Ο Claude Monet (1840-1926) υπήρξε ένας από τους σπουδαιότερους Γάλλους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους. Από το 1867 ως το 1993 ο Μονέ και οι σύντροφοί του ιμπρεσιονιστές ζωγράφισαν εκατοντάδες πίνακες με θέμα το χειμώνα και το χιόνι. Η «Κίσσα» (γαλλ. La Pie , αγλλ. The Magpie) ζωγραφίστηκε κατά πάσα πιθανότητα το χειμώνα του 1868-69 στην περιοχή της Νορμανδίας και είναι ο μεγαλύτερος σε μέγεθος από τους 140 πίνακες του Μονέ με θέμα το χειμώνα (μέγεθος 89 x 130 εκ.).
Πρόκειται για μια ελαιογραφία σε μουσαμά που απεικονίζει μια μοναχική μαύρη κίσσα (πουλί διάσημο για τους μιμητισμούς στη φωνή του), σκαρφαλωμένη σε μια πύλη που σχηματίζεται σε έναν φράκτη, καθώς το φως του ήλιου λάμπει επάνω στο φρέσκο χιόνι δημιουργώντας μπλε και βιολετί σκιές κατά μήκος του φράκτη. Απόντων των ανθρώπων και με την εκπληκτική παρουσία των έντονων κάθετων γραμμών του πίνακα, το βλέμμα στρέφεται αμέσως στην μικροσκοπική (ως προς το χώρο που καταλαμβάνει) Κίσσα.
Η Κίσσα είναι από τα πρώτα δείγματα χρήσης χρωματιστών σκιών από τον Μονέ που αργότερα θα συνδεθούν άμεσα με το κίνημα του ιμπρεσιονισμού. Ο Μονέ ουσιαστικά μελετά αριστοτεχνικά τις διαβαθμίσεις του φωτός στο χιόνι, τις χρωματικές σκιές, το φάσμα των χρωμάτων έτσι όπως αυτό αποτυπώνεται πάνω στο χιόνι από το παιχνίδισμα του ήλιου και του ουρανού πάνω στο λευκό που ποτέ κατά τους ιμπρεσιονιστές δεν είναι ακριβώς λευκό.
Παρόλα αυτά, το έργο του Μονέ απορρίφθηκε από την κριτική επιτροπή στο Σαλόνι του 1869 καθώς ο πίνακας θεωρήθηκε υπερβολικά μεγάλος για τοπογραφία και απρόσεκτα ζωγραφισμένος.
Το 1984 το Μουσείο Ορσέ (Musee d’ Orsay) στο Παρίσι αγόρασε τον πίνακα από ιδιώτη και τον ενέταξε στη συλλογή του ενώ το 1990, 150 χρόνια από τη γέννηση του Μονέ, το πριγκιπάτο του Μονακό εξέδωσε σε γραμματόσημο την Κίσσα, σχεδιασμένο από τον Pierre Albuisson.
Παιχνίδι με το φως και τη σκιά
Ο πίνακας του Μονέ “Η κίσσα” είναι μια καλή αφορμή για να μιλήσουμε στα παιδιά για το φως και τη σκιά.
Πειραματιζόμαστε με το φως και τη σκιά και παίζουμε με τα χέρια μας στον τοίχο με τη βοήθεια μιας λάμπας. Παρατηρούμε ότι η σκιά αλλάζει θέση ανάλογα με την κατεύθυνση του φωτός. Το χέρι μας γίνεται πουλί που ανοίγει τα φτερά του και πετάει, γίνεται ένας πεινασμένος λύκος που τριγυρίζει στο δάσος, ένας κύκνος που κολυμπά στη λίμνη.
Μα που πήγε η σκιά μου; Όταν το φως πέφτει κατακόρυφα από πάνω, η σκιά μου εξαφανίζεται.
Στον πίνακα αποτυπώνεται το χρώμα του ουρανού, τη στιγμή που το φως του ήλιου, καθώς πέφτει, σχηματίζει πάνω στο χιόνι κάθετες γραμμές σε αποχρώσεις του γκρι και του γαλάζιου. Γιατί το λευκό δεν είναι ποτέ λευκό στη ζωγραφική. Δίνουμε στα παιδιά πινέλα και αναμιγνύουν τα χρώματα για να ζωγραφίσουν με αποχρώσεις του λευκού ένα χειμωνιάτικο τοπίο. Τα παιδιά χωρίζονται σε ομάδες και επιλέγουν τους συνδυασμούς χρωμάτων που θα χρησιμοποιήσουν για να δημιουργήσουν τις αποχρώσεις που θέλουν. Κάθε ομάδα δημιουργεί και διαφορετικό χρώμα. Λευκό και λίγο μαύρο μας δίνει το γκρι, λευκό και μπλε μας δίνει γαλάζιο. Επιλέγουν αν θα ζωγραφίσουν την κίσσα ή κάποιο άλλο πουλί στη ζωγραφιά τους και χιονισμένα δέντρα.
Εμείς διαβάσαμε την ιστορία ” Η σκιά που ξεγέλασε τον ήλιο”( Αγγελική Πασσιά και Φίλιππος Μανδηλαράς, εκδόσεις Φυτράκη 1998). Περιγράφει τη σκανδαλιάρα σκιά που προσπαθεί να κρυφτεί από τις ακτίνες του ήλιου και διαρκώς αλλάζει θέση. Με αφορμή την ιστορία της σκιάς περιγράφουμε το διάλογο ανάμεσα στην κίσσα του Μονέ και τη σκιά της, μια και η κίσσα νιώθει τόση μοναξιά αρχίζει να μιλά με τη σκιά της. Τι να της λέει άραγε; Μπορείτε να μαντέψετε;
Με κοιτάς και σε κοιτώ,
σου μιλώ, μα εσύ μιλιά
έλα λίγο πιο κοντά
να μη νιώθω μοναξιά!
Τα παιδιά δημιουργούν και μας εκπλήσσουν
Θα παρατηρήσετε πουλιά ή και την κίσσα ακόμα σε πολλά έργα των παιδιών καθώς και τα χιονισμένα τοπία να κυριαρχούν. Εξαιρετική η προσπάθεια από κάποια παιδιά απεικόνισης του ξύλινου φράκτη του Μονέ. Μιλάμε για παιδιά 5-6 ετών.