More
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_1068x150
    patakis_tallek_1068x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 1068x150
    patakis_MHNAS EFHVEIAS banner_405x150
    patakis_tallek_405x150 (1)
    patakis_Grizelda banner_elniplex 405x150
    ΑρχικήELNIPLEX+ΑρθρογραφίαΤεμόν η πατρίδα μ'. Γράφει η Έλενα Αρτζανίδου

    Τεμόν η πατρίδα μ’. Γράφει η Έλενα Αρτζανίδου

    Γράφει η συγγραφέας Έλενα Αρτζανίδου**

    Η καταγεγραμμένη μαρτυρία του Παντελή Αναστασιάδη, (ΠΑΝΤΕΛ-ΑΓΑ) Καπετάνιου του Ποντιακού Αντάρτικου, στο βιβλίο του «Μνήμες του ποντιακού Έπους 1913-1922», στοχεύει στην ανάδειξη του εγκλήματος της γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου και κυρίως της αντίστασής τους. Από τη μαρτυρία του Παντέλ-Αγά, που κατέγραψε την περίοδο 1962-1965, στο Ποντολίβαδο Καβάλας, μπορούν οι νεότεροι να μάθουν, αλλά και να μεταφερθούν από την ζωντανή περιγραφή και τα λεπτομερή στοιχεία του στα ορμάνια* και στις περιοχές της Σαμψούντας, Πάφρας, Έρπας και Αμασείας, μαζί και να μάθει για την αντίσταση των παλικαριών στη βία των Νεότουρκων, στον αγώνα τους μέχρι που φτάσουν στην Ελλάδα.

    Η ανάγνωση του βιβλίου έφερε στη μνήμη την γνώριμη μορφή της γιαγιάς μου από την Ορντού* και ευθύς ζωντάνεψε η φωνή της μαζί με την εξιστόρηση μιας από τις πολλές ιστορίες που μου αφηγούνταν.

    “Έλενη, κάθκα αδακά, κατ θα λέγωσε*” .
    “Ωχ! πάλι η γιαγιά θα με στριμώξει για να μου διηγηθεί κάποιες από τις παλιές της ιστορίες από την πατρίδα”, σκέφτηκα και ετοιμάστηκα να της υπενθυμίσω πως σίγουρα θα είναι μια από αυτές που έχω ξανακούσει.
    “Έλα πούλιμ, άξον και ατό, κι ειπασάτο την άλλην την φορήν*”.
    Ευτυχώς σίμωσα κοντά της και έγινα μάρτυρας μιας ακόμη ιστορίας από τη δική της, την αλησμόνητη πατρίδα.
    “Η Ορντού ήταν πολύ όμορφη πόλη. Νερά, δάσοι, ο τόπος ήταν παράδεισος. Γυναίκες και άντρες ερωτεύονταν κάνανε παιδιά. Διασκεδάζαμε, δουλεύαμε, μαζί μας ζούσαν και οι Τουρκάντ’, ήσυχοι άνθρωποι.
    Ένα πρωινό, αρκετές μέρες πριν μαυρίσει ο ουρανός και στην πόλη ακουστούν κραυγές και κλάματα, ο θείος μου με έστειλε να βοσκήσω το κοπάδι με τις αγελάδες μας. Ο πάπα μ’ είχε πεθάνει, ορφανή έμνε από μικρή, βοηθούσα τη μάνα μ’ που είχε άλλα δύο στόματα να ταΐσει. Πήγα. Δεν ήταν πρώτη φορά. Μαζί ήρθε και ο μικρός μου ο αδερφός. Απομακρυνθήκαμε από το χωριό και ανεβήκαμε στο λόφο, κόντευε μεσημέρι, όταν ξαφνικά πετάχτηκαν μπροστά μας πέντε άγνωστοι άντρες και μας άρπαξαν. Αρχίσαμε να καλούμε σε βοήθεια, αλλά οι φωνές μας δεν μπόρεσαν να φτάσουν σε κανέναν από τους δικούς μας μιας και ήμασταν πολύ μακριά από την πόλη. Γρήγορα οι άγνωστοι μας πήραν μαζί τους, όπως και τα ζώα μας. Τρέμαμε όταν μας πέταξαν σε ένα βαθύ χαντάκι. Ο μικρός αμέσως αναζήτησε την αγκαλιά μου και άρχισε να κλαίει, σταμάτησε μόνο όταν άκουσε τις δυνατές φωνές τους. Μάλωναν στα τουρκικά για την τύχη μας. Ήθελαν να μας σκοτώσουν. Όμως ένας από αυτούς δεν συμφωνούσε και προσπαθούσε να τους πείσει να μας αφήσουν. Τα λόγια τους μέχρι και τώρα τα θυμάμαι”.
    ” Τα παιδιά πρέπει να τα εξαφανίσουμε”.
    ” Μα τι μας έκαναν, ας τα αφήσουμε να φύγουν. Να πάνε στο σπίτι τους. Τα ζώα θέλαμε και τα καταφέραμε”,  έλεγε ο υπερασπιστής μας.
    ” Αν τα ελευθερώσουμε, θα μιλήσουν και θα μας βρουν. Με τίποτε, νωρίς το πρωί και πριν φύγουμε με τα ζωντανά θα τελειώνουμε με τα τζαναβάρια*” .
    “Αυτό το τελευταίο εξόργισε τον υπερασπιστή μας και άρχισε να φωνάζει περισσότερο, όμως ήταν μόνος και οι άλλοι ήταν πολλοί. Τελικά έπαψε να διαμαρτύρεται.
    Ήρθε η νύχτα και έπεσε απόλυτη σιωπή. Τα δυο μας στο βαθύ χαντάκι μείναμε μαζί αγκαλιασμένα”.
    ” Να δεις πως θα μας σκοτώσουν Μαρίκα”, ψιθύρισε ο μικρός και ξέσπασε σε κλάματα.
    ” Του φίλησα το κεφάλι και έκλαψα και εγώ μαζί του μέχρι που Έλενη, έρθεν ο φέγγον* και κοιμέθαμεν.
    Την επόμενη μέρα μας ξύπνησαν δυνατές κραυγές. Στην αρχή πίστεψα πως ήταν οι άγνωστοι άντρες, όμως όταν πλησίασαν και τους άκουσα κατάλαβα  πως ήταν οι δικοί μας.
    Κλάψαμε από χαρά όταν μας έβγαλαν και επιτέλους βρεθήκαμε κοντά τους. Μόνο σαν φτάσαμε στο σπίτι μας είπαν πως ένας από τους πέντε, ο υπερασπιστής μας, πήγε και τους βρήκε. Τους αποκάλυψε πως μαζί με άλλους τέσσερις μας άρπαξαν. Μετανιωμένος τους έδειξε που μας είχαν κρύψει. Πριν φέξει κατάφεραν να τους πιάσουν στον ύπνο, λίγο πριν μας ξεκάνουν και φύγουν με το κοπάδι. Αμέσως μετά, σίγουροι πως δεν κινδυνεύαμε, ήρθαν και μας ελευθέρωσαν.
    Μέρες μετά Έλενη, ξεκίνησε το κακό στον τόπο μας. Οι Τούρκοι έκαιγαν σπίτια, σπαρτά και με τη χατζάρα έσφαζαν παιδιά, γυναίκες και άντρες. Το κακό με βρήκε με την παραμάνα μ’  μέσα στο πλήθος. Τρέχαμε να σωθούμε, μέχρι που φτάσαμε στην παραλία και πηδήξαμε σε μια βάρκα… Σε μια στιγμή πουλόπο μ’, έχασα την πατρίδαμ, τη μάνα μ’, τη μεγάλη μου αδερφή για πάντα, και τον μικρό μου αδερφό για πολλά χρόνια και… “, ξαφνικά η γιαγιά σταμάτησε. Έψαξε στην τσέπη της για το μαντήλι και σκούπισε τα μάτια της.
    Την πλησίασα και πήρα τα κουρασμένα χέρια της στα δικά μου. Τα βλέμματα μας ανταμώθηκαν. Πράσινα τα μάτια της γιαγιάς καστανά τα δικά μου έτρεξαν σαν βρύσες. Μετά γιαγιά και εγγονή μείναμε για λίγο σιωπηλές.
    “Η ιστορία, γιαγιά, που τώρα μου εμπιστεύτηκες και οι άλλες που μου έχεις αφηγηθεί δε θα χαθούν.
    Θα τις κουβαλώ στη μνήμη μου και θα τις διηγούμαι στα δικά μας παιδιά, αλλά και στους άλλους που θα ακολουθήσουν”, της υποσχέθηκα.

    Πέρασαν μερικά χρόνια από τότε μέχρι που έφτασε μια γκρίζα μέρα. Η γιαγιά Μαρίκα αρρώστησε και λίγες μέρες πριν πεθάνει βρέθηκα μαζί της μόνη στο μικρό δωματιάκι. Ήταν κατάκοιτη, πάλευε για την ζωή και ετοιμαζόταν για το φευγιό της. Θυμάμαι για μια στιγμή πως άνοιξε τα μάτια της. Μου χαμογέλασε και με όση δύναμη διέθετε μου είπε ικετευτικά:
    “Έλενη, πουλόπο’μ  θέλω να σκούμε*” .
    Ήξερα πως δεν μπορούσε να σταθεί όρθια, πολύ περισσότερο να περπατήσει. Η επιμονή της όμως με έπεισε και τη σήκωσα.
    “Θέλω να ελέπω οξουκά. Να ελέπω την πατρίδα μ'”*.
    Αρνήθηκα στην αρχή. Επέμενε. Δεν ξέρω πως, αλλά βρήκα τη δύναμη και τη σήκωσα. Περπατήσαμε μέχρι το μικρό σαλονάκι. Μπροστά στο παραθυράκι σταματήσαμε. Κοίταξε έξω και ψέλισσε,
    “Την πατρίδα μ’ πούλιμ. Θέλω να ελέπω την πατρίδα μ’ *”.
    ” Μα στην πατρίδα είσαι”.
    “Τεμόν η πατρίδα είναι η Ορντού”.
    Και αμέσως μετά αφέθηκε στα χέρια μου. Το σώμα της μολύβι και εγώ δεν ήξερα αν θα τα κατάφερνα να την κρατήσω για πολύ ακόμη, πολύ περισσότερο αν είχα τη δύναμη να την επιστρέψωστο κρεβάτι…
    Δυο μέρες μετά πέθανε.

    * Τα όποια λάθη στην ποντιακή διάλεκτο ας μου τα συγχωρέσουν οι γνώστες της γλώσσας, ωστόσο καλύτερα να προσπαθώ πάρα να να “νασπάλω*”.
    Έλενα Αρτζανίδου

    *ορμάνια, Δάσος
    *Ορντού, Κοτύωρα, πόλη στα παράλια του Πόντου.
    * Έλενη, κάθκα αδακά, θα λέγωσε κατ:
    Ελένη κάτσε εδώ κοντά μου, θέλω να σου πω κάτι.
    *Έλα πούλιμ, άξον και ατό, κι ειπασάτο την άλλην την φορήν: Έλα παιδί μου, άκουσε και αυτό, δεν σου το είπα την προηγούμενη φορά.
    *τζαναβάρια, παιδιά
    *Φέγγον, φεγγάρι
    *σκούμε, σηκωθώ
    *Θέλω να ελέπω οξουκά. Να λέπω την πατρίδα μ’:
    Θέλω να δω έξω. Θέλω να δω την πατρίδα μου.
    Τεμόν η πατρίδα, η δική μου πατρίδα
    *νασπάλω, Ξεχνώ.

    Τραγούδι Πατρίδα μ’ αραεύω σε, Παραδοσιακό, Στ. Καζαντζίδης

    ** Η Έλενα Αρτζανίδου γεννήθηκε στη Δυτική Γερµανία. Στα εννιά της χρόνια ήρθε στο Μαυρονέρι του Νοµού Κιλκίς και αργότερα στη Θεσσαλονίκη, όπου τελείωσε το Λύκειο της Αµερικανικής Γεωργικής Σχολής. Είναι πτυχιούχος της Σχολής Νηπιαγωγών Καρδίτσας και του Παιδαγωγικού Τµήµατος Νηπιαγωγών του ΑΠΘ. Συνταξιοδοτήθηκε το 2020 από την εκπαίδευση. Ασχολήθηκε µε τη συγγραφή χρονογραφηµάτων στην εφηµερίδα Μακεδονία της Θεσσαλονίκης. Δίδαξε παιδική λογοτεχνία στα Εργαστήρια του Βιβλίου του Ιανού. Το 1996 κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο στις Εκδόσεις Πατάκη, ενώ από το 2005 µέχρι σήµερα είναι στις Εκδόσεις ΨΥΧΟΓΙΟΣ. Το βιβλίο Με λένε Πρόµις συµπεριλήφθηκε στον κατάλογο The White Ravens για το 2007. Είναι δηµιουργός του βραβευµένου από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου ιστολογίου www.filanagnosiaprogram.blogspot.com.

    Το 2020 συµπεριλήφθηκε το έργο της Η Ξένη στον Ρήνο στη Βραχεία Λίστα του Βραβείου Εφηβικού Βιβλίου από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου και στη Χρυσή Λίστα του ELNIPLEX, λίστα στην οποία βρέθηκαν το 2022 το βιβλίο Θα έδινα τα πάντα (Βραχεία Λίστα του Βραβείου σε εικονογράφο και σε συγγραφέα εικονοβιβλίου από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου το 2022) και το 2023 το βιβλίο Η Φλο στον δρόμο. Το 2021, το έργο της Ο Στύλιος και οι στύλοι του, βρέθηκε στη Βραχεία Λίστα του Βραβείο «Πηνελόπη Μαξίμου» σε συγγραφέα βιβλίου αφήγησης βραχείας φόρμας για παιδιά από τον Κύκλο του Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου. Με αφορµή το µυθιστόρηµά της Γκασταρµπάιτερ – η οδυνηρή φυγή, η σκηνοθέτιδα Κωστούλα Τωµαδάκη τής πρότεινε να λάβει µέρος στο ντοκιµαντέρ «Η Μητέρα του Σταθµού», που µέσα στο 2022 θα προβληθεί σε αίθουσες του εξωτερικού και εσωτερικού, κυρίως σε φεστιβαλ, ενώ θα προβληθεί και στην ΕΡΤ, που είναι χορηγός του.

    Από το 1996 ασχολείται με τη συγγραφή παιδικών βιβλίων. Τα βιβλία της “Ένα ζευγάρι κόκκινα αθλητικά παπούτσια” και “Κόκκινα χρυσά παπούτσια” διασκευάστηκαν από το Αριστοτέλειο Κολέγιο Θεσσαλονίκης και παρουσιάστηκαν στο Θέατρο Κήπου Θεσσαλονίκης το 2004.
    RELATED ARTICLES

    Most Popular