More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήΓλώσσαΛαογραφικά & ΈθιμαΤο πιο γλυκό ψωμί: λαϊκό παραμύθι από τη Θράκη... με Βαν Γκογκ

    Το πιο γλυκό ψωμί: λαϊκό παραμύθι από τη Θράκη… με Βαν Γκογκ

    Η Παγκόσμια Ημέρα Άρτου γιορτάζεται κάθε χρόνο στις 16 Οκτωβρίου με πρωτοβουλία της Διεθνούς Ένωσης Αρτοποιών και Ζαχαροπλαστών (UIB) η οποία τους αναγνωρίζει μ’ αυτόν τον τρόπο την θυσία και την αξία της μεγάλης συμβολής τους στη σίτιση και τη γενική διατροφή του ανθρώπου. «Φτιάξτε ψωμί μόνοι σας ή αγοράστε το από τον φούρνο της γειτονιάς σας» αποτελεί το κεντρικό σύνθημα της ημέρας.

    Η Παγκόσμια Ημέρα Άρτου είναι η μεγαλύτερη ευκαιρία να μιλήσουμε για τη διατροφική αξία του ψωμιού αλλά και να γνωρίσουμε τον τρόπο παρασκευής του, ήθη κι έθιμα του τόπου μας. Το ψωμί είναι γεμάτο θρεπτικά συστατικά και το συναντάμε σε κάθε γωνιά της Γης, σε κάθε πολιτισμό, σε όλες τις περιόδους της ανθρώπινης διαδρομής. Η διαδικασία της σποράς και του ζυμώματος μπορεί να συγκεντρώσει πλήθος πληροφοριών τη χρονική περίοδο και τα ήθη και έθιμα του τόπου. Παρουσιάζουμε στα παιδιά μια σειρά από πίνακες του σπουδαίου Βίνσεντ βαν γκογκ,.

    Η μελέτη του έργου του μπορεί να μας δώσει το έναυσμα να στήσουμε ένα πρόγραμμα «Από το σιτάρι στο ψωμί» και μια σειρά από δραστηριότητες με σκοπό να μάθουν και να κατανοήσουν τα στάδια επεξεργασίας του σιταριού και τα προϊόντα του όπως το ψωμί. Με αφορμή μια σειρά από πίνακες του, μπορούμε ν’ αφηγηθούμε ένα λαϊκό παραμύθι από τη Θράκη “Το πιο γλυκό ψωμί” και να μυήσουμε τα παιδιά στη διαδικασία που γινόταν και το μόχθο των γεωργών τα παλιά χρόνια για να φτάσει το ψωμί στο τραπέζι μας.

    Σπορέας στη δύση του ηλίου (Sower with Setting Sun)- V. Van Gogh, 1888

    VanGogh_sower_with_setting_sunΘερισμός στην Προβηγκία- (Harvest in Provence)- V. Van Gogh, 1888
    Εθνικό Μουσείο του Ισραήλ. ΙερουσαλήμVanGogh_Harvest_in_Provence

    Σιταροχώραφo με ήλιο και θεριστή (Wheat Field With Reaper)– V. Van Gogh, 1889 
    Kröller Müller Μουσείο. ΟλλανδίαVanGogh_wheat_fieldΣιταροχώραφο με κοράκια (Wheatfield with Crows), Β. Βαν Γκογκ, περ.1890

    “Θημωνιά σε χωράφι”- V. Van Gogh 1885
    VanGogh_thimonia_se_xorafiKröller Müller Μουσείο. Ολλανδία

    *

    «Το πιο γλυκό ψωμί» – Λαϊκό παραμύθι από τη Θράκη

    Κάποτε ήταν ένας βασιλιάς. Πλούσιος πολύ ήτανε που ό,τι επιθυμούσε η ψυχή του το ’χε. Κι όλα τα καλά του κόσμου θρονιασμένα στη ζωή του ήταν κι όλοι τον θαύμαζαν για τα πλούτη του κι έλεγαν ότι δεν υπάρχει άνθρωπος πιο ευτυχισμένος σ’ ολόκληρη τη γης. Ώσπου μια μέρα ήρθε με κάτι παράξενο φορτωμένη. Ο βασιλιάς μας έχασε την όρεξή του και τίποτα δεν ήθελε να βάλει στο στόμα του. Νευρική ανορεξία το ‘πανε θαρρώ.
    Μέρα με τη μέρα όλο και πιο χλωμός φαινόταν, αδύνατος σαν βέργα ξεραμένη. Όλα του φταίγανε και γκρίνιαζε με το παραμικρό. Γιατροί από παντού προστρέξαν να τον δουν και για τον άρρωστο βασιλιά τα καλύτερα δοκίμαζαν μαντζούνια και γιατρικά. Τίποτα! Όλα χαμένα πήγαιναν. Η ανορεξία του βασιλιά συνεχιζόταν αμείωτη κι όλο και χειροτέρευε. Κάθε μέρα του έφερναν μπροστά του δίσκους με τα πιο καλομαγειρεμένα, μοσχοβολιστά φαγητά. Μα τίποτα δεν τον συγκινούσε. Περνούσε ο καιρός ώσπου μια μέρα έτυχε να περνάει από το παλάτι του ένας γέροντας φτωχός, ασπρομάλλης και ξερακιανός, που ήξερε από γιατρικά και όλοι τον έλεγαν σοφό.

    Τον ζύγωσε ο γέροντας κι άρχισε να του κάνει ερωτήσεις:
    -Μήπως κουράζεσαι πολύ, βασιλιά μου; τον ρώτησε.
    -Τι λες, γιατρέ μου, του λέει ο βασιλιάς.
    -Όλη μέρα ξαπλωμένος στο θρόνο μου είμαι, το μικρό μου δαχτυλάκι δεν κουνώ.
    -Μήπως έγνοιες και σκοτούρες για το λαό σου έχεις;
    -Κάθε άλλο. Καρφί δεν μου καίγεται για κανέναν, σκοτούρα δεν έχω καμιά.
    -Μήπως επιθύμησες ποτέ σου κάτι και δεν τ’ απέκτησες;
    -Ούτε αυτό! Βασιλιάς είμαι, μην το ξεχνάς. Κι ο,τι γυρέψω, έρχεται μπροστά μου.
    Σκέφτηκε, σκέφτηκε ο γέροντας κι υστέρα γυρίζει και λέει του βασιλιά:
    -Άκουσε, βασιλιά μου… Καθώς βλέπω, τίποτα το σοβαρό δε σου συμβαίνει. Εκείνο που φταίει και δεν έχεις όρεξη είναι το ψωμί που σου δίνουν οι μάγειροί σου στο παλάτι! Να διατάξεις τώρα να σου φέρουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου για να φας. Αν μπορέσεις να το ’χεις αυτό, τότε θα γιατρευτείς!

    Αμέσως ο βασιλιάς έδωσε διαταγή στους μαγείρους του παλατιού να ζυμώσουν και να του ψήσουν το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου!
    Έπεσαν με τα μούτρα στη δουλειά οι ψωμάδες ποιος θα φτιάσει το πιο γλυκό ψωμί για το βασιλιά! Ζύμωσαν κάθε λογής ψωμιά και του τα ’φεραν στο παλάτι να τα δοκιμάσει. Μα πάλι δεν ήθελε να τα φάει. Το να του μύριζε, τ’ άλλο του έφταιγε. Τότε ο βασιλιάς, έστειλε ανθρώπους του να πάνε να βρούνε το γέροντα και να τον ξαναφέρουνε μπροστά του. Έτσι λοιπόν κι έγινε.
    -Θα σε κρεμάσω, που με ξεγέλασες! του φώναξε ο βασιλιάς μόλις τον είδε.
    -Γιατί, βασιλιά μου; τον ρώτησε ο γέροντας.
    -Γιατί το γλυκό ψωμί, που είπες να μου φτιάξουνε να φάω, δε μου έκαμε τίποτα!

    -Μπα; Φαίνεται πως το ψωμί που σου ζύμωσαν, δεν ήταν τόσο γλυκό όσο έπρεπε!

    Ο βασιλιάς ήταν πάλι έτοιμος ν’ αγριέψει, μα είδε το γέρο που κάτι συλλογιζότανε, και περίμενε.
    -Άκουσε, βασιλιά μου, του λέει ο γέροντας ύστερα από λίγο.
    -Αν θέλεις να δοκιμάσεις το ψωμί που θα σε γιατρέψει, πρέπει να ’ρθεις μαζί μου για τρεις μέρες μονάχα και να κάνεις ό,τι σου λέω. Αν δε γίνεις καλά, είσαι ελεύθερος να μου πάρεις το κεφάλι!
    Κι ο βασιλιάς, δέχτηκε να πάει μαζί με τον παράξενο γέροντα, εκεί που του ’λέγε. Φόρεσε κι αυτός φτωχικά ρούχα, φόρεσε και κάτι παλιοπάπουτσα, πήρε κι ένα μπαστούνι στα χέρια του κι έφυγε κρυφά από το παλάτι, μακριά, κι επήγανε στον κάμπο, να μείνουν στην καλύβα του γέροντα, μέσα σ’ ένα χωράφι σπαρμένο.
    Ξημερώνοντας, ο γέροντας έδωσε στο βασιλιά ένα δρεπάνι και του λέει:
    -Έλα να θερίσουμε!
    Έπιασε ο βασιλιάς και θέριζε μες στο λιοπύρι ολάκερη μέρα. Έκαμε καμιά σαρανταριά δεμάτια στάχυα. Ήρθε το βράδυ, κι έπεσαν κατάκοποι να κοιμηθούνε, νηστικοί.
    Την άλλη μέρα, πρωί πρωί, ξύπνησε ο γέροντας το βασιλιά και του λέει:
    -Σήκω τώρα, να πάρουμε όλ’ αυτά τα δεμάτια, να τα πάμε στ’ αλώνι να τ’ αλωνίσουμε!
    Κουβάλησε στην πλάτη του ο βασιλιάς ένα σωρό δεμάτια, κι ύστερα όλη μέρα, τα κοπάνιζε με το δάρτη, ώσπου κάμανε το στάρι σωρό, τ’ ανεμίσανε και το βάλανε στο σακί. Κι όλη μέρα την περάσανε πάλι νηστικοί κι οι δυο τους, μόνο λίγο νερό ήπιανε από τη στέρνα, που ήτανε κοντά στην καλύβα.
    Πέσανε πάλι κουρασμένοι το βράδυ και κοιμηθήκανε.

    Την τρίτη μέρα, χαράματα σχεδόν, ο γέροντας σήκωσε το βασιλιά:
    -Ξύπνα τώρα, βασιλιά μου, να πάμε το στάρι μας στο μύλο να τ’ αλέσουμε! Πάρ’ το εσύ στην πλάτη σου και πάμε εκεί, στην κορφή του βουνού που είναι ο μύλος. Τι να κάμει ο βασιλιάς, πήρε το σακί στην πλάτη και παρά την κούρασή του, το κουβάλησε στην κορφή του βουνού. Τώρα αρχίνησε και να πεινάει, μα ντρεπόταν να το πει. Αλέσανε το στάρι τους, και για να μην τα πολυλογούμε, γυρίσανε κατά το μεσημέρι στην καλύβα, πάλι ο βασιλιάς φορτωμένος τ’ αλεύρι.
    – Έλα τώρα να ζυμώσουμε, του λέει ο γέρος κι έβαλε το βασιλιά να ζυμώνει.
    Ύστερα τον έστειλε στο λόγγο να κόψει ξύλα, και κατά το βραδάκι βάλανε να ψήσουνε στο φούρνο 3-4 καρβέλια. Ο βασιλιάς τώρα πεινούσε κι ανυπομονούσε πότε να ψηθούν τα ψωμιά, για να φάει!
    -Πεινάω πολύ», λέει του γέρου.
    -Περίμενε και θα φας! του απάντησε κείνος.
    Σε λίγο βγήκανε από το φούρνο τα καρβέλια, αχνιστά και ροδοψημένα. Τότε ο βασιλιάς άρπαξε το καρβέλι, το έκοψε με τα χέρια του κι άρχισε να το τρώει με μανία . Μα με την πρώτη μπουκιά που κατάπιε, φώναξε γεμάτος χαρά:
    -Μάλιστα! Αυτό είναι το πιο γλυκό ψωμί του κόσμου! Κι όμως ούτε μια κουταλιά ζάχαρη δεν έριξα στο ζυμάρι του!
    Τότε ο γέροντας χαμογέλασε και του είπε:
    -Βασιλιά μου, πρέπει να ξέρεις πως η ζάχαρη στο ψωμιού σου ήταν ο ιδρώτας που έχυσες για να το φτιάξεις. Τώρα είσαι ελεύθερος να ξαναπάς στο παλάτι σου. Κοίτα μονάχα να δουλεύεις απο δώ κι εμπρός, και θα δεις πως η όρεξη δε θα σου λείψει.
    Ο βασιλιάς ακολούθησε την συμβουλή του γέροντα κι όταν γύρισε στο παλάτι δούλευε κάθε μέρα για το λαό του. Από τότε η όρεξη του ξανάρθε κι έτρωγε όλου του κόσμου τα καλά!

    Και εδώ μια κεφαλλονίτικη παραλλαγή.

    Δώρα Πουρή
    Δώρα Πουρή
    Νηπιαγωγός, συντάκτης του elniplex. dwrapouri@yahoo.gr
    RELATED ARTICLES

    Most Popular