Γεννήθηκε και ζει στην Ρόδο, τα τελευταία 15 χρόνια στην Λαχανιά. Σπούδασε Γραφικές Τέχνες στο ΑΤΙ με δασκάλους τους Τάσσο, Βασιλείου, Κανέλη, Αστεριάδη, Δεκουλάκο και άλλους μεγάλους εικαστικούς. Μπορεί ο λόγος της συνέντευξής μας να είναι τα παιδικά βιβλία που γράφει και εικονογραγεί αλλά ο σημερινός φιλοξενούμενός μας έχει μια τεράστια πορεία στο χώρο του ελληνικού πολιτικού τύπου. Από 1971 έως το 2010 υπήρξε πολιτικός σκιτσογράφος στο ΒΗΜΑ, το ΒΗΜΑ ΤΗΣ ΚΥΡΙΑΚΗΣ, την ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ, τον ΤΑΧΥΔΡΟΜΟ,την ΕΞΟΡΜΗΣΗ.
Εκθέσεις του έχουν φιλοξενηθεί σε πολλές πόλεις της Ελλάδας και της Ευρώπης: Αθήνα, Όσλο, Λονδίνο, Λισαβώνα, Ρόδος, Ρόζας ενώ έχει συμμετάσχει σε πολλές Διεθνείς Εκθέσεις σε διάφορες χώρες. Το 1976, σε έρευνα του Μουσείου του Χιούμορ και της Σάτιρας του Gabrovo, αναδείχτηκε ανάμεσα στους “100 καλύτερους σύγχρονους γελοιογράφους”. Το 1994, αναγράφηκε στην τιμητική λίστα της ΙΒΒΥ (Διεθνής Επιτροπή Βιβλίων για τη Νεότητα), για την εικονογράφηση. Το 2010, με την ευκαιρία των εορτασμών για τα 100 χρόνια της δημοκρατίας στην Πορτογαλία, τιμήθηκε απο την Διεθνή Έκθεση Γελοιογραφίας της Amadora, ως γελοιογράφος “εκπρόσωπος της αρχαιότερης Δημοκρατίας στον κόσμο”. Έχει τιμηθεί πάνω από 10 φορές, από την Αθήνα το 1978 μέχρι τη Ρόδο το 2012. Σήμερα έχουμε την τιμή να έχουμε κοντά μας το Βαγγέλη Παυλίδη.
Συνέντευξη στην Καίτη Παρασκευά
Πώς ξεκινήσατε να κάνετε σκίτσα;
Ξέρω κι εγώ; Ζωγράφιζα από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου. Σε βιβλία και τετράδια, στον πίνακα με κιμωλία. Ως πολιτικός σκιτσογράφος ξεκίνησα επαγγελματικά το 1971 από την “ΟΜΑΔΑ” όταν έστειλα χωρίς να μου το ζητήσουν δυο γελοιογραφίες μου -τον Α. Αντωνιάδη και τον Φέρεντς Πούσκας- που δημοσιεύτηκαν πρωτοσέλιδα την άλλη μέρα. Αμέσως μετά μου έγινε σχετική πρόταση και προσλήφθηκα στο ΒΗΜΑ.
Το πρώτο παιδικό βιβλίο που εικονογραφήσατε ήταν το δικό σας, πως ήρθαν οι υπόλοιπες συνεργασίες;
Πριν απο το δικό μου βιβλίο, τις “Ιστορίες του Φάρου”, ήμουν για πολύ καιρό ταχτικός συνεργάτης με το παιδικό περιοδικό “Το Ρόδι”. Ήταν ένα πρωτοποριακό για την εποχή του περιοδικό, με πολύ αξιόλογους συνεργάτες, κάτι σαν την παλιά “Διάπλαση των Παίδων” του Γ. Ξενόπουλου. Εκεί εικονογράφησα πολλές ιστορίες. Δεν θυμάμαι ποιο και πώς ήταν το πρώτο βιβλίο άλλου συγγραφέα που εικονογράφησα. Ίσως του Ευγένιου Τριβιζά ή της Μάρως Λοϊζου, με τις εκδόσεις Πατάκη. Με πλησίασαν και μου ζήτησαν να το κάνω. Και το ‘κανα. Ύστερα μου ζήτησαν κι άλλο… κι άλλο…
Το σχέδιο αλλάζει μέσα στο χρόνο;
Κανένας καλλιτέχνης δεν μένει στάσιμος. Αλλάζει μέχρι να βρει το δικό του στυλ, αυτό που γίνεται το “σήμα κατατεθέν” του. Αλλά και τότε ακόμα δεν παύει να δοκιμάζει και να πειραματίζεται με νέα υλικά και τεχνοτροπίες. Έτσι και ο σκιτσογράφος, στον βαθμό που θεωρείται καλλιτέχνης. Προσωπικά, τα τελευταία χρόνια ασχολούμαι πολύ με την δημιουργία στον Η/Υ, κάτι που είναι φυσικό να επηρεάζει το στυλ μου.
Ένα παιδί σήμερα έχει ερεθίσματα για να γίνει σκιτσογράφος;
Ο άνθρωπος άρχισε να ζωγραφίζει και άρα να εκφράζεται μ’ αυτόν τον τρόπο πριν ακόμα ανακαλύψει τον αλφάβητο. Η ζωγραφική έρχεται στο παιδί αυθόρμητα, με πολύ φυσικό τρόπο. Τα ερεθίσματα είναι πάντα εκεί. Είναι η ίδια η ζωή και ο κόσμος που μας περιβάλλει. Η εξέλιξή του μικρού καλλιτέχνη εξαρτάται από μυριάδες παράγοντες που έχουν σχέση με την οικογένεια, το σχολείο, το κοινωνικό περιβάλλον και, φυσικά, από το ταλέντο του.
Τι σας διασκέδαζε όταν ήσασταν παιδί;
Εκτός από το να ζωγραφίζω; Μα, ότι και τ’ άλλα παιδιά μόνο που στην εποχή μου -εποχή χωρίς υπολογιστές και ηλεκτρονικά παιχνίδια- είχαμε περισσότερο χρόνο και χώρο, περισσότερα δέντρα να σκαρφαλώσουμε, περισσότερα “φυσικά” παιχνίδια: κυνηγητό, μπάλα, ψάρεμα, βουτιές για αχινούς και πατελίδες…
Τα παιδιά ενθουσιάζονται με πράγματα απλά και καθημερινά. Ότι σας ευχαριστούσε τότε μπορεί να σας ευχαριστεί και τώρα;
Αγαπώ τα παιδιά ακριβώς γιατί “ενθουσιάζονται με πράγματα απλά και καθημερινά”. Τα παιδιά έχουν κάτι που εμείς οι μεγάλοι το’ χουμε χάσει σε μεγάλο βαθμό και που προσωπικά προσπαθώ να το ανακτήσω: την φαντασία. Γι αυτό και προσπαθώ να τα καταλάβω, να τα πλησιάσω τα παιδιά. Και… για να θυμηθώ εδώ τον Αϊνστάιν, “Η φαντασία είναι πιο σημαντική από την γνώση”. Δεν ξέρω αν απάντησα μα, ναι, πιστεύω στους δράκους και τις νεράιδες, και τους καλικάντζαρους και τις πέτρες που μιλάνε. Κι έτσι, πολλά από αυτά που τότε με ευχαριστούσαν με ευχαριστούν και τώρα.
Ένα σκίτσο σας όπως αυτό με θέμα το ρατσισμό και τις φυλετικές διακρίσεις ή με πολιτικό περιεχόμενο πιστεύετε ότι θα μπορούσε να γίνει πηγή έμπνευσης και ευαισθητοποίησης για τα παιδιά;
Διαλέξατε ένα δύσκολο σκίτσο για παράδειγμα. Όμως, τα παιδιά καταλαβαίνουν πολύ περισσότερα από ότι συνήθως τους καταλογίζουμε. Κι αυτό γιατί έχουν την φαντασία που λέγαμε παραπάνω, στοιχείο πολύ χρήσιμο στην κατανόηση ενός “δύσκολου” σκίτσου. Εξαρτάται βέβαια κι από την ηλικία του παιδιού και την γνώση του προβλήματος -του “μεταναστευτικού”, στην περίπτωση αυτήν και το τι σημαίνει “ρίζες”. Με την βοήθεια όμως του γονιού ή του δασκάλου πιστεύω πως ναι, ένα σκίτσο μπορεί κάλλιστα να γίνει πηγή έμπνευσης και ευαισθητοποίησης για τα παιδιά. Κι ας μην ξεχνάμε πως το σκίτσο ονομάστηκε “διεθνής γλώσσα” ακριβώς γιατί είναι κατανοητή από τους πάντες.
Υπάρχουν ακόμα μικρά θαύματα;
Σε θαύματα δεν πιστεύω. Ξέρω όμως πολλά θαυμάσια ή θαυμαστά πράγματα. Είναι παντού τριγύρω μας αρκεί να έχουμε μάτια να τα δούμε.
Τεχνολογία. Αν δεν κάνω λάθος η σχέση σας είναι άριστη. Αυτό έγινε από ανάγκη ή προσαρμοστήκατε στις νέες τεχνολογίες;
Η σχέση μου με την τεχνολογία ξεκίνησε από την ανάγκη επικοινωνίας με την εφημερίδα και της έγκαιρης αποστολής του σκίτσου μου -στην Ρόδο εγώ, στην Αθήνα η εφημερίδα ή άλλο έντυπο. Η φωτοτυπία, το φαξ και αργότερα το e-mail έλυσαν το πρόβλημα. Πολλοί φίλοι και συνάδελφοι αρνούνται να χρησιμοποιήσουν υπολογιστή. “Θα σε φάει η μηχανή”, μου λένε. Ξεχνάνε όμως πως ιστορικά η ανάπτυξη και διάδοση της γελοιογραφίας ήταν άμεση συνέπεια μιας νέας τότε τεχνολογίας, της τυπογραφίας. Και στο κάτω κάτω γιατί να με φάει η μηχανή, θα την φάω εγώ.
Προσθέστε σ’ αυτά και την φυσική μου περιέργεια για κάθε τι καινούριο. Θα ήμουν δυστυχής αν φεύγοντας από τον κόσμο αυτόν θα είχα αφήσει τον Η/Υ να περάσει δίπλα μου χωρίς ν’ απλώσω χέρι να τον δοκιμάσω.
Η Σοφία η κοιμωμένη γλαυξ δεν ακολούθησε και τις εικονογραφήσεις των παιδικών σας βιβλίων. Το όνομα της δόθηκε από τους Αρχαίους Έλληνες για το λαμπερό και σπινθηροβόλο βλέμμα της .Που μπορούμε σήμερα να συναντήσουμε ανθρώπους με σπινθηροβόλο βλέμμα;
Πρώτα για την γλαύκα μου, που ως σύμβολο της σοφίας την λένε, τι άλλο, Σοφία. Όπως παρατηρήσατε η Σοφία κοιμάται, ένα καθαρά πολιτικό σχόλιο που, ας μην ξεχνάμε, γεννήθηκε την εποχή της χούντας. Έτσι, την κράτησα έξω από τον φωτεινό και πολύχρωμο κόσμο της παιδικής εικονογράφησης.
Άνθρωποι με σπινθηροβόλο βλέμμα υπάρχουν ευτυχώς πολλοί. Μα είναι κάπως σαν το έντελβάις -πρέπει να ψάξεις για να τους βρεις, σε μέρη δύσβατα και απρόσμενα. Όχι επειδή είναι σπάνιοι μα επειδή η κοινωνία μας δεν πολυανέχεται αυτούς που δεν χωρούν στα προ-κατ καλούπια της.
Οι κουκουβάγιες κάνουν αθόρυβες πτήσεις. Οι δικές σας πτήσεις;
‘Οχι μόνο αθόρυβες μα και νυχτερινές, οι πτήσεις της κουκουβάγιας. Δουλειά στην ησυχία της νύχτας, όταν “η φύση ησυχάζει” που λέει το παλιό τραγούδι. Και ταβέρνα ή καφενείο, για κουβέντα και φιλικές αντιπαραθέσεις με φίλους καλούς και ανθρώπους που δεν φορούν μάσκα, απαραίτητα αυτά για το φρεσκάρισμα του αέρα στο εσωτερικό του κρανίου. Πάντως, το αποτέλεσμα και το προϊόν των πτήσεών μου αυτών είναι οπωσδήποτε ηχηρό και φωνακλάδικο.
Σ’ευχαριστούμε!