Δύο αδέλφια, ο Κοσμάς και η Λουκία, μας περιγράφουν αγαπημένες στιγμές με τον παππού σα να κυλά ο χρόνος αντίστροφα. Ο παππούς αλλάζει μέρα με τη μέρα, μουρμουρίζει και κλαίει σιγανά, τα βράδια δεν κοιμάται πια και φωνάζει τη γιαγιά με άλλο όνομα. Τώρα πια δεν διαβάζει παραμύθια στον μικρό Κοσμά και δεν χορεύει μαζί με τη Λουκία όπως έκανε παλιά.
– Μαμά γιατί ο παππούς δεν τραγουδάει όπως παλιά; «Λου…λουλουδάκι, λουλουδάκι! Αχ, μικρούλικο παιδάκι!» συνήθιζε να της τραγουδά. Η μαμά την καθησυχάζει:
-Γιατί δεν είσαι μικρούλα πια, Λου μου.
Πράγματι έχει μεγαλώσει η μικρή Λου, το ίδιο κι ο παππούς αλλά τώρα χρειάζεται εκείνος περισσότερη φροντίδα από εκείνη.
Τα χρόνια περνούν και τα παιδιά παρατηρούν αλλαγές στην συμπεριφορά του παππού και δεν μπορούν να καταλάβουν το «γιατί». Τα γεράματα έχουν ως αποτέλεσμα ο παππούς να αρχίζει να ξεχνάει και να βιώνει τα σημάδια μιας ασθένειας που προχωρά πολύ γρήγορα και τον οδηγεί στην απομόνωση. Τα δυο παιδιά βλέπουν στα όνειρά τους στιγμές με τον παππού και βιώνουν τα άγχη τους και τις σκέψεις τους, άλλοτε με εφιάλτες και άλλοτε με μηνύματα: «Άπλωσε το χέρι του και… τσακ, ξεκόλλησε το αστέρι απ’ τον ουρανό. Μου το ‘δωσε και είπε: “Για σένα, ψυχή μου. Να το φοράς και να με θυμάσαι!”».
Ώσπου μια μέρα ο παππούς έφυγε, ξαφνικά, χωρίς καν να προλάβουν να τον αποχαιρετήσουν. Η μαμά είπε ότι πήγε ταξίδι και ο μπαμπάς συμπλήρωσε ότι αυτό το ταξίδι το κάνει ο καθένας μόνος του. Γι΄αυτό δεν πήρε κανέναν μαζί του. Άραγε θα τον ξαναδούν τα παιδιά τον παππού τους; Μα φυσικά και θα υπάρχει ο παππούς πάντα στη σκέψη τους και στις αναμνήσεις τους. Και κυρίως σε εκείνα που αγαπούσε. Γιατί εκεί ζουν για πάντα οι αγαπημένοι μας.
Άκρως συγκινητική ιστορία, δοσμένη με γλυκιά νοσταλγία, λυρισμό και αγάπη για τους ανθρώπους που δεν είναι πια μαζί μας. Στο νου μου έρχονται δικές μου αναμνήσεις σαν παιδί από παππού αλλά και γιαγιά, ένα χαμόγελο και ένα χάδι, αμέτρητα παραμύθια, δυο χέρια να σε αγκαλιάζουν σφιχτά με περισσή αγάπη.
Ο Κοσμάς και η Λουκία είναι οι αφηγητές της ιστορίας και σε πρώτο πρόσωπο ζωντανεύουν μνήμες από τον παππού, γιατί αυτοί που χάθηκαν συνεχίζουν να υπάρχουν όσο τους θυμόμαστε, συνεχίζουν να ζουν στην καρδιά και το μυαλό μας.
Κοσμάς
«Τα μπράτσα του παππού ήταν δυο κορμοί δέντρων
Εγώ θα τον βλέπω ξανάκάθε φορά που ‘θαμαστε στην εξοχή
και θ’ αγγίζω απαλά τους κορμούς των δέντρων».
Λουκία
«Ο παππούς αγαπούσε τον ουρανό,
θα τον βρίσκω ξανά κάθε φορά που θα μετράω
τα’ αστέρια τη νύχτα».
Πρωτότυπη και ατμοσφαιρική η εικονογράφηση του βιβλίου από την Μαριλένα Μελισσηνού αποτυπώνει τρυφερά συναισθήματα αγάπης και νότες νοσταλγίας για στιγμές του παρελθόντος. Τα πρόσωπα, τα σκίτσα, δημιουργούν μια αίσθηση πολύ ιδιαίτερη. Διαβάζοντας το βιβλίο είναι σαν να ξεφυλλίζεις ένα παλιό οικογενειακό άλμπουμ φωτογραφιών. Η μια γενιά διαδέχεται την άλλη και οι αναμνήσεις, μικρές χαρούμενες στιγμές, σε συντροφεύουν για όλη σου τη ζωή. Η απώλεια αγαπημένου προσώπου περιγράφεται σαν φυσικό γεγονός και πολύ τρυφερά μέσα από την αθώα ματιά των δυο παιδιών. Σας το προτείνουμε όχι απλά σαν ένα βιβλίο που θα απαλύνει τον πόνο της απώλειας και θα γαληνέψει την παιδική ψυχή αλλά σα μια πρώτη σπουδή πάνω στο θάνατο, στην απώλεια, στον αποχαιρετισμό αγαπημένου προσώπου. Δεν είναι ανάγκη βέβαια να ‘χεις χάσει πρόσωπο αγαπημένο. Ή να κινδυνεύεις να χάσεις. Η ζωη ολόκληρη είναι μια μελέτη θανάτου. Όταν τον αποδεχτείς σαν κάτι φυσικό, όταν τον δεις σαν το τέλος ενός τέλειου κύκλου, τότε ο πόνος, ο μοιραία φυσικός πόνος, θα γίνει ατέλειωτη αγάπη για όσα ο αγαπημένος που φεύγει αγάπησε. Κι αν για εμάς, τους μεγαλύτερους, ο θάνατος μοιάζει συχνά άδικος, σκεφτείτε πως εισβάλλει σε έναν παιδικό νου. Ένα βουνό πόνου.
Στην συνέντευξη που μας παραχώρησε η ίδια μας είπε:
“Δεν πονά η συγγραφή μιας τέτοιας ιστορίας. Έχεις πονέσει καιρό πριν, κάτι μπερδεμένο και θολό κρύβεται ακόμα μέσα σου και σε «τσιμπάει» αλλά, γράφοντας, λυτρώνεσαι. Τα τελευταία χρόνια έχασα πολλά αγαπημένα μου πρόσωπα. Όσο κι αν πιστεύεις ότι είσαι προετοιμασμένος για την απώλεια, η αδυναμία να αγγίξεις, να μιλήσεις, να μοιραστείς αποτελούν μονοπάτια δύσβατα που πρέπει να τα περπατήσεις. Πόσο μάλλον αν είσαι παιδί. Πάντοτε σκεφτόμουνα πώς θα μπορούσα να εξηγήσω σ’ ένα παιδί τι σημαίνει «Ποτέ ξανά…» Έγραψα λοιπόν αυτό το παραμύθι, Το δικό τους ταξίδι, αυτή την ιστορία για το ταξίδι από την παιδικότητα σε μια συνειδητότητα, σαν ένα ξόρκι στο «Ποτέ ξανά…» Σαν έναν αποχαιρετισμό σε όσους δεν βρίσκονται πια κοντά μας αλλά είναι πάντα δίπλα μας. Και αποτελεί «δικαίωση», πράγματι, η έκδοση ενός τόσο ωραίου βιβλίου για τον κύκλο της ζωής, τόσο από πλευράς εικονογράφησης όσο και από εκδοτική επιμέλεια”.
Η Αργυρώ Πιπίνη, δίχως μελοδραματισμούς και εκβιασμένα μελό κλισέ, συγκινεί και διδάσκει χωρίς να το επιδιώκει. Με δυο αφηγητές σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση, με μεστά διαλογικά μέρη, μας δίνει ένα δύσκολο βιβλίο στη δημιουργία, μα εύκολο στην ανάγνωση και την κατανόησή του. Ένα από τα πιο σημαντικά βιβλία για την απώλεια, καθώς αυτή, μέρα τη μέρα, μοιάζει αναπόφευκτη.
Το βιβλίο ήταν στις βραχείες λίστες των βραβείων του Κύκλου (για βιβλία που εκδόθηκαν το 2014).
Βραχεία λίστα Κύκλου Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου 2015
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ | |
---|---|
Τίτλος: | Το δικό τους ταξίδι |
Συγγραφέας: | Αργυρώ Πιπίνη |
Εικονογράφηση: | Μαριλένα Μελισσηνού |
Εκδόσεις: | Καλειδοσκόπιο, 2014 |
Επιμέλεια κειμένου-διορθώσεις: | Κατερίνα Λογοθέτη |
Σελίδες: | 32 |
Μέγεθος: | 14 Χ 20 |
ISBN: | 978-960-471-085-0 |