Γενιές και γενιές μεγάλωσαν με τα τραγούδια τους. Από το φεστιβάλ της Κέρκυρας, το Σείριο και τα αξεπέραστα «Ζεστά Ποτά» μέχρι τη σταδιακή απόσυρση τους από την πρώτη γραμμή της δισκογραφίας μεσολάβησαν διάφορα θαύματα. Ένα από αυτά ήταν το συγκεκριμένο παραμύθι, το κατά πολλούς και κατά τον γράφοντα κορυφαίο που ηχογραφήθηκε ποτέ στην Ελλάδα. Η γλώσσα του ποιητική, χωρίς υπερβολές, χωρίς καθωσπρεπισμούς, με χιούμορ, ανατροπές, φαντασία, κορύφωση, συμβάντα, γνώση, μη στατικό.
Οι αδερφοί Κατσιμίχα, οι Κατσιμιχαίοι όπως τους λέγαμε όλοι στις συζητήσεις και τις παρέες μας, δήλωσαν κάποτε ότι η Αγέλαστη Πολιτεία είναι το έργο που τους κάνει περισσότερο περήφανους από κάθε άλλο. Εξαιρετικό και το πρωτότυπο παραμύθι από τις εκδόσεις Καστανιώτη (1995, περ. €8) που εικονογράφησε ο Νίκος Μαρουλάκης. Το βιβλίο διαφέρει αρκετά στην αφήγηση του από το cd. Καλό θα είναι να το έχετε και αυτό επιχειρώντας τις όποιες διασκευές σας. Προσωπικά, έχω αγοράσει τον παρών δίσκο 4 φορές και άλλες τόσες το βιβλίο. Είναι από εκείνα τα πράγματα που θέλεις να τα κάνεις δώρο, να τα έχουν όσο περισσότεροι γίνεται, είναι από εκείνα που οφείλεις να αγοράσεις κάποτε στη ζωή σου κι όχι να φερθείς…εξυπνακίστικα. Γιατί τώρα που ήρθε η εποχή και αυτά τα καλούδια λιγόστεψαν αισθητά, αυτά θα σου λείψουν….Ο νοών νοείτω. Οπότε 8 ευρώ για ένα τέτοιο αριστούργημα είναι -ακόμη και σήμερα που στένεψαν τα περιθώρια- πολύ λίγα. Ας πάμε παρακάτω τώρα που τελείωσε το κατηχητικό…
Η Αγέλαστη Πολιτεία και οι Καλικάντζαροι
(πατώντας πάνω στους τίτλους των κομματιών, τα ακούτε από συνδέσμους στο youtube)
Οι ρόλοι μπορούν ασφαλώς να τροποποιηθούν ανάλογα με τα παιδιά που έχουμε (αριθμό, δυνατότητες). Κάτοικοι αγέλαστης (7-8), καλικάντζαροι (8-10), πνεύμα της παπαρούνας (1). ενδεχομένως αφηγητής (1-2). Μη βιαστείτε! Οι αδερφοί Κατσιμίχα έχουν μια πόρτα ολάνοιχτη για περισσότερους συμμετέχοντες (θα τη βρείτε παρακάτω).
Το ηχογραφημένο παραμύθι υπάρχει ολόκληρο και στο stixoi.info και στο youtube. Ξαναλέω όμως ότι είναι από εκείνα τα κοσμήματα που τα θες γνήσια να στολίζουν μια γωνιά του σπιτιού σου.
Μία φορά κι έναν καιρό ήταν μια πολιτεία
που απ’ όλες εξεχώριζε σ’ ολόκληρη τη χώρα,
μια πολιτεία όμορφη μα πάντα λυπημένη,
οι άνθρωποι αγέλαστοι, χαζοί και μουτρωμένοι,
δεν ξέρανε χαμόγελο κι αγάπη τι σημαίνει.
Καθένας τους εκοίταζε μονάχα τη δουλίτσα του,
η καλημέρα ακριβή σαν να ‘τανε χρυσάφι,
ποτέ δεν παίζαν τα παιδιά στους δρόμους, στην πλατεία,
ποτέ δεν έγινε γιορτή, χορός και φασαρία,
της βγήκε και το όνομα: Αγέλαστη Πολιτεία.
Με το παραπάνω αφηγηματικό τραγούδι τα παιδιά που υποδύονται τους κατοίκους της Αγέλαστης Πολιτείας μπορούν να κάνουν την είσοδό τους στη σκηνή περπατώντας αργά, μουρτζούφλικα, με αγριεμένα πρόσωπα, κοιτώντας προς το κοινό. Μια χορογραφία ελεύθερη που θα προσαρμοστεί στις δυνατότητες των συγκεκριμένων παιδιών και γιατί όχι…στις ιδέες τους!
(Αφήγηση) Την ξέρω αυτή τη πόλη -εκεί γεννήθηκα
…….. Τι είναι όμως οι Καλικάντζαροι; Ωχ!, έρχονται! Κρυφτείτε ν’ ακούσουμε.
Είναι η ώρα των καλικάντζαρων. Δε μπορεί να είναι πάνω από 9-10. Μπαίνουν μέσα περπατώντας περίεργα, σαν ένας μικροσκοπικός στρατός αγρίων. Μαύρο, χακί ή καφέ το κολάν τους, κόκκινη ή μαύρη η μπλούζα τους, κόκκινο, πράσινο ή μαύρο το σκουφί τους. Με κουδουνάκι ασφαλώς!
(Τραγούδι) Είμαστε εμείς τα παιδιά της τρέλας- είμαστε όμορφοι με πρόσωπο κοπέλας.
(Αφήγηση) Μωρέ τρελοί είναι! Για δέσιμο! Όμορφοι δεν είναι.
(Τραγούδι) Είμαστε οι πρώτοι στον κόσμο χορευτές – είμαστε οι καλύτεροι τραγουδιστές.
(Αφήγηση) Αυτό αλήθεια είναι, το σωστό να λέγεται.
Ο Μανδρακούλος πρέπει απαραιτήτως να ονομαστεί σε συγκεκριμένο παιδί. Είναι ο αρχηγός των καλικάντζαρων. Προσοχή στο “πάρε τον π…λο” που λέει κάποια στιγμή. Μπορεί να ξενίσει πολλούς οπότε ρίξτε…ψαλίδι αν νομίσετε ότι απειλείται η σωματική σας υγεία σε στυλ Κόρπους Κρίστο ! (αστειεύομαι ασφαλώς). Περιμένοντας την κοινωνία που θα καταλαβαίνει από τέχνη και όχι από πουριτανισμούς, πράξτε κατά βούληση.
Κόβε πριονάκι μου
(αφηγηματικό μέρος)
Χίλιες φορές μας είχε πει ο παππούς την ιστορία για την παράξενη μοίρα τους. Να πελεκάνε αιώνες τώρα το δέντρο που στηρίζει τον απάνω κόσμο και να το ρίξουν χάμω –πλαφ!- σαν άδειο μπαλόνι. «Χο, χο, χο!» γέλαγε ο παππούς μου. «Χο, χο, χο!» γελάγαμε κι εμείς γιατί τους φανταζόμασταν εκεί κάτω στα έγκατα της γης να κόβουνε οι έρμοι και να τραγουδάνε με τις γαϊδουροφωνάρες τους:
Σε αυτές τις αφηγήσεις του Χάρη και Πάνου Κατσιμίχα, οι καλικάντζαροι κάνουν τις κινήσεις που αναφέρονται: πελεκάνε το δέντρο που έχουμε τοποθετήσει στη μέση της σκηνής (τσαλακωμένο χαρτί του μέτρου ώστε να σχηματίζει δέντρο, ψεκασμένο με καφέ-χρυσό σπρέι)…
(τραγούδι)
Κόβε πριονάκι μου κι η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε… το αίμα μας και βράζει!
(αφηγηματικό μέρος)
Οι κακοί άνθρωποι τους φοβούνται και τους σιχαίνονται, γιατί η ασχήμια των καλικάντζαρων τους θυμίζει τη δικιά τους την ασχήμια. Οι καλικάντζαροι πάλι το έχουν υπόψη τους και αυτούς ειδικά τους ανθρώπους διαλέγουν πάντα για να τους κάνουν τα νεύρα…«φυτίλια». Μάλιστα!! Η μόνη τους διασκέδαση είναι να ανεβαίνουν κάθε Χριστούγεννα πάνω στη γη και να δημιουργούν… έκρυθμες καταστάσεις.
Βγαίνουν τη νύχτα και γυρνούν και κάνουν χίλιες τρέλες, στους δρόμους και στα μαγαζιά μπερδεύουν τις ταμπέλες. Γλιστράνε μες στα σπιτικά από τις καμινάδες και μαγαρίζουν τα γλυκά που φτιάνουν οι κυράδες. Μπαίνουν μες στα φουρνιάρικα σα λείπουν οι ψωμάδες και χώνουν τις χερούκλες τους μέσα στους λουκουμάδες. Μαγεύουνε τα ζωντανά κι οι γάτες κελαηδούνε, οι κότες νιαουρίζουνε κι οι γάϊδαροι λαλούνε.
Το παραπάνω τραγούδι αποτελεί εξαιρετικό υλικό για “εικονοποίηση”. Οι καλικάντζαροι κάνουν ακριβώς όσα αναφέρονται: κάνουν τρέλες, μπερδεύουν τις ταμπέλες, γλιστράνε, μαγαρίζουν γλυκά, χώνουν τα χέρια τους, μαγεύουν τα ζώα. Η κίνηση είναι έντονη.
Κόβε πριονάκι μου (2)
(αφηγηματικό μέρος)
Να, όλο κάτι τέτοια κάνουν… Των Θεοφανείων όμως… «Φεύγατε, να φεύγουμε, τι έφτασ’ ο τουρλόπαπας με την αγιαστούρα του, ο παπάς με αγιασμό, χωριανοί με το θερμό.» Κι έτσι γυρίζουν κακήν κακώς στον κάτω κόσμο. Αλλά εκεί -ωχ!- συμφορά τους. Το δέντρο της γης έχει θρέψει κι άντε πάλι την πριόνα απ’ την αρχή. Και άιντε πάλι οι μαύροι…
Οι καλικάντζαροι γυρίζουν πίσω, κοιτούν το δέντρο που έχει θρέψει, τραβούν τα μαλλιά τους, ξαναπαίρνουν τα πριόνια τους και επιστρέφουμε στο “Κόβε πριονάκι μου” των αδερφών Κατσιμίχα, χοροπηδώντας γύρω από το δέντρο…
(τραγούδι)
Κόβε πριονάκι μου κι η ώρα πλησιάζει.
Χριστούγεννα ζυγώνουνε… το αίμα μας και βράζει!
(αφηγηματικό μέρος)
Έτσι γινόταν. Έτσι γινόταν κι έτσι θα γίνεται στον αιώνα τον άπαντα.
Τα παιδιά στρογγυλοκάθονται γύρω από το δέντρο. Είναι η ώρα να συζητήσουν. Η αφήγηση του cd ακούγεται ενώ οι καλικάντζαροι ψιθυρίζουν παιχνιδιάρικα. Όταν εντοπίζουν ποιους θέλουν να πειράξουν, καβαλάνε τις άσπρες χήνες του που έχουμε φτιάξει από λευκό κανσόν (και τις έχουμε κολλήσει πάνω στα πλαστικά καλάμια των νηπιαγωγείων μας) και ταξιδεύουν αργά για την μεγάλη πράσινη κοιλάδα.
Βγάζουμε το δέντρο και τοποθετούμε το μεγάλο καζάνι όπου θα “μαγειρέψουν” το μαγικό βοτάνι. Πάνε κι έρχονται, πάνε κι έρχονται, κάνουνε δουλειές, κουβαλάνε ξύλα και τραγουδούν…το Ασυνάρτητο συνάφι.
(αφηγηματικό μέρος)
Εκείνη λοιπόν τη χρονιά, κανά δυο μήνες πριν ανέβουν στον απάνω κόσμο καθίσανε και το σκεφτήκανε, ώριμα. Βλέπεις, είχαν βαρεθεί πια τόσους αιώνες τα ίδια και τα ίδια. Συζητούσανε μέρες. Συζητούσανε και άκρη δε βγάζανε… μέχρι που σηκώθηκε ένας μικρός καλικάντζαρος και είπε: «Εγώ λέω να τους βάλουμε αυτούς να κάνουνε τις βλακείες κι εμείς να τους βλέπουμε και να…και να γελάμε! Ποιούς όμως να βρούμε και να πειράξουμε;» Μωρέ δεν κουράστηκαν καθόλου. Τους βρήκαν όλους μαζεμένους στην Αγέλαστη Πολιτεία. Την παραμονή λοιπόν των Χριστουγέννων…πέταξαν τα πριόνια, καβάλησαν τις άσπρες χήνες τους και ξεκίνησαν για τον απάνω κόσμο…Νύχτα…Η πράσινη κοιλάδα κάτασπρη απ’ το χιόνι, κάτασπρη και η Αγέλαστη Πολιτεία. Σε μια πλαγιά, σ’ ένα ξέφωτο του δάσους έκαιγε μεγάλη φωτιά…Πάνω στη φωτιά ένα μαύρο στρογγυλό τσουκάλι! Και μέσα στο τσουκάλι έβραζε σιγά σιγά…το μαγικό βοτάνι. Οι καλικάντζαροι κάτι ετοίμαζαν, πήγαιναν ερχόντουσαν, πήγαιναν ερχόντουσαν, καθαρίζανε, φέρνανε κλαδιά, κάνανε περίεργες κινήσεις και τραγουδούσαν νωχελικά…
Βάλτε παντού διπλές φρουρές κι ο χρόνος δε μας φτάνει,
τρελό εστήσαμε χορό τριγύρω απ’ το καζάνι.
(αφηγηματικό μέρος)
«Αχ παρδαλό μου κι ασυνάρτητο σινάφι, μες στο τσουβάλι του αυτός μας κουβαλάει, ο τραγοπόδαρος με τη φλογέρα του που τρέχει μες στα δάση και γελάει».
(τραγούδι)
Πέστε λογάκια μαγικά, γλυκά σαν παντεσπάνι, και πριν λαλήσει ο πετεινός, έτοιμο το βοτάνι.
Το “Ρέηβ Πάρτι”, το σήμα κατατεθέν του παραμυθιού ξεσηκώνει απίστευτα τα παιδιά. Δεν υπάρχει χορογραφία. Προκαλεί από μόνο του, ξεσηκώνει από μόνο του. Προσαρμόστε την πάνω στα παιδιά. Ζητήστε ιδέες τους. Πιθανότατα θα σκεφτούν κάτι καλύτερο απ’ ο,τι εμείς. Γιατί από τη φύση τους είναι λίγο πιο ροκ από εμάς…
(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
(αφηγηματικό μέρος)
Όσο πέρναγε η ώρα το ξέφωτο γέμιζε καλικάντζαρους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους! Ερχόνταν συνεχώς καινούριοι, ξεπροβάλλοντας πίσω από τους χιονισμένους λόφους, καβάλα στις χήνες τους. Στρατός ολόκληρος από καλικάντζαρους που χόρευαν σα μουρλοί γύρω απ’ το καζάνι. Ο Μανδρακούλος, μεθυσμένος, καβάλα ανάποδα σ’ ένα γαϊδούρι, συντόνιζε τη φάση. «Κάντε τούτο, κάντε κείνο, κάντε τ’ άλλο!» Όλοι τον «έγραφαν» κανονικά. «Εμπρός», έλεγε στο γαϊδούρι. «Βρε, που πας βρε ζωντόβολο;» Γιατί το γαϊδούρι αντί για μπρος, πήγαινε προς τα πίσω. Είχανε πέσει σε έκσταση. Ρέιβ πάρτι!!
Η μουσική δυναμώνει, η έντασή μας στο πάρτι επίσης.
(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στίβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
(αφηγηματικό μέρος)
Μπορείτε να βάλετε κάποιο παιδί να κάνει τη χήνα αλλά και κάποιο παιδί (τον αφηγητή) να είναι ο συνομιλητής μαζί της. Αυτός μπορεί να παίζει κυρίως με το σώμα ακουμπώντας πάνω στις αφηγήσεις των Κατσιμίχα.
Εκείνο το βράδυ εγώ δεν είχα ύπνο. Στεκόμουνα μπροστά στο παράθυρο και σκεφτόμουνα… Άραγε τι δώρο μου είχαν πάρει; Και ξαφνικά βλέπω να προσγειώνεται στην αυλή μας μια χήνα που φορούσε ένα κολιέ από ρουμπίνια. «Α!», της είπα, «τι όμορφη που είσαι! – έλα μέσα.» Αυτή μου απάντησε: «Όχι, έλα εσύ έξω!» – και μου έγνεψε να ανέβω στη πλάτη της. Ανέβηκα, άνοιξε τα φτερά της και πετάξαμε ψηλά, πάνω απ’ την πόλη… Αχ! Τι όμορφα που ήταν… Εκεί ψηλά κι άλλες χήνες με τους φίλους μου στις πλάτες τους. Κάνανε κύκλους πάνω από την πολιτεία που κοιμόταν βαθειά. Ξαφνικά μια χήνα που ήταν μάλλον αρχηγός πήρε στροφή κι άρχισε να πετάει προς τους λόφους. Μα… που μας πήγαιναν; Σε λίγο κατάλαβα! Στο ξέφωτο τους είδα. Γύρω απ’ τη φωτιά τους είδα να χορεύουν και να τραγουδούν. Και καθώς οι χήνες προσγειωνόντουσαν μία – μία πάνω στο χιόνι, πετάχτηκε μέσα απ’ τη φωτιά ένας χοντρός γεροκαλικάντζαρος, ο αρχηγός των καλικάντζαρων, ο Μανδρακούλος με τ’ όνομα, κι έδωσε το σύνθημα για το χορό:
Με τις “Πολύ έκρυθμες καταστάσεις” δίνουμε στα παιδιά μικρά ομπρελάκια με τις οποίες κάνουν μερικές υπέροχες κινήσεις, πετάμε ζαχαρωτά και καραμέλες που αποκρούουν με τις ομπρέλες τους, κάνουνε “τούμπες και τσαλιμάκια χίλια”. Τραγούδι πολύ σύντομο, ξεσηκωτικό, κεφάτο, υπέροχο.
Πολύ έκρυθμες καταστάσεις
Εμπρός ν’ αρχίσει ο χορός, ν’ αρχίσουνε οι τρέλες.
Ανοίξτε τις ομπρέλες σας θα βρέξει καραμέλες!
Και έβρεξε ο ουρανός γλυκά και καραμέλες,
κουβάδες χαρτοπόλεμο, μπαλόνια και κορδέλες.
Και λουκουμάκια έβρεξε, παστέλια και γκοφρέτες,
παιχνίδια, κούκλες που μιλούν, ροκάνες και τρομπέτες
(ροκάνες και τρομπέτες).
Στο χιόνι που εμύριζε σαν παγωτό βανίλια,
κάνανε τούμπες και βουτιές και τσαλιμάκια χίλια.
(τεντούκι σημαίνει ξαπλώνω ανάσκελα και αγναντεύω μετά των ανέσεών μου)
(αφηγηματικό μέρος)
Παίξαμε, χορέψαμε, τραγουδήσαμε μέχρι που άρχισε να χαράζει. Τότε ο Μανδρακούλος είπε: «Ήρθε η ώρα! Γυρίστε τα παιδιά στα σπίτια τους.» Οι χήνες πήρανε τους φίλους μου και πετάξαν για την πόλη. Εγώ όμως που ήθελα να δω τη συνέχεια πήγα και κρύφτηκα πίσω από ένα θάμνο και ξαπλωμένος ανάσκελα, τεντούκι, πάνω στο χιόνι, που δεν ήταν κρύο αλλά ζεστό και μαλακό σα βαμβάκι, τους έβλεπα να ξεμακραίνουν, μέχρι που χάθηκαν ψηλά, μες στην καρδιά του ουρανού.
(αφηγηματικό μέρος)
Εν τω μεταξύ κάτω στην Πολιτεία οι αγέλαστοι άνθρωποι κοιμόντουσαν τον «ύπνο του δικαίου», κοιμόντουσαν αμέριμνοι, ενώ πάνω στο λόφο πράματα και θάματα…
(τραγούδι) Βοτάνι, βοτανάκι, εννιά φορές να βράσεις, να γίνεις σύννεφο, στον ουρανό να φτάσεις. Απάνω από την πόλη να πας και να σταθείς, και πριν να ξημερώσει βροχούλα να γενείς.
(αφηγηματικό μέρος) Το τσουκάλι έβραζε μουρμουριστά, έβραζε και γύρω οι καλικάντζαροι πιασμένοι από τους ώμους, χόρευαν έναν παράξενο, αργόσυρτο χορό. Σε μια στιγμή η φωτιά δυνάμωσε και το ξέφωτο άστραψε σα χρυσάφι και ‘κει μέσα από τη λάμψη ξεπρόβαλε ένα μικρό κορίτσι ντυμένο στα κόκκινα. «Α! να τη, να τη, να τη ήρθε!» φώναξαν οι καλικάντζαροι. Ο Μανδρακούλος ψιθύρισε: «Ήρθε το πνεύμα της παπαρούνας» και το μικρό κορίτσι τραγούδησε:
Το πνεύμα της Παπαρούνας είναι ένα κορίτσι ντυμένο με ένα κόκκινο φόρεμα (αν έχει και ραμμένα πράσινα φύλλα πάνω ακόμη καλύτερα) που βγαίνει μέσα από το καζάνι (τεχνηέντως ασφαλώς αφού το καζάνι το κρύβουν οι καλικάντζαροι) και την ώρα που ακούγεται το τραγούδι της κάνει μια μικρή χορογραφία ανάμεσα στους καλικάντζαρους. Κατόπιν μπορεί να πει τα ίδια λόγια…
Από το αίμα του Χριστού κι απ’ το κρυφό του δάκρυ
στου Γολγοθά τους λόφους γεννήθηκα εγώ,
έρχομαι με την άνοιξη, Αγάπη τ’ όνομα μου,
από τους μύθους έρχομαι, βαθιά, απ’ τον καιρό.
Από το αίμα του Χριστού κι απ’ το κρυφό του δάκρυ
κι απ’ των αθώων τα όνειρα είμαι πλασμένη εγώ.
Ένα σύννεφο μπορεί να στερεωθεί και να τραβηχτεί ψηλά με πετονιά, σα να το σηκώνουν οι καλικάντζαροι φυσώντας.
(αφηγηματικό μέρος)
Από τα χείλη του καζανιού άρχισε τώρα να βγαίνει ένας λεπτός καπνός και μεγάλωνε, μεγάλωνε μέχρι που έγινε ένα ροζ σύννεφο σαν το μαλλί της γριάς που πουλάνε στα πανηγύρια… Έπειτα οι καλικάντζαροι φύσηξαν φου… φου… όλοι μαζί και ουπ… το σύννεφο πήγε και στάθηκε πάνω από την πόλη. Ο αέρας ευώδιαζε απ’ τον ανθό της κερασιάς. Ναι, πάνω στο χιόνι είχαν φυτρώσει κερασιές. Μετά από λίγες ώρες, λίγο πριν ξημερώσει… φύσηξε στην κοιλάδα ένας ζεστός άνεμος… Το σύννεφο έλιωσε και έγινε βροχούλα… Σε λίγο ξημέρωσε Χριστούγεννα… Χρόνια πολλά…
Το μεγάλο πάρτι. Χαμός στο ίσιωμα πραγματικά.
Τα μάγια είναι μυστικά, μα μυστικά δε μένουν,
και πράγματα παράξενα άρχισαν να συμβαίνουν.
Ήρθε εξπρές η άνοιξη με χίλια χελιδόνια
και δυο φιλάκια έστειλε και λιώσανε τα χιόνια.
Ξημέρωσε Χριστούγεννα κι οι λόφοι πρασινίσαν
και μες στο νταλαχείμωνο οι πασχαλιές ανθίσαν.
Τα πρόβατα κελάηδαγαν γλυκά σαν αηδονάκια
κι οι αγελάδες πέταγαν ψηλά με τα πουλάκια.
Οι γέροι βγήκαν στις αυλές τα μήλα για να παίξουν,
ξύπνησαν οι τεμπέληδες και θέλαν να δουλέψουν.
Οι βλάκες γίναν έξυπνοι και οι μουγγοί μιλούσαν
και τα νερά του ποταμού ανάποδα κυλούσαν.
Όλοι στους δρόμους βγήκανε με γέλια και αστεία
και φαγοπότι στήσανε στη μέση στη πλατεία
κι ήρθαν κι οι μουσικάντηδες και πιάσαν το τραγούδι
κι όλη τη μέρα γλένταγαν, κάψαν το πελεκούδι.
(αφηγηματικό μέρος)
Ξαφνικά, οι αγέλαστοι άνθρωποι έγιναν γελαστοί, αλλά πολύ γελαστοί – και ομιλητικοί, αλλά πολύ ομιλητικοί: «Γεια σας, τι κάνετε; Χρόνια πολλά… ματς μουτς». «Υπόσχομαι», έλεγε συνεχώς ο δήμαρχος, «μπράβο δήμαρχε» φώναζαν οι παρατρεχάμενοι και σιγά σιγά, ένας ένας, οι αγέλαστοι άνθρωποι άρχισαν να χορεύουν! Μάλιστα! Να χορεύουν! Οι καλικάντζαροι το ‘παν και το ‘καναν. Τα πάνω ήρθαν κάτω! Κι ενώ συνέβαιναν όλ’ αυτά, η πόρτα του χρόνου άνοιξε διάπλατα κι άρχισαν να καταφθάνουν οι επίσημοι προσκεκλημένοι των καλικάντζαρων: Η Χιονάτη με τους εφτά νάνους, ο Μολυβένιος Στρατιώτης με τη μπαλαρίνα του, ο Τομ Σώγιερ, Die Bremerstadt Musikanten, ο Ευτυχισμένος Πρίγκιπας, ο γέρο-Αίσωπος με την παρέα του, ο Καραγκιόζης με την οικογένεια… «Γεια σου οικογένεια… ω, ω, ω, ω, ώπα…», «υπόσχομαι ότι…». Ο Κάρλος Καστανέντα, ο Τζέρι Γκαρσία, ο Τζίμι Χέντριξ… Οι καλικάντζαροι βαμμένοι με μπογιές σαν Ινδιάνοι κυλιόντουσαν χάμω, έκαναν τούμπες, έκαναν ότι τους κατέβαινε και διασκέδαζαν τρελά… Χαμός στο ίσιωμα!!
Οι καλεσμένοι στο πάρτι της αγέλαστης πολιτείας μπορεί να είναι ρόλοι παιδιών με λίγα λόγια. Εκμεταλλευθείτε αυτήν την πόρτα που ανοίγει το παραμύθι. Μόλις τελειώσει ο έντονος χορός, τα παιδιά πέφτουν όλα κάτω και κοιμούνται υπό τον απίστευτο ήχο που ακούγεται…
Χορεύανε, χορεύανε…μέχρι που νύχτωσε…και μια γλυκιά νύστα βάρυνε τα βλέφαρα τους…Έγειραν όλοι εκεί κι αποκοιμήθηκαν… κι έτρεχε ακόμα το κρασί από τις κάνουλες των βαρελιών. Οι καλικάντζαροι καβάλησαν τις χήνες τους κι έφυγαν. Μαζί τους έφυγαν κι οι γιορτές…
Οι καλικάντζαροι καβαλούν τις χήνες τους και αφήνουν τα παιδιά ξαπλωμένα.
Την άλλη μέρα χιόνισε. Χιόνιζε πάνω απ’ το σιωπηλό κόσμο…χιόνιζε στις καρδιές των μοναχικών ανθρώπων.
Το επόμενο πρωί οι κάτοικοι ξυπνούν και ακολουθεί ο παρακάτω διάλογος. Προσωπικά αφαίρεσα το τραγούδι και το μετέτρεψα σε λόγια (διάλογο) μεταξύ των κατοίκων της αγέλαστης πολιτείας.
(αφηγηματικό μέρος)
Το επόμενο πρωί ξύπνησαν οι κάτοικοι της Αγέλαστης Πολιτείας, κατακουρασμένοι και αγέλαστοι όπως πριν. Το νέο μαθεύτηκε αμέσως σε όλη τη χώρα. Δυο, τρεις ξένοι που έτυχε να ‘ναι περαστικοί την ημέρα του γλεντιού το διαδώσανε παντού: «Στην Αγέλαστη Πολιτεία, κάηκε το πελεκούδι…κάηκε». Δε βαριέσαι όμως! Οι αγέλαστοι άνθρωποι δεν πίστευαν κανέναν και τίποτα!
(τραγούδι)
Εμείς γι’ αυτά δεν είμαστε, τ’ αυτί μας δεν ιδρώνει,
εδώ τσαλίμια και γιορτές και τρέλες δε σηκώνει.
Οι ξένοι ονειρευτήκανε και λένε παραμύθια,
μ’ αν τύχει και τους πιάσουμε θα κλάψουνε στ’ αλήθεια!
Μα για να πούμε βρε παιδιά και του στραβού το δίκιο,
πως γίνεται το όνειρο να δούμε όλοι το ίδιο;
Εσύ να σκάσεις δάσκαλε και να μην επιμένεις,
και στα μικρά άλλη φορά τραγούδια μη μαθαίνεις!
Εσένανε σε πήραμε να μάθεις τα παιδιά μας,
να γράφουν να διαβάζουνε, να ‘ρθούν στα βήματα μας!
Κι όχι τραγούδια να τους λες και χαζοπαραμύθια:
βοτάνια, καλικάντζαρους και τέτοια κολοκύθια.
Αλλά εμείς τους είδαμε, ο δάσκαλος δε φταίει!
Ορίστε, τον εκάνατε τον άνθρωπο να κλαίει!
Έχουν αυτάρες και μαλλιά και ξέρουν τραγουδάκια,
πετάνε με τις χήνες τους σαν αεροπλανάκια,
έχουνε κι έναν αρχηγό που μοιάζει με μπαούλο
να ζήσεις Μανδρακούλο μας, να ζήσεις Μανδρακούλο!
Τα παιδιά της Αγέλαστης Πολιτείας κάθονται κάτω σε κύκλο. Σιγά σιγά σηκώνονται. Βλέπουν τις χήνες στον ουρανό. Τους κουνούν τα μαντίλια τους. Αγκαλιάζονται και τραγουδούν…Ρουμ Παπαρούμ Παπαρούμ Παπαρούνα…
(αφηγηματικό μέρος)
Κύλησε σιγά- σιγά ο καιρός σαν το ροδάνι του μύλου που ποτέ δε σταματάει και το περίεργο όνειρο ξεχάστηκε. Κανείς δεν ξαναμίλησε πια γι’ αυτό στην Αγέλαστη Πολιτεία…Όμως, που και που, τα πρωινά, όταν ο ήλιος έλαμπε ζεστός και τα παιδιά παίζαν στην αυλή του σχολείου, ο γεροδάσκαλος τα άκουγε ξαφνιασμένος να τραγουδούν και να χορεύουν ένα παράξενο τραγούδι.
(τραγούδι)
Ρουμ, παπαρούμ, παπαρούμ, παπαρούνα,
τη στύβουμε και κάνουμε μαντζούνα
και ύστερα τη βάζουμε να βράζει
δεκαοχτώ μερόνυχτα σε σιγανή φωτιά.
«Περίεργο! Τι ‘ναι αυτό;» Αυτός ποτέ δε τους είχε μάθει τραγούδια γιατί απλούστατα δεν ήξερε ο άνθρωπος! Κι επίσης παρατήρησε ότι κάθε φορά που πιασμένα σε κύκλους τραγουδούσαν ο ουρανός ψηλά γέμιζε κάτασπρες χήνες και τα παιδιά τις χαιρετούσαν με τα μαντηλάκια τους, έτσι όπως τις έβλεπαν να πετούν στον αέρα, σα μικρά τρεχαντήρια. Χόρευαν και τραγουδούσαν και αντιλαλούσε απ’ τις φωνές όλη η πράσινη κοιλάδα και αντιλαλούσε γλυκά απ’ τα γέλια τους, η Αγέλαστη Πολιτεία.
Διαβάστε ακόμα
Διασκευάζοντας τη Φρικαντέλα
ορχηστρικά θέματα Ελλήνων συνθετών
ορχηστρικά θέματα ξένων συνθετών