“Όταν φτύνεις φωτιά το στόμα δεν καίγεται. Την πρώτη φορά δεν το ήξερα και φοβήθηκα ότι θα χάσω τα δόντια μου. Τα άγγιξα αμέσως, ήταν όλα στη θέση τους, έλειπε μόνο ο κυνόδοντας. Αλλά αυτός μου είχε πέσει πριν από έναν μήνα, κι έτσι ησύχασα […] Πρέπει να πω ότι μερικές φορές θα μου άρεσε να είμαι δράκος της Ανατολής, για΄τι κάνουν γιορτές προς τιμήν τους και δεν τους σκοτώνουν. Εμένα θέλουν να με σκοτώσουν. Αλλά με τις φλόγες που βγάζω από το στόμα μου τους καίω όλους”.
Παιδιατρικό Νοσοκομείο Ρετζίνα Μαργκερίτα. Η Μίνα εισέρχεται με κάποια συμπτώματα. Οι πρώτες εξετάσεις δείχνουν ότι πάσχει από την ασθένεια Λέμφωμα Μπέρκετ, από το όνομα ενός χειρουργού που την μελέτησε ενόσω βρισκόταν στην Αφρική. Ονομάζει τον καθετήρα της Φιλ. Αρχίζει να υποβάλλεται σε αρκετούς κύκλους χημειοθεραπείας. Κάποια στιγμή γνωρίζει τον Λορέντσο και έρχονται αμέσως κοντά.
“Ο Λορέντσο είναι πιο κοντός από μένα, κι εγώ δεν είμαι και ιδιαίτερα ψηλή. Αν μείνει ακίνητος σ’ αυτή τη θέση, ένα ψάρι-μπάλα φαίνεται σαν να βγαίνει από το αυτί του, είναι ζωγραφισμένο στον τοίχο ακριβώς πίσω από το κεφάλι του, είναι κίτρινο και καλυμμένο με αγκάθια, τα μάγουλά του είναι φουσκωμένα από αέρα και κλείνει σφιχτά το στόμα του για να τον κρατήσει μέσα”.
Αιμοσφαίρια πολύ χαμηλά. Η αρχική ανυπομονησία να βγει δίνει τη θέση της στον εκνευρισμό και την υπομονή. Όπλα με χάρτινες σφαίρες που τσακίζουν, ένας λυκάνθρωπος από ένα κάδρο. Είναι τα πρώτα ταξίδια φαντασίας. Η σκληρή πραγματικότητα της ασθένειας βρίσκει πολέμιο τον φανταστικό κόσμο που φτιάχνουν τα δύο παιδιά για να διαφεύγουν. Φταίει η γιατρός Μπόσκο και κάθε γιατρός που τους κρατούν εκεί μέσα για να τους δίνουν φάρμακα. Όταν κάνουν τις χημειοθεραπείες, οι παρενέργειες είναι σκληρές συνήθως, ο φανταστικός κόσμος υποχωρεί. Αλλά όταν βαριούνται, είναι και πάλι εκεί, ακμαίοι να διεκδικήσουν την παιδικότητα που μπήκε στον πάγο.
Αν λάβεις υπόψη σου ότι η ιστορία βασίζεται σε αρκετά προσωπικά βιώματα της συγγραφέα από την παιδική της ηλικία, τότε οι λεπτομέρειες που δείχνουν γνώση από πρώτο χέρι εξηγούνται. Και μπορώ να τις καταλάβω και να τις εξηγήσω όλες αφού εδώ και κάποια χρόνια ζω με κάποιον άνθρωπο που πέρασε από το λέμφωμα Μπέρκετ και ξέρω καλά την ιστορία του. Ως εκ τούτου, μπορώ να καταλάβω και την αμεσότητα, την αλήθεια και τη δύναμη της συγγραφέα να αποτυπώσει όλη αυτή την περιπέτεια. Με ρεαλισμό, με χιούμορ, με στιβαρή γραφή, ένας συνεχής κλαυσίγελος που σε κάνει να πάλλεσαι μεταξύ συγκίνησης και ελπίδας, μεταξύ της φωτιάς που σε καίει και εκείνης που φτύνεις μακριά σου.
Συγκλονιστικά αληθινή η πρωτοπρόσωπη αφήγηση της Μίνα γίνεται μια αληθινή ωδή στη φιλία, τη συμπόρευση κάτω από την καταιγίδα. “Ορκίστηκα ότι δε θα έγραφα ποτέ αυτό το βιβλίο”, γράφει στις ευχαριστίες η συγγραφέας. “Διαψεύστηκα. Πρέπει να παραδεχτώ πως οι όρκοι μου δεν ισχύουν, ευτυχώς, υπάρχουν γύρω μου αυτοί που με βοηθούν να δκαικρίνω τις πραγματικές υποσχέσεις από τις υπεκφυγές (τελικά είμαι φοβητσιάρα, ξέρετε)”.
Είναι ένα κορίτσι που της αρέσει η ρικότα, ο τόνος, ο Τζερόνιμο Στίλτον, τα βιβλία γενικά, οι δράκοι και οι φωτιές που βγάζουν. “Δε μασάμε. Είμαστε πραγματικά μούτρα και μπροστά μας όλοι στέκονται προσοχή, ακόμη κι ο φόβος”.