Ο Θεόδωρος Π. Βρυζάκης (Θήβα, 1814 – Μόναχο, 1878) θεωρείται ο πρώτος ζωγράφος της μεταοθωμανικής Ελλάδας και ο θεμελιωτής της λεγόμενης «Σχολής του Μονάχου». Έζησε ως παιδί τα σκληρά χρόνια της Επανάστασης του 1821 μέχρι την ίδρυση του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μάλιστα ο πατέρας του, Πέτρος Βρυζάκης, απαγχονίστηκε από τους Τούρκους τον Μάιο του 1821. Σε ηλικία 18 ετών, το 1832, με την ενθάρρυνση ενός Γερμανού φιλόλογου, μετανάστευσε στο Μόναχο της Βαυαρίας, όπου έζησε μέχρι τον θάνατό του.
Στο Μόναχο ζωγραφίζει σχεδόν αποκλειστικά θέματα από την Επανάσταση του 1821. Το 1844 έγινε δεκτός στην Ακαδημία του Μονάχου, λαμβάνοντας από την ίδια χρονιά και μέχρι το 1855 την υποτροφία της ελληνικής παροικίας της πόλης. Δάσκαλοι και φίλοι του υπήρξαν ορισμένοι εξαίρετοι καλλιτέχνες φιλελληνικών θεμάτων της εποχής του ρομαντισμού: ο Carl Wilhelm von Heideck (γνωστός ως Heidegger), ο Heinrich von Mayer και άλλοι.
Το 1855 συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση του Παρισιού με το έργο του “Η Έξοδος του Μεσολογγίου”. Τον πίνακα αυτόν, ο ίδιος ο Βρυζάκης τον αντέγραψε τουλάχιστον δύο φορές. Δύο από τους πρωτότυπους πίνακες καταστράφηκαν στην πυρκαγιά του Μεσολογγίου το 1929. Το τρίτο πρωτότυπο διασώζεται στην Εθνική Πινακοθήκη, αλλά ο ίδιος πίνακας κυκλοφόρησε και σε λιθογραφίες ήδη από το 1856. Πέθανε στο Μόναχο το 1878. Άφησε κληρονομιά με διαθήκη του στο Πανεπιστήμιο Αθηνών όλα τα έργα τού ατελιέ του και 760 μάρκα για την επισκευή της οροφής της ελληνικής εκκλησίας του Σωτήρος (Salvatorkirche) του Μονάχου.
Ο πίνακας του “Δύο πολεμιστές ή καραούλι” είναι μια ζωντανή εικόνα από ένα στιγμιότυπο της μάχης. Οι δύο πολεμιστές μοιάζουν να συνομιλούν και να ετοιμάζουν κάποιο σχέδιο επίθεσης ή προσπαθούν να προφυλαχθούν από τον εχθρό. Τα παιδιά αναπαριστούν τον πίνακα με λόγο ή χωρίς λόγο. Τι λέει άραγε ο νέος πολεμιστής στον μεγαλύτερο σε ηλικία πολεμιστή; Τι τίτλο θα έδιναν στον πίνακα; Μπορούμε να διακρίνουμε τα συναισθήματα τους, αισθάνονται φόβο, αγωνία;
“Δύο πολεμιστές ή καραούλι” Θεόδωρος Βρυζάκης, 1855
Διαβάζουμε στα παιδιά ολόκληρο ή απόσπασμα από το ποίημα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ” Ο Δήμος και το καριοφίλι του”. Για την Επανάσταση του 1821 έχουν γραφτεί ποιήματα που έγιναν τραγούδια και αποτελούν πολύτιμη κληρονομιά για τον Ελληνικό λαό.
Το ποίημα ” Ο Δήμος και το καριοφίλι του” του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη ανήκει στη συλλογή Μνημόσυνα (1857) και αναφέρεται στη γνωστή από τα κλέφτικα δημοτικά τραγούδια συντροφική σχέση του πολεμιστή το όπλο του. O γέρο Δήμος προαισθάνεται ότι το τέλος του πλησιάζει και ανακοινώνει στα παλικάρια του τις τελευταίες του επιθυμίες.
Ο Δήμος και το καριοφίλι του
Αριστοτέλης Βαλαωρίτης,
Εγέρασα, μωρές παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης
τον ύπνο δεν εχόρτασα, και τώρ’ αποσταμένος*
θέλω να πάω να κοιμηθώ. Εστέρεψ’ η καρδιά μου.
Βρύση το αίμα το ‘χυσα, σταλαματιά δε μένει.
Θέλω να πάω να κοιμηθώ. Κόψτε κλαρί απ’ το λόγκο*,
να ‘ναι χλωρό και δροσερό, να ‘ναι ανθούς γεμάτο,
και στρώστε το κρεβάτι μου και βάλτε με να πέσω.
Ποιος ξέρει απ’ το μνήμα μου τι δένδρο θα φυτρώσει!
Κι αν ξεφυτρώσει πλάτανος, στον ίσκιο του αποκάτω
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τ’ άρματα να κρεμάνε,
να τραγουδούν τα νιάτα μου και την παλικαριά μου.
Κι αν κυπαρίσσι όμορφο και μαυροφορεμένο,
θα ‘ρχονται τα κλεφτόπουλα τα μήλα του να παίρνουν,
να πλένουν τες λαβωματιές, το Δήμο να σχωράνε.
Έφαγ’ η φλόγα τ’ άρματα, οι χρόνοι την ανδρειά μου.
Ήρθε κι εμένα η ώρα μου. Παιδιά μου, μη με κλάψτε.
Τ’ ανδρειωμένου ο θάνατος δίνει ζωή στη νιότη.
Σταθείτ’ εδώ τριγύρω μου, σταθείτ’ εδώ σιμά μου,
τα μάτια να μου κλείσετε, να πάρτε την ευχή μου.
Κι έν’ από σας, το νιότερο, ας ανεβεί τη ράχη,
ας πάρει το τουφέκι μου, τ’ άξο μου καριοφίλι,
κι ας μου το ρίξει τρεις φορές και τρεις φορές ας σκούξει*:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Θ’ αναστενάξ’ η λαγκαδιά, θα να βογκήξει ο βράχος,
θα βαργομήσουν* τα στοιχειά, οι βρύσες θα θολώσουν
και τ’ αγεράκι του βουνού, οπού περνά δροσάτο,
θα ξεψυχήσει, θα σβηστεί, θα ρίξει τα φτερά του,
για να μην πάρει τη βοή άθελα και τη φέρει
και τηνε μάθει ο Όλυμπος και την ακούσει ο Πίνδος
και λιώσουνε τα χιόνια τους και ξεραθούν οι λόγκοι.
Τρέχα, παιδί μου, γλήγορα, τρέχα ψηλά στη ράχη
και ρίξε το τουφέκι μου. Στον ύπνο μου επάνω
θέλω για ύστερη φορά ν’ ακούσω τη βοή του.
Έτρεξε το κλεφτόπουλο, σαν να ‘τανε ζαρκάδι,
ψηλά στη ράχη του βουνού και τρεις φορές φωνάζει:
«O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει».
Κι εκεί που αντιβοούσανε οι βράχοι, τα λαγκάδια,
ρίχνει την πρώτη τουφεκιά, κι έπειτα δευτερώνει.
Στην τρίτη, και την ύστερη, τ’ άξο το καριοφίλι
βροντά, μουγκρίζει σαν θεριό, τα σωθικά του ανοίγει,
φεύγει απ’ τα χέρια, σέρνεται στο χώμα λαβωμένο,
πέφτει απ’ του βράχου τον γκρεμό, χάνεται, πάει, πάει.
Άκουσ’ ο Δήμος τη βοή μες στον βαθύ τον ύπνο•
τ’ αχνό του χείλι εγέλασε, εσταύρωσε τα χέρια…
O γερο-Δήμος πέθανε, ο γερο-Δήμος πάει.
Τ’ ανδρειωμένου η ψυχή, του φοβερού του κλέφτη,
με τη βοή του τουφεκιού στα σύγνεφ’ απαντιέται,
αδερφικά αγκαλιάζονται, χάνονται, σβηώνται*, πάνε.
Α. Βαλαωρίτης, Ποιήματα και πεζά, Ίκαρος