Μια μύγα πήγε και έχτισε ένα ξύλινο σπιτάκι. Επιτέλους είχε κι αυτή όπως τόσα ζώα το δικό της σπιτικό. Έρχεται φουριόζος ο ψύλλος ο πηδηχτός και χτυπάει την πόρτα.
-Ποιος είναι αυτός που ζει σ’ αυτό το σπίτι; Ποιος μένει εδώ, τόσο ψηλά;
-Εγώ είμαι, η μύγα η παραπονιάρα. Κι εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ο ψύλλος ο πηδηχτός.
-Έλα να μείνεις μαζί μου, του είπε η μύγα.
Κι έτσι μείνανε στο ξύλινο σπιτάκι μαζί οι δυο τους. Ύστερα από λίγο ήρθε πετώντας προς τα εκεί το κουνούπι το Ζουζουνιστό.
-Ποιος ζει εδώ;, ρώτησε χτυπώντας την πόρτα.
-Εγώ η μύγα η παραπονιάρα
-Κι εγώ, ο ψύλλος ο πηδηχτός. Εσύ ποιος είσαι;
-Το κουνούπι το Ζουζουνιστό.
-Έλα να μείνεις μαζί μας.
Να σου τρεχάτος κι ο ποντικός ο Ποντικότρυπας και χτύπησε την πόρτα.
-Ποιος ζει εδώ;, ρώτησε.
-Εγώ η μύγα η παραπονιάρα
-Κι εγώ, ο ψύλλος ο πηδηχτός.
-Εγώ, το κουνούπι το Ζουζουνιστό. Εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ο ποντικός ο Ποντικότρυπας.
-Έλα να μείνεις μαζί μας.
Ωπ! Πηδώντας έρχεται κι ο βάτραχος ο Βρεκεκέξ.
-Ποιος ζει εδώ;, ρώτησε χτυπώντας την πόρτα.
-Εγώ η μύγα η παραπονιάρα
-Κι εγώ, ο ψύλλος ο πηδηχτός.
-Εγώ, το κουνούπι το Ζουζουνιστό.
-Εγώ ο ποντικός ο Ποντικότρυπας. Εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ο βάτραχος ο Βρεκεκέξ.
-Έλα να μείνεις μαζί μας, του είπαν!
Λίγη ώρα πέρασε κι ήρθε ο λαγός ο Τρεχαλητός. Βλέπει το όμορφο, ξύλινο σπιτάκι και χτύπησε αμέσως την πόρτα.
-Ποιος ζει εδώ;, ρώτησε χτυπώντας την πόρτα.
-Εγώ η μύγα η παραπονιάρα
-Κι εγώ, ο ψύλλος ο πηδηχτός.
-Εγώ, το κουνούπι το Ζουζουνιστό.
-Εγώ ο ποντικός ο Ποντικότρυπας. Εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ ο βάτραχος ο Βρεκεκέξ. Εσύ ποιος είσαι;
-Είμαι ο λαγός ο Τρεχαλητός.
-Έλα να μείνεις μαζί μας, του είπαν!
Πέρασε λίγη ώρα, πέρασε κι η αλεπού η Πονήρω έξω από το σπιτάκι. “Ωραίο σπίτι”, σκέφτηκε.
-Ποιος ζει εδώ;, ρώτησε χτυπώντας την πόρτα.
-Εγώ η μύγα η παραπονιάρα
-Κι εγώ, ο ψύλλος ο πηδηχτός.
-Εγώ, το κουνούπι το Ζουζουνιστό.
-Εγώ ο ποντικός ο Ποντικότρυπας. Εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ο βάτραχος ο Βρεκεκέξ.
-Εγώ ο λαγός ο Τρεχαλητός. Εσύ ποια είσαι;
-Είμαι η αλεπού η Πονήρω
-Έλα να μείνεις μαζί μας, της είπαν!
Κι ύστερα ήταν η σειρά του λύκου του Μαλλιαρού να περάσει έξω από το σπίτι.
-Ποιος ζει εδώ;, ρώτησε χτυπώντας την πόρτα.
-Εγώ η μύγα η παραπονιάρα
-Κι εγώ, ο ψύλλος ο πηδηχτός.
-Εγώ, το κουνούπι το Ζουζουνιστό.
-Εγώ ο ποντικός ο Ποντικότρυπας. Εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ο βάτραχος ο Βρεκεκέξ.
-Εγώ ο λαγός ο Τρεχαλητός.
-Εγώ, η αλεπού η Πονήρω. Κι εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ο λύκος ο Μαλλιαρός.
-Έλα να μείνεις μαζί μας, του είπαν!
Όλοι αυτοί ζούσανε μαζί, χορεύοντας και τραγουδώντας. Θα νόμιζες ότι δε θα ερχόταν κανείς άλλος. Μα όχι. Δίχως να την περιμένει κανείς, να σου φάνηκε η η καφετιά αρκούδα η Στραβοποδαρού.
-Ποιος ζει εδώ;, ρώτησε χτυπώντας την πόρτα.
-Ποιος ζει εδώ;, ρώτησε χτυπώντας την πόρτα.
-Εγώ η μύγα η παραπονιάρα
-Κι εγώ, ο ψύλλος ο πηδηχτός.
-Εγώ, το κουνούπι το Ζουζουνιστό.
-Εγώ ο ποντικός ο Ποντικότρυπας. Εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ είμαι ο βάτραχος ο Βρεκεκέξ.
-Εγώ ο λαγός ο Τρεχαλητός.
-Εγώ, η αλεπού η Πονήρω. Κι εσύ ποιος είσαι;
-Εγώ, ο λύκος ο Μαλλιαρός. Εσύ ποια είσαι;
-Η αρκούδα η καφετιά η Στραβοποδαρού
-Έλα λοιπόν, ανέβα να μείνεις κι εσύ μαζί μας, της είπαν!
Ανέβηκε η αρκούδα. Μα ζοριζόταν πολύ να φτάσει μέσα στο σπίτι. “Θα ανέβω στη σκεπή για να μη σας ενοχλώ”, τους είπε.
-Όχι, της είπαν. Θα μας λιώσεις όλους. Έλα μέσα.
-Δε σας λιώνω, μη φοβ…
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τη φράση της. Μπράφ, κρακ, μπαμ, πάρτην κάτω κι αυτήν και το σπίτι μαζί. Μόλις και μετά βίας πρόλαβαν τα ζώα να βγουν από μέσα.
* Διαβάστε το γάντι εδώ.