Τα σχολεία στην πρωτοβάθμια τα φτιάχνουν δυο παράγοντες: οι εκπαιδευτικοί και οι γονείς. Οι μεν δίνουν το χαρακτήρα, το σχήμα, το εύρος, οι δε το χρώμα, τη δυναμική, τις διαστάσεις. Στην καριέρα μου έχω γνωρίσει αξιόλογους εκπροσώπους και από τις δύο παρατάξεις… ε, ομάδες, ήθελα να πω. Ανθρώπους που έδιναν το είναι τους για να λαμβάνει ο τελικός αποδέκτης, το παιδί, ο,τι καλύτερο γινόταν. Δύο περιστατικά όμως με καθόρισαν όσο όλα τα υπόλοιπα μαζί.
Πριν 12 χρόνια, Μάιος 2005. Πηγαίνω Δευτέρα στο σχολείο. Είμαι χαρούμενη, η μισή Ελλάδα και βάλε ήταν, που έχει κερδίσει η Παπαρίζου τη Γιουροβίζιον στο Κίεβο. “You are the one, you’ re my number one…” σιγοτραγουδάω προσπαθώντας να ξορκίσω το φάντασμα μιας ακόμα τσαγκαροδευτέρας. Το σώμα μου τεντώνεται σαν της Παπαρίζου με το ποντιακό δοξάρι. Κρατώ καφέ στο χέρι. θα είναι μια ωραία Δευτέρα σήμερα. Μπαίνω στο σχολείο. Λίγο μετά ανοίγει η πόρτα, ξεκινά η προσέλευση των παιδιών. Τότε δεν υπήρχαν πρωινές ζώνες και τέτοιες μοντέρνες μπούρδες. Το σχολείο ήταν σχολείο και όχι παιδότοπος ελευθέρας βοσκής. Μπαίνει, λοιπόν, μια μανούλα μέσα και ξεκινά η μεγάλη μάχη.
“Εσύ είσαι που έβαλες τον γιο μου τιμωρία χθες;”
Μη δίνετε σημασία στον ενικό. Ήταν το ευγενέστερο στοιχείο που είχε η έκφρασή της. Της εξηγώ ότι είμαι η νηπιαγωγός του γιου της -γιατί δε με ήξερε μάλλον- και πως δεν έβαλα καμία τιμωρία ούτε χθες ούτε άλλη μέρα. Το μόνο που έκανα είναι να καθίσει μαζί μου ο γιος της σε ένα καρεκλάκι κατά το διάλειμμα για να συζητήσουμε τα λάθη της συμπεριφοράς του.
“Και ποια νομίζεις ότι είσαι εσύ που θα στιγματίζεις το παιδί μου επειδή έκανε ένα λάθος;”
Το ένα λάθος, λοιπόν, του γιου της ήταν (σηκωείτε από καναπέδες, ντιβάνια, πολυθρόνες και βγάλτε σημειωματάρια, ανοίξτε notebook, κινητά και κρατήστε σημειώσεις): έφτυνε όποιο παιδί δεν έπαιζε μαζί του, δάγκωνε όποιο παιδί δεν του έκανε τα γούστα, κλώτσαγε όποιο παιδί δεν του έδινε το παιχνίδι που έπαιζε, δεν καθόταν ούτε δευτερόλεπτο στην παρεούλα, έβριζε με γηπεδικές εκφράσεις επιπέδου Ολυμπιακός-Παναθηναϊκός και πάνω, πετούσε κομμάτια του φαγητού του από τη μία άκρη της τάξης στην άλλη και όταν του μιλούσα μου έκανε κωλοδάχτυλο το οποίο βελτίωσε βαθμιαία σηκώνοντάς μου το μισό του δάχτυλο και έπειτα τον δείχτη μόνο. Για όλα αυτά λοιπόν ο “στιγματισμός” ήταν η προσπάθεια να τον συνετίσω κρατώντας τον κοντά μου για να του μιλήσω τα δύο τελευταία διαλείμματα όταν ήδη οι μισοί γονείς των υπόλοιπων παιδιών ήταν στα πρόθυρα να φέρνουν φωτογραφίες με τις νυχιές και δαγκωνιές του “στιγματισθέντος” παιδιού στα σώματα των παιδιών τους.
Σε αυτά τα ποια νομίζεις πως είσαι, σε αυτήν την ξερολίαση, σε εκείνη τη μάνα που δεν είχε ιδέα από διαπαιδαγώγηση, από σχολείο, από σεβασμό και τρόπους, που διάβασε δύο άρθρα για παιδαγωγική στο Ντάουν Τάουν και την Εσπρέσσο είδα έναν ολόκληρο κόσμο, παιδιά. Είδα τον έτοιμο να σε κατασπαράξει άνθρωπο για το οτιδήποτε, είδα την αγένεια, είδα εκείνους που δε θα δουν ποτέ τίποτε καλό σε ο,τι κι αν κάνεις. Κι αυτό ήταν το πρώτο μάθημα που διαμόρφωσε την συμπεριφορά μου στο χώρο του σχολείου.
Το δεύτερο ήταν 2 χρόνια μετά. Έχω μόλις πάει σε καινούριο σχολείο και ζω μεγαλειώδεις στιγμές. Η συνάδελφος -ο θεός να την κάνει- θέλει με το που έρχεται στο σχολείο και είναι η ώρα να μπει στην τάξη, να βγαίνω από την τάξη εγώ. 12:15 γίνεται η αλλαγή; 12:16 θα πρέπει να μπει αυτή και να βγω εγώ. Άρχισα να υποψιάζομαι ότι τους κάνει κάποια μαγικά πράγματα που δεν ήθελε να τα δω εγώ, ένα είδος άβατου μόνο για μυημένους. Όταν η συνάδελφος είχε την ανάγκη μου, ήθελε να μου ζητήσει κάτι, έπαιρνε το πιο λάγνο και φιλικό της ύφος. Όταν δεν υπήρχε κάτι που να θέλει, έμπαινε πίσω από τα ωράρια, την τυπικότητα και το νόμο και δεν της έκλεβες ούτε ματιά.
Το πράγμα σηκώθηκε ακόμα πιο ψηλά με το να θέλει να κάνουμε χωριστές ενημερώσεις γονέων -ναι, για το ίδιο τμήμα μιλάω, δεν καταλάβατε λάθος- και με το να μετράει τα χαρτόνια που κατανάλωνα για κατασκευές. Η φάση κορυφώθηκε όταν ένα παιδί χτύπησε και έκανε ένα καρουμπαλάκι κατά τη δική της ώρα και προσπάθησε να το μεταφέρει κατά 20 λεπτά για να φανεί ότι έγινε σε ώρα που ήμουν εγώ υπεύθυνη για τα παιδιά. Τότε κατάλαβα ότι υπάρχουν άνθρωποι τόσο αδίστακτοι και ρηχοί, συνάδελφοι τόσο αντισυναδελφικοί, άνθρωποι που διαπαιδαγωγούν μικρούς ανθρώπους και έπειτα παίρνουν ύφος περισπούδαστο σε δημόσιες συζητήσεις στιλιτέυοντας το χάλι της ελληνικής κοινωνίας. Μόνο το χάλι είναι αυτοί οι ίδιοι.
Με εκείνη τη μαμά που μεγάλωνε έναν μελλοντικό δυστυχισμένο και άνευ κανενός ορίου “άντρα” και εκείνη την συνάδελφο που αντί για τσάντα κουβαλούσε φτυάρι και αντί για βιβλίο κρατούσε σπαθί, κατάλαβα ότι ο κόσμος γύρω από το χώρο της εκπαίδευσης δεν κινείται με τα ίδια στάνταρ που νομίζαμε κάποιοι. Κατάλαβα ότι δυστυχώς δε θα αλλάξω τον κόσμο μέσα από τη δουλειά μου. Κατάλαβα ότι θα υπάρχουν γονείς που με ακυρώνουν συστηματικά μπροστά στα μάτια των παιδιών, κατάλαβα ότι κανείς δεν συγχωρεί το λάθος γιατί εκείνο είναι το γεμάτο φεγγάρι που βλέπουν όλοι αδιαφορώντας για τα εκατομμύρια σωστά αστέρια σου που στολίζουν τον ουρανό. Κατάλαβα ότι συνάδελφος είναι κάποιος που έχει τις ίδιες αγωνίες και ίδιες προθέσεις με σένα και όχι κάποιος που κάνει την ίδια δουλειά με σένα. Και τότε κατάλαβα ότι σε αυτή τη δουλειά πρέπει κάθε 2 χρόνια να έρχεται ένας ψυχίατρος και να μας βλέπει όλες και όλους γιατί κάτι μου λέει ότι θα έχουν πολλή δουλειά να κάνουν.
“Πες της να πάει να κοιταχτεί σε έναν καθρέφτη” μου μετέφερε ένα κοριτσάκι ότι της είπε η μάνα της κάποτε για μένα όταν μετά από ενασχόληση με την ανακύκλωση είχαμε πει με τα παιδιά ότι μπορούν να ανακυκλώνουν και σπίτι τους, όχι μόνο σχολείο. Κι εγώ πήγα στον καθρέφτη. Στάθηκα μπροστά του, με κοίταξα. Κι ύστερα με ρώτησα: “ποια νομίζεις πως είσαι;” Και το είδωλο του καθρέφτη μου απάντησε: “Μια νηπιαγωγός και μητέρα που δε θα αλλάξει τον κόσμο, θα αλλάξει όμως τη ζωή έστω και μισού μαθητή που θα περάσει από τα χέρια της. Ίσως και των δικών της παιδιών…”
Αυτή νομίζω πως είμαι. Και δεν είμαι μόνη μου.
Αγαπημένο μου ημερολόγιο, τα λέμε ξανά σύντομα…