Την τρίτη Κυριακή του Ιουνίου εορτάζεται η κινητή γιορτή του πατέρα που φέτος (2024) πέφτει στις 16 Ιουνίου. Πρόκειται για μια γιορτή που κερδίζει έδαφος τα τελευταία χρόνια, αν και πέφτοντας πάντα έξω από το σχολικό έτος, της στερεί την παιδαγωγική ώθηση.
Οι αντιλήψεις για τους μπαμπάδες αλλάζουν γρήγορα πια. Πριν σαράντα χρόνια ήταν αδιανόητο να δεις μπαμπά να σπρώχνει καρότσι στον δρόμο ή να πηγαίνει το παιδί του σε κάποια από τις λιγοστές χαρές. Ο πατέρας μου δεν με κουβάλησε σε μάρσιπο, δεν με πήγε στις κούνιες και δεν μου διάβασε ποτέ κάποιο βιβλίο. Δεν κάναμε μαζί τραμπάλα, δεν παίξαμε στα λιβάδια μπάλα, δεν σώσαμε κάποιο ζωάκι μαζί, ούτε πήγαμε σε συναυλία παιδικών τραγουδιών. Δεν μου ζύμωσε πίτσα, δεν μου έφτιαξε κρέπες, ούτε μαγειρέψαμε μαζί. Δεν έπαιξε μαζί μου επιτραπέζια, ούτε είδαμε μαζί ένα “μικυμάου”. Μου έχει ψωνίσει όμως από το Μινιόν, το μοναδικό παιχνιδοπωλείο που ξέραμε τότε. Ο πατέρας μου ήταν ο ας πούμε μέσος όρος για όσους γεννηθήκαμε περίπου στα μέσα του 70′. Οι μπαμπάδες εκείνης της γενιάς (1940) ήταν σε γενικές γραμμές πιο σκληροί, πιο απόμακροι, πιο δυσκολοκατάβλητοι συναισθηματικά.
Τη δεκαετία του 80′, τα παιδικά βιβλία που να μιλάνε για τον μπαμπά ήταν σχεδόν ανύπαρκτα, εδώ για τη μητέρα και τα ψάχναμε με το ντουφέκι. Σε βραχεία φόρμα, εικονογραφημένα, υπήρχαν ελαχιστότατα. Μόνη μας ελπίδα να βρούμε κάτι σχετικό ήταν τα κόμικς, οι ιστορίες του Ντόναλντ, του Μπλέηκ κ.τ.λ.
Σήμερα όμως υπάρχουν πάρα πολλά βιβλία και για τους δυο γονείς, μάλιστα εκείνα για τον πατέρα γίνονται όλο και πιο αντισυμβατικά, όλο και πιο ψαγμένα, προβάλλοντας ολοένα και συχνότερα ένα νέο πρότυπο πατέρα που περνάει χρόνο με το παιδί του, που αναζητά μια πιο ποιοτική σχέση μαζί του, που συζητούν, που καταλαβαίνει τις βαθύτερες ανάγκες του. Γιατί ο πατέρας θεωρείται σημαντικός δείκτης της σύγχρονης οικογένειας, έτσι έχει αναβαθμιστεί ο ρόλος του όχι μόνο στην πραγματικότητα αλλά και στη βιβλιογραφία, επιστημονική, λογοτεχνική.
Με το παρόν άρθρο, στέκομαι στο εικονογραφημένο βιβλίο για παιδιά περίπου 2-8 ετών. Και έχω να προτείνω κάποια βιβλία που είναι από εξαιρετικά μέχρι σημαντικά για τις αποτυπώσεις που κάνουν.
Ο μπαμπάς πρέπει να είναι πανταχού παρών, ιπποτικός, να κάνει το παν για να προλαβαίνει. Ο φτεροπόδαρος μπαμπάς, της φοβερής Ναντιν Μπραν Κοσμ (Εκδ. Μεταίχμιο) είναι ένας τέτοιος μπαμπάς, που κάνει τα πάντα, που επιστρατεύει κάθε ευφάνταστη λύση, γείτονες, κουνέλια και δράκους προκειμένου να φτάσει εγκαίρως στον αγαπημένο του Ματιέ. Κι αν τίποτα από αυτά δεν πετύχει, τότε… φτεροπόδαρος! Βέβαια, ως φτεροπόδαρος, υπάρχει περίπτωση να διαλυθείς από την κούραση, όπως ο μπαμπάς της κοσμαγάπητης Μπλούι. Στο Καληνύχτα, Νυχτερίδα, η Μπλούι βλέπει με τη φαντασία της τον κατάκοπο από την κούραση μπαμπά της να παίζει ποδόσφαιρο. Και είναι εδώ ο χρόνος για τον εαυτό του που δεν έχει να αφιερώσει, γιατί τον αφιερώνει να προσέχει και να φροντίζει την οικογένειά του αυτό που σχολιάζεται με τον μοναδικό αφηγηματικό τρόπο της Μπλούι.
Αν είσαι φτεροπόδαρος και πανταχού παρών, υπάρχει και ο κίνδυνος να σε πάρει καμιά καταιγίδα, όπως στο Ο μπαμπάς σκίουρος πέφτει απ’ το δέντρο, του σπουδαίου Άξελ Σέφλερ, και να ξυπνήσεις εξαντλημένος σε κάποια ανθρώπινη οικογένεια. Αλλά είπαμε. Ο μπαμπάς, σήμερα, (πρέπει να) έχει κάποιες ιδιότητες. Και μία από αυτές είναι ότι θέλει το δικό του σπίτι, τη δική του οικογένεια κι όχι μια ανθρώπινη, ακόμα κι αν του φέρονται όμορφα.
Στο Ο μεγάλος αρκούδος, το μικρό αρκουδάκι κι εγώ, της Μαργκαρίτα ντελ Μάθο (Εκδ. Κλειδάριθμος), ένα κορίτσι αποτυπώνει ευρηματικά, τρυφερά, παιδικά, ανέμελα, μέσα σε λίγες λέξεις τον συναισθηματικό δεσμό της με δύο “αρκούδους”. Ένα μικρό λούτρινο αρκουδάκι και έναν μεγάλο αρκούδο. Έναν αρκούδο που δεν είναι άλλος από τον μπαμπά της ή κάποια άλλη πατρική φιγούρα της ζωής της, με ένα ευφυές εύρημα που κρύβει τη μεγάλη φιγούρα ότι είναι ο μπαμπάς. Είπαμε: ο μπαμπάς είναι κάποιος που πρέπει να είναι παρών. Το απών όλη μέρα μας τελείωσε.
Ένας σπουδαίος μπαμπάς είναι Ο Μπαμπάς μου, της SOOSH (συνέντευξη), σε ένα από καλύτερα βιβλία που έχουν φτιαχτεί με κέντρο τον πατέρα. Ένας μπαμπάς που “βρίσκει τρόπους να με κάνει να γελάω όλη την ώρα… Ακόμα κι όταν έχει πολλή δουλειά, πάντα βρίσκει χρόνο για εμένα… Με τον μπαμπά μου ακόμα και οι μεγαλύτερες στεναχώριες γίνονται στο τέλος μια ανάμνηση γλυκιά…Με τον μπαμπά μου έχουμε μυστικά σημάδια σε όλο το σπίτι…”. Χιούμορ, λυρισμός, συγκίνηση και ρεαλισμός.
Στο Το παγκάκι, της Μέγκαν, δούκισσας του Σάσσεξ (εικ.: Κρίστιαν Ρόμπινσον, Εκδόσεις Πατάκη), έχουμε την πρωτότυπη επιλογή να μιλά η μητέρα για τον σύντροφό της που κάθεται στο παγκάκι με το μωρό τους. “Αυτό είναι το δικό σου το παγκάκι, όπου θα φυσήξει της ζωής το αεράκι για σένα και τον γιο μας, το παιδί μας, τον καρπό μας”. Παρελαύνουν διαφορετικοί μπαμπάδες και παιδιά, μπαμπάδες τρυφεροί, που λένε σ’ αγαπώ, που φροντίζουν τα παιδιά τους, που χορεύουν μπαλαρινίστικα μαζί με τα παιδιά τους, που τσαλακώνονται, διαλύοντας τα έμφυλα κλισέ και στερεότυπα, δείχνοντας τον δρόμο της αποδοχής και της αγάπης για κάθε προτίμηση. Ενώ στο εντυπωσιακό (και σε μέγεθος) Ο Μπαμπάς της Helene Delforge και του Quentin Greban (Εκδ. Φουρφούρι), ο ρόλος και η σχέση του με το παιδί ζωντανεύει με μια έξοχη εικονογράφηση αλλά και ένα κείμενο που συγκινεί και γλυκαίνει.
Πατέρας σύγχρονος, που στέκεται με ουσία και με πίστη δίπλα στο διαφορετικό παιδί του, στηρίζει τις επιλογές του, το ενθαρρύνει και του δίνει ώθηση να προσπαθήσει ξανά, είναι εκείνος στον θαυμάσιο και εικονογραφικά Όταν ανοίγω τα φτερά μου, του Μαρτς Ματζέφκσι (Εκδ. Διόπτρα, Χρυσή Λίστα 2024). Πατέρας υποστηρικτικός στη σύζυγό του και υπομονετικός με το παιδί του, στο Ποιος έκλεψε τον ύπνο της Στέλλας, της Άνετε Μέλετσε (Εκδ. Σιέλ, Χρυσή Λίστα 2024), όπου η μαμά πρέπει να δουλέψει κι άλλο, έτσι ο μπαμπάς πηγαίνει για ύπνο με την ανύσταχτη Στέλλα και της διαβάζει εννιά βιβλία μήπως και…, μέχρι που παίρνει τηλέφωνο στη γραμμή βοήθειας ύπνου. Ρεαλιστικό, με χιούμορ, με λύσεις. Και ακόμα έναν αξιοθαύμαστο πατέρα, με ψυχική και συναισθηματική εγγύτητα, με ποιότητα να φωτίσει αδυναμίες και αναπηρίες, συναντάμε στο Μιλώ σαν το ποτάμι, του Τζόρνταν Σκοτ (Χρυσή Λίστα 2023), όπου μια αξιοθαύμαστη σχέση πατέρα-γιου λειτουργεί ως βατήρας για να εκτιναχθεί λίγο ψηλότερα ο τραυματισμένος ψυχισμός ενός παιδιού με τραυλισμό. “Ήταν, απλώς, μια δύσκολη μέρα” του λέει. Πηγαίνουν στο ποτάμι. Ησυχία. Του αρέσει. Αλλά ξαφνικά καταιγίδα μέσα του. Δάκρυα. “Μιλάς σαν το ποτάμι” του λέει ο πατέρας του. Να… κοίτα!
Στο ιδιαίτερο Γεια σου, Τζίμι! της Άννας Γουόκερ (Εκδ. Μικρή Σελήνη), ένας λιγομίλητος, απόμακρος, περιστασιακά απρόσιτος, βυθισμένος στις σκέψεις του, ίσως στις παρυφές κάποιας κατάθλιψης ή κάποιας άλλης ιδιαιτερότητας, πατέρας, με μάλλον πιο ιδιαίτερη σχέση με τον παπαγάλο απ’ ό,τι με το παιδί του, βρίσκει τελικά σημεία επαφής, γραμμές πατρότητας, σε μια σχέση που ψάχνει το χρώμα της. Αλλά όταν διασταυρώνεται, δείχνει τη δυναμική της και τις ανάγκες που έχουν τα παιδιά από την πατρική φιγούρα.
Στο Ο δικός μου ο μπαμπάς, του Μάκη Τσίτα (εικ.: Λίλα Καλογερή), ο μπαμπάς είναι ο καλύτερος: Τον τρέμουν οι κλέφτες, τον φοβούνται οι πειρατές, τα βάζει με άγρια θηρία, λέει αστείες ιστορίες στο τραπέζι του φαγητού, ξέρει μοναδικά παιχνίδια για να περνάς καλά, είναι ευγενικός όταν φτιάχνει τα μαλλιά της, φτιάχνει κρέπες, κάνει εκπλήξεις κι όταν κάποτε θυμώνει, η αγάπη όλα τα διώχνει γρήγορα μακριά. Ο συγγραφέας εμφανίζει και στο Βρες ποιος είμαι έναν μπαμπά από το πουθενά που περνά ποιοτικό χρόνο με το παιδί του και μια απλή ιστορία γίνεται πραγματικά ξεχωριστή.
Μη τους εξιδανικεύουμε, βέβαια, τους σημερινούς μπαμπάδες. Δεν είναι όλα ρόδινα και υποδειγματικά. Ούτε είναι όλοι σαν το πρότυπο που παραδίδεται σε βιβλία σαν τα παραπάνω. Η εξάρτηση από τις οθόνες είναι δεδομένη και περνάει πολύ νωρίς και στα παιδιά τους. Και αυτό το σχολιάζει εξαιρετικά στο Υπάρχει ένας τίγρης στο τρένο η Μαριέσα Ντούλακ (Εκδ. Παπαδόπουλος), όπου σε ένα τρένο, ο μπαμπάς είναι άκρως απορροφημένος στο κινητό του, έχοντας αποσυνδεθεί από την πραγματικότητα, ενώ ο μικρός γιος του υποδέχεται με τη φαντασία του το ένα απίθανο ζώο μετά το άλλο. Στο Τα πουλιά, της Αναστασίας Σταματοπούλου (Εκδ. Καστανιώτη), ένα μικρό αγόρι με ένα μεγάλο όνειρο μέσα σε ένα οικογενειακό περιβάλλον που είναι ασφυκτικό, με μέλη αποξενωμένα, χωρίς συναισθηματική εγγύτητα και συνδέσεις. Ο πατέρας σκληρός και αποστασιοποιημένος, η μητέρα αμέτοχη, υιοθετεί στάση παρατηρητή και το παιδί έρχεται αντιμέτωπο με την επιθυμία του και την εκβιαστική ψυχολογική συμμόρφωσή του προς τις επιταγές του πατέρα. Δύσκολα τα πράγματα είναι και στο Μ’ αγαπάς μπαμπά; του Βασίλη Κουτσιαρή, όπου μια λεύκα που ζει μαζί με άλλες λεύκες κοντά στο σπίτι του κυρ Σταύρου, του “μπαμπά” τους, μοιάζει διαφορετική, απόκληρη και ο δίχως υψηλό δείκτη ενσυναίσθησης “μπαμπάς” την κάνει σαν όλες τις άλλες.
Ένας απροετοίμαστος, ανέτοιμος, ίσως και ατάλαντος μπαμπάς πρωταγωνιστεί στο απολαυστικό βιβλίο του Πασκάλ Μπρυκνέρ Το κουτί με τα φιλιά (Εκδ. Πατάκης). Αδέξιος, αφηρημένος, αμήχανος, με τη μία γκάφα πίσω από την άλλη, αναζητά μια αληθινή επαφή με το νέο πλάσμα στη ζωή του, ένα αληθινό φιλί. Μέσα από το πολύ χιούμορ, αναδύεται συγκίνηση και τρυφερότητα και βλέπει από πού εκπορεύεται η αληθινή αγάπη.
Αντίθετα, υπεύθυνος μπαμπάς, με πολύ ποιοτικό χρόνο με τα παιδιά του. Και για να πούμε την αλήθεια, ο πρώτος και καλύτερος μπαμπάς στο εικονογραφημένο βιβλίο ήταν εκείνος του εκστατικά λυρικού μάγου Έρικ Καρλ στο Παρακαλώ, μπαμπά, φέρε μου το φεγγάρι (Εκδ. Καλειδοσκόπιο), όπου η μικρή το ζήτησε κι ο μπαμπάς πήρε μια μεγάλη σκάλα, ανέβηκε στο φεγγάρι και την κατάλληλη στιγμή το πήρε στα χέρια του και το κατέβασε στην κόρη του. Εκείνος πάντως που δεν μπορεί για την ώρα να κατεβάσει το φεγγάρι είναι ο πατέρας του Γιάννου στο Ο μπαμπάς μου…πειρατής, του Βαγγέλη Ηλιόπουλου (Εκδ. Πατάκη), καθώς αναγκάζεται να πιάσει δουλειά μακριά από το σπίτι του και ο Γιάννος, συνδυάζοντας κάποιες πληροφορίες, θεωρεί ότι ο πατέρας του υπήρξε και θέλει να ξαναγίνει πειρατής, γι’ αυτό και φεύγει. Η οικονομική δυσπραγία ωθεί σε αποφάσεις δυσάρεστες, αλλά είπαμε, ο σύγχρονος μπαμπάς πρέπει να είναι πανταχού παρών. Κι αυτό σημαίνει κοντά στο παιδί του, με κάθε κόστος.
Η Άννα Κουππάνου στο Η Λένα και η μέλισσα, (Εκδ. Πατάκη) εξερευνά το πόσο μεγάλη είναι η αγάπη και ένας από τους βασικούς συνομιλητές της μικρής Λένας είναι ο πατέρας της. “Μπαμπά, μ’ αγαπάς; Και η αγάπη σου για μένα είναι μεγάλη;” Η συγγραφέας πηγαινοφέρνει την αγάπη στο μικρό και το μεγάλο, με ποιητικά λόγια τυλιγμένα μέσα σε τρυφερότητα και απλότητα. Κι ο μπαμπάς είναι συμμέτοχος σε αυτή την ατμόσφαιρα. Και στην αγάπη.
Τέλος, στο Η Ζωή με τον μπαμπά, του Δημήτρη Τσιλινίκου (εικ.: Πέτρος Μπουλούμπασης, Εκδ. Επόμενος Σταθμός), η Ζωή ζει μόνο με τον μπαμπά γιατί η μαμά “λείπει σε ταξίδι”. Αυτή η βίαια μονογονεϊκή οικογένεια, σπάνια στην ελληνική παραγωγή, έχει τις δικές της αδυναμίες και ιδιαιτερότητες, τους δικούς της συσχετισμούς. Ο συγγραφέας δεν αναδεικνύει κάποιον θρήνο ή πένθος, αλλά εστιάζει στη ζωή που χτίζεται και τρέχει μετά το συντριπτικό γεγονός. Και είναι ένα βιβλίο-σημείο αναφοράς για τη δύσκολη διακλάδωσή του.