13 επαγγέλματα που χάθηκαν στο χρόνο κι ας μοιάζει μόλις χθες που κάποιοι τα έκαναν τριγύρω μας. Είναι γιατί άλλαξε ο κόσμος κι οι ανάγκες. Είναι γιατί χάθηκε η αυτάρκεια, η επάρκεια και εκείνη η γνώση η παλιά “να αξιοποιήσω τα πάντα”. Σκουπίδια; Τι είναι αυτό; Ό,τι περίσσευε από τα τρόφιμα, τα έτρωγαν τα ζωά. Πλαστικές συσκευασίες δεν υπήρχαν εκτός από κανά Τρύλετ για τα πιάτα (κι αυτά τη δεκαετία του 80′). Δεκατρία παραδοσιακά επαγγέλματα που η έλλειψή τους δείχνει ότι ο κόσμος πήγε μπροστά και προόδευσε. Μα όχι πάντα…
1. Γαλατάς: πολλά χρόνια λείπει από τη ζωή των πόλεων, πλέον έχει εκλείψει και από τη ζωή των χωριών. Ο γαλατάς ήταν ο πρώτος πλανόδιος μικροπωλητής που συναντούσαν οι άνθρωποι στο ξεκίνημα της μέρας τους. Ο γαλατάς φόρτωνε το γαϊδούρι του με τα γκιούμια (σκεύος για γάλατα και άλλα υγρά τρόφιμα από μπακίρι), έδενε το γαϊδούρι σε ένα δέντρο και ξεκινούσε τη διανομή γάλακτος πόρτα πόρτα. “Φρέσκο ολόπαχο γάλα”, φώναζε. Για σκεφτείτε αν το φώναζε σήμερα ¨ολόπαχο” αν θα έβγαινε κανείς να το αγοράσει.
2. Κανατάς: ποιος δεν έχει ακούσει το μπαμπά Γιάννη τον κανατά; Ένας άνθρωπος σαν τους σημερινούς αφρικάνους και ασιάτες, ζωσμένος πάνω του δεκάδες κανάτια και πήλινα σταμνιά. Αν δεν είναι κατανοητή η χρησιμότητα των σταμνών και των κανατών, φτάνει να πούμε ότι ψυγεία δεν υπήρχαν μέχρι πρότινος και το νερό διατηρούνταν σε αυτά τα δοχεία φρέσκο και καθαρό, για πόση, μαγείρεμα και πλύσιμο. Μήπως όμως υπήρχαν βρύσες και αποχευτευτικά συστήματα; Το νερό ήταν πολύτιμο τότε. Σήμερα περισσότερες σπάνε στην Κέρκυρα το Πάσχα και στολίζουν τα παραθύρια των νησιωτικών σπιτιών παρά είναι γεμάτες με νερό και έχουν κάποια χρησιμότητα για τους σημερινούς ανθρώπους.
3. Αυγουλάς: όταν η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη και τα άλλα μεγάλα αστικά κέντρα άρχισαν να υποδέχονται κατά δεκάδες τους εσωτερικούς μετανάστες από τα χωριά, τα νησιά και τη Μικρά Ασία, οι άνθρωποι αυτοί έχασαν την πρόσβασή τους σε ένα σωρό χρήσιμα χωριάτικα καλούδια, ανάμεσά τους και το αυγό (ή αβγό πια). Έτσι, περνούσε ο περίφημος αυγουλάς ο οποίος όργωνε τις γειτονιές ουρλιάζοντας κάτι ακατάληπτο που τόνιζε το “αβγά” και η κραυγή του ήταν τόσο μοναδική που οι νοικοκυρές έσπευδαν αμέσως να αγοράσουν τα χωριάτικα αβγουλάκια του. Με την ανάπτυξη των ορνιθοτροφείων και την αυτοματοποίηση, πάει και ο αβγουλάς από τις γειτονιές, έγινε ντεμοντέ και περιττός.
4. Ταμπάκης:“Ει, μην κλωτσάς δυνατά την μπάλα, θα τη φτάσεις στα ταμπάκικα”, φώναζαν οι φίλοι όταν κάποιος σούταρε δυνατά στα σύνορα Κερατσινίου-Δραπετσώνας όπου μεγάλωσα κι εγώ, σε εκείνα την κατηφόρα που ακόμα έχει τις πατημασίες μας και τις ιαχές μας από τα γκολ. Ο ταμπάκης ήταν ο βυρσοδέψης, ο τεχνίτης δηλαδή που επεξεργαζόταν τα γνήσια δέρματα για να φτιάξει παπούτσια, παλτά και άλλα. Πρόκειται για αρχαιότατα επάγγελμα που άνθισε ακόμη περισσότερο με την έλευση των μικρασιατών προσφύγων. Δέρματα από βόδι, αγελάδα, αρνί και άλογο πλένονταν, ασβεστώνονταν και αποτριχώνονταν στις ειδικές εγκαταστάσεις των βυρσοδεψίων Η τέχνη του ταμπάκη ήταν εξαιρετικά δύσκολη και υπό αντίξοοες συνθήκες.
5. Παγωτατζής: δε ξέρω αν υπάρχει πια γειτονιά όπου κάποιος πλανώδιος παγωτατζής περνά φωνάζοντας ‘παγωτοοοό, φρέσκο παγωτοοοό”. Δε θυμάμαι πια το όνομά του. Κάθε απόγευμα τους καλοκαιρινούς μήνες, νωρίς το απόγευμα, περνούσε με το τρίτροχο αμαξίδιο του με τους τέσσερις σκεπαστούς κουβάδες (καϊμάκι, σοκολάτα, φιστίκι, φράουλα οι γεύσεις). Οι παγωτατζήδες πήγαιναν σε πανηγύρια, γιορτές και άλλες τέτοιες εκδηλώσεις αλλά η καθημερινή τους εργασία ήταν στις γειτονιές, με τα δεκάδες παιδιά που έπαιζαν ακίνδυνα και ελεύθερα σε αυτές. Και το παγωτό; Πάντα ημέρας και μόνο από φρέσκο γάλα.
6. Ασβεστάς: ήταν τότε που υπήρχαν πολλές μονοκατοικίες και αυλές και πεζούλες και λουλούδια και μυρωδιές. Και ζούσαν ζουζούνια και τα παιδιά παίζανε έξω και λερώνανε. Οι ασβεστάδες περνούσαν στις γειτονιές τις μεγάλες γιορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα, Σταυρού, Παναγίας κτλ) και πουλούσαν ασβέστη για να ασπρίσουν και να απολυμανθούν οι αυλές και όλες αυτές οι υπέροχες επιφάνειες. Μεγάλη η ζήτησή του κατά καιρούς. Χάθηκαν όμως οι αυλές κι οι μονοκατοικίες, χάθηκαν σιγά σιγά κι οι ασβεστάδες.
7. Αλμπάνης: ο πεταλωτής όπως ήταν επίσης γνωστός φρόντιζε αυτά τα υπέροχα σιδερένια παπούτσια των γαϊδουριών με τα οποία γίνονταν όλες οι μεταφορές, μετακινήσεις και…μετακομίσεις μέχρι και τη δεκαετία του 70′. Τα πέταλα άλλαζαν 2-3 φορές το χρόνο και βοηθούσαν το ζώο να περπατά καλύτερα, να μη γλιστρά και να μην πληγώνεται.
8. Σαλεπιτζής: η αλήθεια είναι ότι ακόμα υπάρχουν 1-2 στην Αθήνα, τουλάχιστον μέχρι πριν λίγο καιρό. Σαλέπι ζεστό, σαλέπι το θαυματουργό φώναζαν οι σαλεπιτζήδες προσπαθώντας να τραβήξουν την πελατεία τους. Το σαλέπι, ένα ζεστό ρόφημα σαν τσάι ζέσταινε τα μέσα σου και πολλοί περαστικοί το προτιμούσαν.
9. Καρεκλάς: τον πρόλαβα κι αυτόν, ναι! Ήταν ο τεχνίτης που επιδιόρθωνε, περιδιαβαίνοντας τις γειτονιές, καρέκλες που είχαν χαλάσει ή είχαν σπάσει. Γιατί τότε όταν κάτι χαλούσε, οι άνθρωποι κάναν’ το παν για να το φτιάξουν. Καινούριο δεν έπαιρναν εύκολα. Εκεί ήταν η μεγάλη νίκη της αυτάρκειας απέναντι στη μανία του καταναλωτισμού που ακολούθησε. Ο καρεκλάς χρησιμοποιούσε ένα ειδικό χόρτο που μάζευε τα καλοκαίρια σε βάλτους και ποταμιές και γιόμιζε τις τρύπες, στερέωνε τα βαθουλώματα, ίσιωνε τις γούβες κάποιου πισινού που βούλιαξε. “Καρεκλάαας”, αντηχούσαν οι γειτονιές.
10. Πραματευτής: Μέχρι πρόσφατα ελάχιστοι είχαν τη δυνατότητα της μετακίνησης. Τα μαγαζιά ήσαν λιγοστά. Αυτό το κενό κάλυπτε ο πραματευτής. Φόρτωνε ρούχα, παπούτσια, είδη νοικοκυριού και ραφτικά, είδη καλλωπισμού και καθαρισμού, είδη προικιών και ερχόταν στα σοκάκια των χωριών φωνάζοντας το όνομα του. Θυμάται κανείς το Νίκο Ξυλούρη να τραγουδά τον Πραγματευτή; Η πληρωμή του γινόταν συνήθως σε είδος (ανταλλακτική οικονομία λέμε): σιτάρι, όσπρια, κούκλα (καλαμπόκι) κ.α.
11. Εφημεριδοπώλης: “Εφημερίδεεες! Έκτακτό παράρτημααα! Εφημερίδεεες!” Αυτοί την ιαχή την ξέρουνε πολλοί. Οι εφημεριδοπώλες ήταν συνήθως μικρά παιδιά 15-16 χρονών που πάλευαν για ένα μεροκάματο. Σήμερα κοντεύουν να αφανιστούν και οι εφημερίδες ακόμα. Αλλάξανε οι εποχές…
12. Καρβουνιάρης: Το ηλεκτρικό άργησε να έρθει στην Ελλάδα (περίεργο ε;). Βασικό πρόβλημα η θέρμανση. Το καλοκαίρι λοιπόν, τα νοικοκυριά αγόραζαν σωρό τα κάρβουνα και τα αποθήκευαν σε κάποια αποθήκη. Γιατί; Μα γιατί το κάρβουνο ήταν απλά η κυριότερη, ευκολότερη και φθηνότερη καύσιμη ύλη, με μεγάλη θερματνική αξία, δε φθειρόταν εύκολα, αποθηκευόταν ακόμη πιο εύκολα και δεν είχε μεγάλο βάρος. Το κάρβουνο φτιαχνόταν σε μεγάλους λάκκους στα βουνά όπου έριχναν μικροκομμένα ξύλα τα οποία με ελαφρύ σκέπασμα απανθρακώνονταν. Σήμερα το κάρβουνο έχει περιοριστεί στις ψησταριές και έχει βιομηχανοποιηθεί ενώ εμείς ψάχνουμε πάνελ, θερμοπομπούς και πελέτ για να γλιτώσουμε από το πετρέλαιο.
13. Τενεκετζής: Όλα τα σπιτικά μέχρι πρότινος είχαν ντενεκεδένια αντικείμενα. Κουβάδες για νερό , ντενεκέδια για τα ζώα, για τρόφιμα, χωνιά για λάδι και κρασί, καζάνια για μαγείρεμα, για φτιάξιμο σαπουνιού, ένα σωρό τετζερέδια. Αυτά τα έφτιαχνε ο πολύ χρήσιμος τεχνίτης, ο τενεκετζής, από λαμαρίνα γαλβανιζέ και τα δεκάδες εργαλεία του με τα οποία έδινε στο υλικό του σχήμα και μορφές.