Το Σάββατο του Λαζάρου θεωρείται από τις μεγαλύτερες γιορτές της Ορθόδοξης Εκκλησίας, μια πρόγευση της Μεγάλης Εβδομάδας όπου ο θάνατος νικιέται από τη ζωή, μια προοικονομία ουσιαστικά της Ανάστασης του Ιησού που θα ακολουθήσει σε μία εβδομάδα.
Ένα από τα πιο διαδεδομένα έθιμα μέχρι πρόσφατα είναι τα κάλαντα του Λαζάρου. Κάλαντα που τραγουδούσαν αποκλειστικά μικρά κορίτσια, οι “Λαζαρίνες” αναγγέλλοντας τη γιορτή της ανάστασης του Λαζάρου.
Με καλαθάκια λουλουδάτα στα χέρια και ειδικές στολές, οι μικρές Λαζαρίνες τριγύριζαν από σπίτι σε σπίτι τραγουδώντας τα κάλαντα παίρνοντας πάντα το κατιτίς τους: φιλοδώρημα, γλυκό ή άλλο κέρασμα.
Μην αναρωτιέστε ή θλίβεστε γιατί χάνονται πολλά από τα έθιμα. Επιβιώνουν τα πιο “ισχυρά”, αυτά που έχουν ακόμα “έρεισμα” στην κοινωνία. Η σταδιακή ελάττωση των καλάντων του Λαζάρου έχει να κάνει με την παράπλευρη κοινωνική του χρησιμότητα. Κι αυτό γιατί οι Λαζαρίνες, τα κορίτσια αυτά που έλεγαν τα κάλαντα, είχαν μια μοναδική ευκαιρία με τα κάλαντα αυτά να βγουν από το σπίτι δίχως την υψηλή εποπτεία της οικογένειας και να γνωρίσουν αγόρια ή ακόμα καλύτερα να τις δουν τα αγόρια του χωριού. Κάπως έτσι κατέφθαναν προτάσεις για αρραβώνες και γάμους. Η Τουρκοκρατία έφυγε, σιγά σιγά η γυναίκα βρήκε τη θέση της στην κοινωνία και όλα αυτά τα έθιμα άρχισαν να ατονούν.
Η τριήμερη ταφή του Λαζάρου γίνεται αφορμή για να μάθουμε τι γίνεται…στον Άδη. Όπως καθώς τα παιδιά τραγουδούν τους “Αγερμούς” κρατώντας ένα ομοίωμα του Λαζάρου: “Πες μας Λάζαρε τι είδες εις τον Άδη που επήγες. Είδα φόβους, είδα τρόμους, είδα βάσανα και πόνους, δώστε μου λίγο νεράκι να ξεπλύνω το φαρμάκι, της καρδούλας μου το λέω και μοιρολογώ και κλαίω. Του χρόνου πάλι να ‘ρθουμε, με υγεία να σας βρούμε, και ο νοικοκύρης του σπιτιού χρόνια πολλά να ζήσει, να ζήσει χρόνια εκατό και να τα ξεπεράσει.»
Σε πολλά μέρη της Ελλάδας, οι γυναίκες ζύμωναν ανήμερα του Λαζάρου κουλούρια για την ψυχή του, τα περίφημα “λαζαράκια”, “λαζάρηδες” ή “λαζαρούδια”. Στα “λαζαράκια” αυτά έδιναν τη μορφή ενός ανθρώπου σπαργανωμένου με δυο γαρίφαλα στα μάτια.
Κάλαντα του Λαζάρου
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε των Βαγιών η εβδομάδα.
Ξύπνα Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μέρα σου και η χαρά σου.
Πού ήσουν Λάζαρε; Πού ήσουν κρυμμένος;
Κάτω στους νεκρούς, σαν πεθαμένος.
Δε μου φέρνετε, λίγο νεράκι,
που ‘ν’ το στόμα μου πικρό φαρμάκι.
Δε μου φέρνετε λίγο λεμόνι,
Που ‘ν’ το στόμα μου, σαν περιβόλι.
Ήρθε ο Λάζαρος, ήρθαν τα Βάγια,
ήρθε η Κυριακή που τρων’ τα ψάρια.
Σήκω Λάζαρε και μην κοιμάσαι,
ήρθε η μάνα σου από την πόλη,
σου ‘φερε χαρτί και κομπολόι.
Γράψε Θόδωρε και συ Δημήτρη,
γράψε Λεμονιά και Κυπαρίσσι.
Το κοφνάκι μου θέλει αυγά,
κι η τσεπούλα μου θέλει λεφτά.
Βάγια, Βάγια και Βαγιώ.
τρώνε ψάρι και κολιό.
Και την άλλη Κυριακή,
τρώνε το ψητό τ’ αρνί.