, να παραδέχομαι ότι δεν υπάρχουν σταθερές – ακόμη κι αν αυτό ως ενήλικη ώρες ώρες με τρομάζει και μου δημιουργεί ανασφάλεια. Είναι όμως μια ανασφάλεια που αναγκαστικά με κινητοποιεί προκειμένου να μην της επιτρέψω να με αδρανοποιήσει.
Αγγίζεις πάντα μεγάλα, δύσκολα, ενίοτε αντιδημοφιλή θέματα. Σαν να τραβάς πάντα μια κουρτίνα με την οποία τους τα κρύβουμε…
Ίσως επειδή δεν πιστεύω ότι καταφέρνουμε πραγματικά ή ότι πρέπει να τους τα κρύβουμε. Ψευδαισθήσεις δικές μας είναι για να έχουμε το κεφάλι μας ήσυχο, επειδή εμείς δεν αντέχουμε να δούμε και να πούμε την αλήθεια στα παιδιά και τους νέους.
Όμως τα παιδιά, οι νέοι αντιλαμβάνονται πάντα πολύ περισσότερα απ’ όσα νομίζουμε. Κι έτσι στην προσπάθειά μας να τα κρύψουμε τραβώντας μια κουρτίνα μπροστά τους, όπως λες, το μόνο που κάνουμε είναι να αυξάνουμε με λανθασμένο τρόπο την περιέργειά τους αλλά και την ανασφάλειά τους, και τελικά να φαινόμαστε υποκριτές στα μάτια τους, έτσι νομίζω. Το να τους μιλάς όμως με τον κατάλληλο, μεταξωτό τρόπο (για να παραφράσω τον Καρούζο) ακόμη και για τα πιο δύσκολα θέματα βοηθάς τόσο στο να κατευνάσεις τις ανησυχίες τους όσο και το να τα προετοιμάσεις ν’ αντέχουν, να διαχειριστούν τα δύσκολα ∙ ταυτόχρονα νομίζω ότι τα βοηθάς ώστε ν’ ανοίξουν την καρδιά και το νου τους.
Να τα προετοιμάσεις να γίνουν καλύτεροι και ενεργοί αυριανοί πολίτες. Επειδή τα παιδιά ζουν στο εδώ και το τώρα, ζουν στις κοινωνίες που φτιάχνουμε, είναι κομμάτι τους – άλλο αν εδώ στην Ελλάδα μοιάζει να μη θέλουμε να το θυμόμαστε, να το παραβλέπουμε (ακόμη και συνειδητά).
Με μάτια κλειστά
Ποιο ήταν το big bang για να γράψεις αυτή την ιστορία;
Η ιδέα που μου είπε ο, τότε 14χρονος, μικρός μου γιος: ήταν ένα όνειρο που είδε, μια σκέψη εκεί μεταξύ ύπνου και ξύπνιου, λίγο αφ’ ότου είχε ξυπνήσει. Την πρώτη φορά που μου τη διηγήθηκε, επειδή ήμουν απορροφημένη από κάτι που έγραφα τότε δεν έδωσα σημασία. Κάποια στιγμή όμως την θυμήθηκα με καθαρότερο νου κι αισθάνθηκα ένα λαμπάκι ν’ ανάβει.
Του ζήτησα να μου την ξαναδιηγηθεί. Μου κίνησε το ενδιαφέρον εκείνο το κορίτσι που κάτι της συμβαίνει και μένει με τα μάτια κλειστά. Εκείνος δεν ήξερε να μου πει περισσότερα. Κι εγώ είχα ξαφνικά τόσα ερωτηματικά, είχα περιέργεια κι αγωνία να μάθω, καθώς ήμουν βέβαιη ότι εκείνη η ιστορία είχε πολλά κρυμμένα μυστικά που περίμεναν ν’ αποκαλυφθούν. Οπότε αν ήθελα να τα μάθω, όπως και το γιατί εκείνο το κορίτσι έμεινε με κλειστά μάτια, τι πραγματικά του είχε συμβεί… θα έπρεπε να γνωρίσω εκείνο το κορίτσι και να γράψω την ιστορία του.
Πιστεύεις ότι διανύεις μια νέα, διαφορετική περίοδο ως συγγραφέας από Το αγόρι στο θεωρείο και μετά, πιο κοντά σε έναν δονούμενο από το όνειρο ρεαλισμό, δίχως όμως να εγκαταλείπεις τα βασικά δαρλασικά σου εργαλεία;
Νομίζω ότι με αυτό το βιβλίο είναι σαν να ολοκληρώνω συγγραφικά έναν κύκλο και ταυτόχρονα να ξεκινάω έναν καινούριο που δεν ξέρω ακριβώς που θα με οδηγήσει. Σίγουρα όπως λες κάποια αναγνωρίσιμα στοιχεία μου δεν τα εγκαταλείπω, τουλάχιστον όχι ακόμη ∙ κι ίσως γι’ αυτό στο Με κλειστά μάτια εμφανίζονται σε μικρότερους ρόλους ήρωες από προηγούμενα βιβλία μου (όπως η Έρση από τους Ονειροφύλακες, τα παιδιά από το Από Μακριά, ο γέρος με τον χήνο του, η Ραλού από το Τότε που κρύψαμε έναν άγγελο κά), ήρωες που φέρνουν κάτι από την αύρα του ονείρου ή και λυρισμό, σε ένα κατά τα άλλα αρκετά ρεαλιστικό βιβλίο.
Όμως μόνον ως… πειραγμένο μπορώ να τον αντιληφθώ και να τον εκφράσω τον ρεαλισμό. Αλλιώς όχι μόνο δεν με αφορά αλλά και με πνίγει. Είναι ο δικός μου τρόπος να αντιλαμβάνομαι και να ερμηνεύω, αλλά και ν’ αντέχω, τον κόσμο γύρω μας.
Θεωρείς ότι με τα χρόνια εξέλιξες τη γραφή σου, άλλαξες τον τρόπο σου; Αισθάνεσαι πιο ώριμη;
Δε θα έλεγα ότι άλλαξα αλλά ότι εξελίχθηκα. Κι ότι σίγουρα μου αρέσει να πειραματίζομαι με διαφορετικά είδη, μορφές, φόρμες. Πρωτίστως γιατί κάθε φορά αναζητώ συγγραφικά μια πρόκληση. Κάτι που εμένα να νιώθω ότι με πηγαίνει συγγραφικά ένα βήμα παραπέρα. Από αυτή την άποψη και τόσα βιβλία και θεατρικά έργα μετά τολμώ να πω ότι ναι, αισθάνομαι πιο ώριμη – και νομίζω ότι κι έτσι θα έπρεπε.
Παρ’ όλα αυτά ομολογώ ότι κάθε φορά που αρχίζω ένα βιβλίο νιώθω σαν πρωτάρα. Στην πορεία φυσικά αποδεικνύω στον εαυτό μου ότι, είκοσι χρόνια και τόσα συγγραφικά τεκμήρια μετά, απέχω και πρέπει ν’ απέχω πολύ από αυτό.
Βασικό στοιχείο που ξεχωρίζει κυρίως στα εφηβικά σου βιβλία είναι ο τρόπος και το βάθος στο οποίο σκάβεις μέσα στους ήρωές σου, τουλάχιστον τους πρώτους, και πολύ συχνά και στους δεύτερους ρόλους.
Χαίρομαι που το λες. Επειδή είναι η αλήθεια ότι περνάω πολύ καιρό με τους ήρωές μου προσπαθώντας να τους γνωρίσω όσο γίνεται καλύτερα. Και συχνά δεν μου αποκαλύπτονται μέχρις ότου βρω και το κατάλληλο γι’ αυτούς όνομα.
Ακόμη κι ο ήχος του ονόματός τους, το πως ηχεί έχω την εντύπωση, για να μην πω τη βεβαιότητα, ότι αποκαλύπτει κάποιο στοιχείο του χαρακτήρα τους. Και μόνο μέσα από τους ήρωές μου είναι που προχωράει τελικά κι η ιστορία. Έχω μεγάλη περιέργεια αλλά και ανάγκη να τους γνωρίσω όσο μπορώ καλύτερα. Με συναρπάζει και με γοητεύει η σε βάθος γνωριμία μου μαζί τους.
Πόσο βαρύ για σένα είναι να κουβαλάς αυτούς τους ήρωες μέσα σου όσο γράφεις την ιστορία τους, μέχρι να την ολοκληρώσεις;
Συχνά το αισθάνομαι σαν μια ακόμη εγκυμοσύνη μου. Και το βιώνω κι ανάλογα πολλές φορές, ακόμη και με σωματικές ενδείξεις ∙ με νεύρα, κυκλοθυμικότητα, ακόμη και με πονοκεφάλους – ειδικά αν κάποια περίοδο κολλήσω. Με τρώει το τι έχει συμβεί ή τι θα τους συμβεί κι έτσι δεν μπορώ να έχω καλή επικοινωνία με τον πραγματικό κόσμο γύρω μας. Στο σπίτι με κοροϊδεύουν ή άλλοτε θυμώνουν, αλλά πια νομίζω ότι το έχουν συνηθίσει να μου μιλάνε κι εγώ να είμαι αλλού μέχρι επιτέλους να μπορώ να προσγειωθώ στη γη. Και πάντα όταν έρχεται το τέλος… Είναι σίγουρα μια χαρμολύπη. Μια μελαγχολική ανακούφιση που αναγκάζομαι να αποχαιρετήσω αυτούς του επινοημένους ανθρώπους που… με εμπιστεύτηκαν. Όμως ξέρω ότι είναι πλέον έτοιμοι, όπως και τα παιδιά μας όταν μεγαλώνουν, να ξεκινήσουν μακριά από μένα πλέον το δικό τους ταξίδι στον κόσμο μας. Βέβαια, για να μπορώ κι εγώ να αντέξω αυτόν τον αποχωρισμό, μέσα μου είμαι ήδη στην επόμενη ιστορία, έχω ήδη αρχίσει να προσπαθώ να γνωρίσω τους επόμενους, επινοημένους, ανθρώπους μου.
Η θεατρική και κινηματογραφική σου παιδεία και κουλτούρα πόσο έχουν επιδράσει στον τρόπο που αφηγείσαι μια ιστορία, στον τρόπο που δομείς τους χαρακτήρες σου;
Νομίζω πως έχει επηρεάσει σίγουρα την ανάγκη μου να θέλω να δομώ πολύ γερά την ιστορία μου. Όπως και την αίσθηση του ρυθμού που θέλω να έχει το κείμενο. Να μην σκοντάφτει ή να μην κάνει «κοιλιά» κάτι που θεωρώ ως βασικό προτέρημα μιας θεατρικής παράστασης ή μιας κινηματογραφικής ταινίας. Έτσι και το πεζό μου κείμενο. Παρ’ όλο που στην ανάγνωση ενός βιβλίου υπάρχει μια ετεροχρονία, η εκάστοτε προσωπική ανάγνωση έχει το δικό της ρυθμό, θέλω το κείμενό μου να είναι σφιχτό, να μην πλατειάζει και να έχει το δικό του εσωτερικό ρυθμό.
Αλλά και σχετικά με το ύφος κάτι που μου έχει αφήσει το θέατρο είναι τόσο η πυκνότητα όσο και η αμεσότητα του λόγου – που σίγουρα βέβαια εκφράζονται διαφορετικά σ’ ένα πεζό σε σχέση μ’ ένα θεατρικό κείμενο. Κι ως προς τους χαρακτήρες νομίζω ότι πρώτα τους ακούω να μιλάνε και μετά τους βλέπω, όπως ακριβώς μου συμβαίνει κι όταν γράφω θέατρο. Αν δεν με πείσουν όμως όταν μιλήσουν τότε μου είναι αδύνατον να τους φανταστώ συνολικά.
Σημαντική παράμετρος στα βιβλία σου είναι οι ανατροπές, οι αιφνιδιασμοί, στοιχεία που αλλάζουν, που αναποδογυρίζουν δεδομένα. Και ενώ δίνεις ψηφίδες στον αναγνώστη, κατορθώνεις να κρύβεις επιτυχώς την έκβαση. Αληθεύει η άποψή μου;
Αυτό που μπορώ να σου πω είναι ότι το φόρτε μου δεν είναι η εξωτερική πλοκή. Με την έννοια ότι δεν μ’ ενδιαφέρει κι εμένα ως αναγνώστη ή ως θεατή πρωτίστως η εξωτερική πλοκή, αν δεν προκύπτει αβίαστα, φυσιολογικά και… εσωτερικά. Η πλοκή για την πλοκή μού φαίνεται ως κατασκεύασμα που θέλει να εντυπωσιάσει με φτηνά κόλπα.
Αυτό που συνήθως κάνω είναι ότι αφήνομαι ν’ ακολουθήσω τους ήρωές μου και το ένστικτό μου ∙ πολλά πράγματα δεν τα γνωρίζω κι η ίδια κι έχω αγωνία να τα μάθω. Κι είναι αυτή η περιέργειά μου που πρέπει να ικανοποιηθεί. Κάθε φορά αφήνομαι να γοητευτώ από τους ήρωές μου και να τους εμπιστευτώ… κι αποδεικνύεται τελικά απ’ όσα μου λες ότι καλά κάνω. Επειδή πάνω απ’ όλα είναι οι άνθρωποι που είμαστε γεμάτοι αντιφάσεις, μυστικά και μυστήρια. Εμείς είμαστε που μπορούμε να ανατρέψουμε να αιφνιδιάσουμε ν’ αναποδογυρίσουμε δεδομένα. Κι αυτό το θεωρώ απίστευτα συναρπαστικό. Όπως ακριβώς δηλαδή κι ο κόσμος γύρω μας. Και προσπαθώ να τον ερμηνεύσω μέσα από τους ήρωές μου, μέσα από τις δικές τους ανακολουθίες και ανατροπές.
Πώς συνδέεσαι με την πραγματικότητα; Παρακολουθείς ειδήσεις, περπατάς στον κόσμο, περιδιαβαίνεις το διαδίκτυο;
Όλα αυτά όπως τα λες. Και συνήθως κολλάω σε λεπτομέρειες ή στα ψιλά γράμματα. Σε κάτι που άλλοι δε θα έδιναν ακόμη και καμιά σημασία. Και όσο μεγαλώνω τόσο περισσότερο ακούω τα παιδιά μου, αλλά και τα παιδιά γύρω μου. Νομίζω ότι με καθησυχάζει κάπως το να θέλω να συνδέομαι με την πραγματικότητα μέσα από εκείνα.
Ποιος είναι τυφλός σήμερα; Ποιος έχει μάτια κλειστά; Ο Μάλαμας μέσω Παπακωνσταντίνου λέει «Τυφλός είναι κι εκείνος που κάνει ότι δεν ξέρει πως πίνει απ’ το πηγάδι το σκοτεινό, που ότι τον κατατρώει ανάγκη το `χει κάνει ή στην αυλή το κρύβει να ξεχαστεί».
Όποιος ήταν πάντα. Αυτός που κλείνει τα μάτια όχι τόσο από φόβο ή ακόμη περισσότερο από ανημποριά αλλά από συνήθεια, από βόλεμα. Αυτός που επιλέγει την τυφλότητα από θέση κι από επιλογή.
Πόσο βαθύ είναι το ζήτημα της κακοποίησης στην ελληνική -ας μείνω σε αυτήν- κοινωνία; Γιατί οι μορφές της είναι πολλές και όση πρόοδο κι αν έχουμε σημειώσει, όσα φτάνουν στα αυτιά μας μόνο αμελητέα δεν είναι και μόνο πρόοδο δεν φανερώνουν.
Θα αντιγράψω μια φράση που μου είπε σε μια συζήτηση ο μικρός μου γιος: ότι όσο πάμε πιο πίσω στο παρελθόν οι γενιές μάλλον ήταν όλο και περισσότερο κακοποιημένες, με διάφορους τρόπους, και το χειρότερο ήταν ότι θεωρούσαν πως αυτή, η όποια, κακοποίηση ήταν κάτι… φυσιολογικό. Και… φυσιολογικά την αναπαρήγαγαν. Νομίζω πως δεν έχει άδικο. Η ελληνική κοινωνία ήταν και παραμένει μια βαθιά συντηρητική κοινωνία. Και τώρα που προχωράμε προς το τέλος του πρώτου τετάρτου του 21ου αιώνα κουτουλάμε με έκπληξη πάνω στις κορφές των παγόβουνων που τόσα χρόνια προσποιούμασταν ότι δεν υπήρχαν επειδή απλώς είχαμε επιλέξει να παραμένουμε στάσιμοι κάνοντας το πολύ πολύ κύκλους ανάμεσά τους. Τώρα που αναγκαστικά τα ρεύματα άρχισαν να μας σπρώχνουν προς το μέρος τους κουτουλάμε πάνω τους μετρώντας συνεχώς… σαπιοκάραβα που θεωρούσαμε «τιτανικούς». Θα πρέπει να χαράξουμε πορεία μακριά τους φτιάχνοντας νέα καράβια, σκαριά γερά που θα τα εμπιστευτούμε να μας οδηγήσουν σε θάλασσες ανοιχτές.
Με μάτια παντού
Ποια είναι τα συναισθήματά σου για την υποψηφιότητά σου για το διεθνές βραβείο Hans Christian Andersen 2024;
Αρχικά ήταν η έκπληξη. Κι αμέσως μετά φυσικά η μεγάλη συγκίνηση, η χαρά και η επίγνωση της μεγάλης τιμής που μου γίνεται μέσω αυτής της υποψηφιότητας. Ανάμεικτες με μια απροσδιόριστη αγωνία. Κι όσο περνάει ο καιρός το βάρος της σημασίας αυτής της υποψηφιότητας το νιώθω όλο και πιο μεγάλο.
Η ελληνική γλώσσα είναι εμπόδιο σε μια πορεία διάκρισης; Είναι μια γλώσσα δύσκολη αλλά μια γλώσσα που σέβονται πολλοί και πολύ.
Ισχύουν αυτά που λες. Όμως παραμένει μια γλώσσα που τη μιλάμε λίγοι κι εκτός συνόρων μας τη γνωρίζουν όλο και λιγότεροι. Αυτό σημαίνει ότι καθιστά αυτή την πορεία διάκρισης, όπως λες, ιδιαιτέρως δύσκολη. Αυτό άλλωστε αποτυπώνεται και στο ότι είναι ελάχιστες ως λιγοστές οι μεταφράσεις ελληνικών βιβλίων στο εξωτερικό. Κι έτσι εμείς ξεκινάμε ήδη με το μειονέκτημα της γλώσσας μας, τρέχοντας να μεταφραστούν έστω τελευταία στιγμή κι έστω αποσπάσματα των βιβλίων μας τουλάχιστον στ’ αγγλικά ενώ άλλοι υποψήφιοι μπορεί να καταθέτουν τα βιβλία τους εκτός από την μητρική τους και σε ακόμη δυο ή τρεις άλλες γλώσσες δεδομένου ότι έχουν ήδη μεταφραστεί κι εκδοθεί εκτός δικών τους συνόρων.
Παρ’ όλα αυτά επιμένουμε ν’ αγαπάμε και να γράφουμε και να πιστεύουμε στη γλώσσα μας. Και να ελπίζουμε πως κάποια στιγμή τα πράγματα θ’ αλλάξουν προς το καλύτερο και το ελληνικό βιβλίο θα βρει τη θέση που του αξίζει κι εκτός συνόρων.
Ποιο είναι το παρόν και το μέλλον του εφηβικού βιβλίου στην Ελλάδα;
Το παρόν του είναι αρκετά ικανοποιητικό. Το μέλλον του θέλω να το φαντάζομαι περισσότερο τολμηρό και πρωτότυπο ως προς τη θεματολογία και το λογοτεχνικό ύφος. Όπως άλλωστε αρμόζει και δικαιούνται οι νεαροί αναγνώστες. Όπως θέλω να φαντάζομαι όλο και περισσότερους νεαρούς αναγνώστες. Κάτι για το οποίο όμως θα πρέπει να φροντίσουμε πρωτίστως εμείς οι ενήλικοι.