Ο Φίλιππος Μανδηλαράς δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ή μήπως ναι; Οι περισσότεροι, και αναφέρομαι στους νηπιαγωγούς, τους δασκάλους και τους γονείς, τον γνωρίσαμε μέσα από τις σειρές παιδικών εικονογραφημένων βιβλίων του “Η πρώτη μου ιστορία”, “Η πρώτη μου μυθολογία”, “Κωμωδίες του Αριστοφάνη”. Τι σχέση έχει όμως ο Φίλιππος Μανδηλαράς με το Νίκο Γκάτσο; Πώς έμπλεξε και ασχολήθηκε με τους καλικάντζαρους; Ποια η σχέση του με τη δημιουργική γραφή; Για αυτά και άλλα πολλά μας είπε στη διαδικτυακή συζήτηση που είχαμε μαζί του προ ημερών. Φίλιππος Μανδηλαράς, εκ βαθέων.
Συνέντευξη στον Απόστολο Πάππο και τη Φωτεινή Βαρδάκα
Να ξεκινήσουμε από την επαφή σου με τα παιδιά. Επισκέπτεσαι σχολεία. Πώς είναι αυτή η επαφή με τα παιδιά;
Ναι, επισκεπτόμουν, αλλά αποφάσισα να σταματήσω γιατί με κούρασε πολύ. Πολύ δύσκολο να λείπεις 10 και 15 συνεχόμενες μέρες από το σπίτι σου και να βλέπεις 1.000-1.500 παιδιά, για παράδειγμα. Από ένα σημείο και μετά γίνεται μηχανιστικά και δεν μου αρέσει. Δεν έχει ποιότητα. Άλλο να πεις πάω σε ένα σχολείο με συγκεκριμένη αφορμή και άλλο «μιας που είμαι εδώ, να έρθω και σ’ εσάς». Ή αυτό που συμβαίνει στις παρουσιάσεις των βιβλιοπωλείων. Η επαφή, όμως, με οργανωμένες ομάδες παιδιών, είναι πάντοτε πάρα πολύ καλή. Μου αρέσει. Περνάμε καλά.
Τι ακριβώς κάνεις; Παρουσιάσεις των βιβλίων σου, κάποιο εκπαιδευτικό πρόγραμμα; Τι έκανες μάλλον μέχρι πέρυσι κατά τις επισκέψεις σου;
Στα μικρά παιδιά θεατρικό παιχνίδι με αφορμή κάποιο βιβλίο μου και στα μεγάλα δημιουργική γραφή. Σπάνια ασχολούμαι με βιβλία μου. Μ’ ενδιαφέρει πολύ το κομμάτι της δημιουργικής φαντασίας κι αυτό προσπαθώ να μεταφέρω στα παιδιά.
Δεν σου αρέσει το promotion, αυτή η διαδικασία δηλαδή;
Όχι δεν μου αρέσει. Τη βαριέμαι. Για εμένα η δουλειά μου τελειώνει με το που ολοκληρώνω το βιβλίο. Μετά αρχίζει ένα κομμάτι που όσο περνάει ο καιρός με ενοχλεί όλο και πιο πολύ, με μεταλλάσσει σε κάτι που δεν είμαι και με αποσπά από τη δημιουργική διαδικασία.
Φίλιππε, έχεις γράψει πάρα πολλά βιβλία, και δεν θα μιλήσω για τις μεταφράσεις που έχεις κάνει. Όταν τελειώνεις είναι ίδιο το συναίσθημα; Έχεις γράψει πόσα βιβλία περίπου; Θυμάσαι;
Όχι, η αλήθεια είναι ότι δεν θυμάμαι. Ειδικά με τις σειρές της Πρώτης Ιστορίας, Πρώτης Μυθολογίας και του Αριστοφάνη που έχω γράψει, ο αριθμός τους έχει εκτοξευθεί σε μεγάλα ύψη. Ο μεγάλος αριθμός, όμως, δεν αντιστοιχεί συνήθως και στην ποιότητα. Κι έπειτα, πολλά απ’ αυτά τα έχω γράψει κατά παραγγελία.
Πώς αισθάνεσαι τώρα τελειώνοντας ένα βιβλίο μετά από τόσα που έχεις γράψει; Είναι το ίδιο το συναίσθημα όπως στα πρώτα 5- 10 βιβλία;
Κοιτάξτε. Υπάρχουν δύο κατηγορίες βιβλίων. Τα λογοτεχνικά, που απευθύνονται σε παιδιά από 8-9 ετών και εφήβους, κι αυτά που απευθύνονται σε μικρότερα παιδιά και είναι περισσότερο τεχνικά. Με αυτά τα δεύτερα είναι πιο απλά τα πράγματα. Έχω το θέμα (π.χ. έναν ήρωα της μυθολογίας), σκέφτομαι τον τρόπο και το περιεχόμενο, σκέφτομαι πώς θα τα εικονογραφήσει η Ναταλία (Καπατσούλια), κάθομαι και το γράφω. Μέχρι εκεί. Δεν υπάρχει κάτι που με ενθουσιάζει. Καμιά ψυχική ανάταση. Είναι μέρος μιας διαδικασίας. Υπήρχαν, βέβαια, βιβλία στη σειρά της Πρώτης Ιστορίας που με δυσκόλεψαν, που ήθελαν περισσότερο ψάξιμο και προσοχή, που τα έκανα πιο προσωπικά ίσως γιατί με αφορούσαν πιο πολύ. Αυτά τα χάρηκα. Είναι «Το έπος του ‘40» και «Η εξέγερση του Πολυτεχνείου». Εδώ χρειάστηκε να κάνουμε πολλές αλλαγές στην πορεία αλλά το αποτέλεσμα, εμένα τουλάχιστον, με δικαίωσε. Είναι τα βιβλία που ξεχωρίζω από αυτές τις σειρές, δίχως να σημαίνει ότι δεν αγαπώ την άλλη δουλειά. Κι εφόσον τα παιδιά τα αγαπάνε και βρίσκουν ένα κομμάτι του εαυτού τους εκεί μέσα, εγώ είμαι χαρούμενος. Από την άλλη τα λογοτεχνικά βιβλία απαιτούν πολύ μεγαλύτερο κόπο και συμμετοχή, οπότε νιώθεις και μια λύτρωση τελειώνοντάς τα.
Διακρίνω μια αδυναμία στα βιβλία που απευθύνονται σε εφήβους; Από τα λεγόμενά σου κρίνοντας.
Προσωπικά την ταμπέλα λογοτεχνία την βάζω σε βιβλία που γράφονται για παιδιά από μια ηλικία και πάνω. Αυτά που απευθύνονται σε παιδιά προσχολικής και πρωτοσχολικής ηλικίας τα εντάσσω στη κατηγορία της εφαρμοσμένης λογοτεχνίας: έχω μια ιδέα, την καταθέτω στο χαρτί, εικονογραφείται. Αυτό.
Σου έχει τύχει να διαβάσεις κάποιο εικονογραφημένο παραμύθι το οποίο να συνιστά λογοτεχνία; Θυμάσαι κάποιο ή όλα στηρίζονται σε αυτό που λες, μια ιδέα που πηγαίνει;
Φυσικά, αλλά είναι βιβλία που απευθύνονται σε μεγαλύτερες ηλικίες. Όχι σε παιδιά προσχολικής ηλικίας. Το σημαίνον, το σημαινόμενο, οι αναφορές, τα συναισθήματα πετυχαίνονται μέσω της εικόνας. Αν αφαιρέσεις την εικόνα, οι λέξεις δύσκολα στέκουν μόνες τους. Ζητάνε εικόνα για να λειτουργήσουν. Αυτός είναι κι ο λόγος που μιλάω για εφαρμοσμένη λογοτεχνία.
Φίλιππε, με τα ξωτικά πώς έμπλεξες; Ήρθε κάποιο και σε ενόχλησε ή ήταν μια παιδική αγάπη;
Όχι, δεν είχα καμιά αδυναμία στα ξωτικά από παιδί. Στην Γαλλία όπου σπούδαζα έμπλεξα μαζί τους. Μέσω της Αμοργού του Γκάτσου. Από εκεί άρχισα να δουλεύω με τα ξωτικά, στο μεταπτυχιακό μου δηλαδή. Ξεκίνησα από τους Καλικάντζαρους και από εκεί ξανοίχτηκα και στα ξωτικά του μεσογειακού χώρου, τα οποία παρουσιάζουν εξαιρετικό ενδιαφέρον. Ως αναπαράσταση της πραγματικότητας και του τρόπου που σκεφτόταν και ζούσε ο Έλληνας και γενικότερα ο κάτοικος της Μεσογείου ή των Βαλκανίων πριν από διακόσια και παραπάνω χρόνια. Φανταστείτε να ζεις σε ένα χωριό, να είναι χειμώνας, να μην έχει ρεύμα, να περπατάς στο δρόμο, να φυσάει και να έχει φεγγάρι. Όχι μόνο ξωτικά βλέπεις, αλλά και χίλια δυο άλλα τέρατα μπροστά σου, ειδικά αν πιστεύεις σε «ένα Θεό πατέρα, παντοκράτορα».
Υπάρχει κάποια αδυναμία σε συγκεκριμένο ξωτικό;
Στις νεράιδες και στους καλικάντζαρους. Τους καλικάντζαρους μάλιστα στην Ελλάδα τους θεωρώ πολύ αδικημένους. Τα παιδιά τους έχουν μπερδέψει με τα ξωτικά -βοηθούς του Αϊ Βασίλη. Ίσως για αυτό έχω επιμείνει τόσο πολύ σε αυτούς.
Για να βάλεις τα πράγματα σε μια τάξη.
Απλώς τους θεωρώ παρά πολύ αδικημένους. Καταρχήν θεωρείται ότι είναι πάρα πολύ κακοί. Οι Καλικάντζαροι δεν είναι κακοί.
Ποιος κοροϊδεύει τους καλικάντζαρους;, Ένας καλικάντζαρος στην παρέα μας, Ιστορίες με καλικάντζαρους, Καλικάντζαρος είσαι και φαίνεσαι!, τα βιβλία σας, τους αποκατέστησες κατά κάποιο τρόπο.
Μου αρέσουν οι Καλικάντζαροι. Καταρχάς μου αρέσουν οι απεικονίσεις τους. Διαφορετικές κάθε φορά αλλά πάντα έχουν ένα τρομακτικό στοιχείο αλλά και ταυτόχρονα ένα χαριτωμένο. Για μένα οι Καλικάντζαροι είναι ο άνθρωπος κατά την παιδική του ηλικία, κάνουν ακριβώς όλα αυτά που κάνουν τα παιδιά. Φασαρία, μπαγαποντιές, πονηριές, τους αρέσουν τα γλυκά. Όπως ακριβώς τα παιδιά.
Θα σε πάω αλλού τώρα. Γεννήθηκες στην Αθήνα, σπούδασες στο Παρίσι, ζεις στη Χίο. Πώς κατέληξες σε αυτή την απόφαση;
Η επιλογή του τόπου είναι τυχαία. Ήθελα από χρόνια να φύγω, και αυτό συνέβη όταν γεννήθηκε ο γιος μου. Αποφασίσαμε με τη γυναίκα μου να φύγουμε, να πάμε κάπου που να μας αρέσει όπου να μην ξέρουμε κανέναν.
Δεν έχεις δηλαδή κάποια σχέση με το νησί, να κατάγεσαι από εκεί εσύ ή η γυναίκα σου;
Όχι, καμία.
Δικαιωμένος από την απόφαση αυτή;
Ναι. Ήμασταν και τυχεροί γιατί φύγαμε λίγο πριν ξεκινήσει η μεγάλη κατηφόρα, που δεν έχει να κάνει μόνο με την κρίση, καθώς για μένα η κατηφόρα (αν υπήρξε και ποτέ ανηφόρα δηλαδή), ξεκίνησε πριν τους ολυμπιακούς αγώνες. Φύγαμε λίγο πριν τη δολοφονία του Γρηγορόπουλου. Κατέληξα να κατεβαίνω μετά από καιρό στην Αθήνα και να απορώ, με τις αλλαγές που έβλεπα. Όχι γιατί είχα ξεχαστεί στο νησί αλλά γιατί είχαν αλλάξει πάρα πολύ τα δεδομένα στην Αθήνα. Όχι δεν το έχω μετανιώσει καθόλου. Κι έπειτα, διαλέξαμε ένα νησί με έντονη αστική νοοτροπία. Δε θα μπορούσα να ζήσω σε ένα χωριό, δεν θα ήξερα πώς να συμπεριφερθώ.
Στη δουλειά βοηθάει; Στη συγγραφή. Έχει υπάρξει κάποια αλλαγή;
Φεύγοντας από την Αθήνα, από την καθημερινότητά της, και βλέποντας τα πράγματα από μια απόσταση, έγραψα βιβλία τα οποία διαδραματίζονται στην πόλη, με ήρωες που ζουν και κινούνται μέσα της. Αυτό ήταν μεγάλη αλλαγή για μένα, γιατί μέχρι τότε δεν είχα καταπιαστεί με το αστικό τοπίο. Και πλέον νομίζω ότι μπορώ να γράψω και βιβλία που αναφέρονται στη ζωή στην επαρχία, εφόσον γνωρίζω καλύτερα τον τρόπο ζωής και δεν ψυχανεμίζομαι απλώς. Ζω εδώ και βλέπω πώς ακριβώς λειτουργούν τα πράγματα.
Ο θάνατος του Αλέξη Γρηγορόπουλου υπήρξε αφορμή για να γράψεις ένα βιβλίο, αν δεν κάνω λάθος.
Με κινητοποίησε. Είχα πάθει σοκ όπως είχαμε πάθει όλοι μας τότε και ουσιαστικά τα βιβλία που έγραψα μετά, τα εφηβικά, αντικατοπτρίζουν αυτό που συνέβαινε εκείνη την περίοδο στη χώρα μας. Για μένα το γεγονός αυτό ήταν κομβικό. Το να στερείς τη ζωή από ένα έφηβο που νιώθει ότι έχει μια αιωνιότητα για να ζήσει, είναι τρομακτικό.
Όταν ήσουν εσύ έφηβος υπήρχε τόση βία; Bulling στα σχολεία, αφαίρεση ζωής στα καλά καθούμενα, όπως στην περίπτωση του Γρηγορόπουλου, του Φύσσα πρόσφατα ή των δύο παιδιών που ήταν μέλη της Χρυσής Αυγής; Πολύ συχνό φαινόμενο πια. Ήταν τόσο συχνό και παλιότερα;
Η βία;… Καταρχήν το ονομαζόμενο bulling υπήρχε πάντα. Εγώ θυμάμαι στο σχολείο γεγονότα απίστευτα άγρια τα οποία ήταν ανεκτά και τα οποία σήμερα δεν θα επιτρέπονταν, θα γίνονταν καταγγελίες, θα σήκωναν μεγάλη κουβέντα. ¨Άλλες εποχές όμως και πολύ πιο σκληροί εκπαιδευτικοί.
Το φουσκώνουνε το θέμα δηλαδή;
Ο νταής του σχολείου, ο «κακός» υπήρχε πάντοτε. Απλώς σήμερα του δίνουμε πολύ μεγαλύτερη σημασία. Ψάχνουμε τους λόγους που τον κάνουν νταή. Τον πουλάμε και το αγοράζουμε, κατά κάποιο τρόπο.
Μήπως το παρακάνουμε και εμείς οι εκπαιδευτικοί και γονείς πλέον; Το ψάχνουμε πολύ; Βάζουμε εύκολα ταμπέλες;
Ναι. Αλλά δεν είναι άσχημο. Εντάξει. Αυτός είναι ο πολιτισμός μας. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει ημέρα ενδοσχολικής βίας, ημέρα εξωσχολικής βίας, ημέρα βίας στα γήπεδα, ημέρα ποίησης, ημέρα βιβλίου, ημέρα παιδικού βιβλίου -εξειδίκευση. Υπερβάλλω φυσικά, αλλά αυτός περίπου είναι ο πολιτισμός μας. Έχουμε μια τάση να βάζουμε ταμπέλες και να τις γιορτάζουμε, να είμαστε χαρούμενοι με τις ταμπέλες μας και με τις γιορτές μας και μετά τέλος. Και για να ξαναγυρίσω στο θέμα της βίας, επόμενο είναι να γίνουν τα πράγματα έτσι όπως έγιναν. Αν πάμε λίγο πίσω, περιστατικά βίας υπήρχαν πάντοτε. Μην ξεχνάμε όμως ότι τα παιδιά έχουν συνηθίσει στη βία ή να λύνουν τις διαφορές τους με αυτό τον τρόπο. Είναι ο πιο εύκολος, άλλωστε, και αυτός που δίνεται μέσω των ηλεκτρονικών παιχνιδιών, ας πούμε. Από την άλλη, πώς αντιπαρέρχεται ένα παιδί που ξεκινάει Α’ Δημοτικού τη βία που δέχεται όταν από το δημιουργικό και συνεργατικό περιβάλλον του παιδικού σταθμού και του νηπιαγωγείου, αναγκάζεται, δίχως καμία μετάβαση, να κάθεται τέσσερις ώρες σε μια καρέκλα, και αντιλαμβάνεται ξαφνικά πως πρέπει να είναι ο καλύτερος στο γράψιμο, στην ανάγνωση, στην πρόσθεση ή δεν ξέρω κι εγώ σε τι άλλο… Είναι έμμεση κακοποίηση αυτό ή δεν είναι;
Γιατί τα σακατεύουμε έτσι τα παιδιά; Γονείς και δάσκαλοι μαζί.
Μεγάλες προσδοκίες. Και άγχος. Ασχολήθηκα με τη Δημιουργική Γραφή για παιδιά όταν διαπίστωσα το τρομερό έλλειμμα φαντασίας στα παιδιά του Δημοτικού. Κι αυτό γιατί τα παιδιά χρησιμοποιούν στο γραπτό τους λόγο μόνο τις λέξεις που έχουν μάθει να γράφουν σωστά. Τις υπόλοιπες τις εγκαταλείπουν. Και αναρωτιέσαι μετά τι συνέβη. Πού πήγε αυτό το παιδί που στο νηπιαγωγείο, και βάσει προγράμματος, του επιτρεπόταν να εκφράζεται ελεύθερα και να μην τον ενδιαφέρει αν το «λέμε», για παράδειγμα, γράφεται με ε ή με αι; Πού χάθηκαν οι λέξεις του και, μαζί μ’ αυτές, η φαντασία του;
Μεγάλη η διαφορά μεταξύ Νηπιαγωγείου και Δημοτικού.
Τεράστια.
Σαν να αποφασίζουμε και να του λέμε, «Τέρμα το παιχνίδι. Τώρα μεγάλε θα μάθεις γράμματα».
Κάθε φορά που πηγαίνω σε ένα νηπιαγωγείο, βλέπω παιδιά χαρούμενα. Πάω σε Δημοτικό και νιώθω ένα σφίξιμο. Να πω ότι συναντώ κακοποιημένα από το σύστημα παιδιά (κι ειδικά τα μικρά μικρά); Ναι! Παιδιά – δοχεία τα οποία οι δάσκαλοι – εκπαιδευτές γεμίζουν με γνώσεις; Ναι! Σπάνιοι οι παιδαγωγοί στις μέρες μας…
Έχεις ασχοληθεί με τη δημιουργική γραφή για παιδιά και μεγάλους. Πώς μπορεί κάποιος να ενημερωθεί σχετικά; Έχεις γράψει κάποιο βιβλίο, κάνεις σεμινάρια;
Για όλους του λόγους που σας εξέθεσα παραπάνω, αποφάσισα να κάνω κάτι με τα παιδιά του Δημοτικού. Δεν είναι κάτι που το κυνηγάω, αλλά έχουν σχηματιστεί πολλές ομάδες μέσα στα χρόνια που δουλεύω, στις οποίες έχει γίνει θαυμάσια δουλειά. Από την άλλη, η Δημιουργική Γραφή στηρίζεται στην αποδόμηση, πράγμα που έρχεται σε αντίθεση με αυτό που κάνει ο δάσκαλος στη τάξη του: αυτός δομεί, που σημαίνει ότι δεν γίνεται ο ίδιος άνθρωπος να κάνει και τα δύο: και δόμηση και αποδόμηση. Στη Δημιουργική Γραφή αποδομούμε λέξεις σε γράμματα, προτάσεις σε λέξεις κ.ο.κ. και από το υλικό που προκύπτει φτιάχνουμε νέους κόσμους. Έτσι ουσιαστικά μαθαίνει το παιδί πως η γλώσσα είναι ευέλικτη, πως δεν έχει τόσο σημασία η ορθογραφία αλλά το νόημα των λέξεων και το πώς συνταιριάζουν μεταξύ τους. Τα παιδιά (τα οποία μοιραία είναι πολύ επιφυλακτικά στην αρχή) περνάνε πάρα πολύ καλά γιατί δημιουργούν.
Τι ήταν ο Νίκος Γκάτσος; Ποιητής, στιχουργός; Τον έχουμε τραγουδήσει όλοι.
Ο Γκάτσος ήταν ο ποιητής ο οποίος κατάφερε να κατεβάσει την ποίηση από το βάθρο της και να την επικοινωνήσει στον απλό κόσμο. Μπορεί αυτό που είπα πριν για την εφαρμοσμένη λογοτεχνία, αναφερόμενος στην παιδική, να ακούστηκε παράταιρο, αλλά το ίδιο έκανε και ο Νίκος Γκάτσος στα τραγούδια του: εφαρμοσμένη ποίηση. Ποιητικός –υπερβατικός λόγος, ο οποίος εφαρμόζεται σε μελωδίες και έχει σκοπό να γίνει κατανοητός από τον μέσο ακροατή: αυτό εννοώ εφαρμοσμένη ποίηση.
Αλλά δεν χάνεται η ομορφιά της;
Όχι βέβαια. Ούτε χάνεται η ομορφιά σε ένα ωραίο εικονογραφημένο παιδικό βιβλίο. Απλώς είναι άλλο η ποίηση και άλλο η στιχουργική. Ο Γκάτσος μπήκε με ποιητικό τρόπο στη στιχουργική. Ξαφνικά είναι σαν να ζωντάνεψε η γλώσσα. Ο κόσμος τραγουδάει κάτι που μπορεί να μην το καταλαβαίνει ακριβώς αλλά περιέχει λέξεις που νιώθει ότι σημαίνουν κάτι άλλο (κι ας μην το καταλαβαίνει), λέξεις που φτιάχνουν εικόνες ρεαλιστικές αλλά και υπερ-ρεαλιστικές…. Όλα αυτά είναι πολύ σημαντικά.
Το διάλεξες να ασχοληθείς μαζί του, σου ανατέθηκε ή σε διάλεξε μόνο του;
Τον Γκάτσο το ανακάλυψα μέσα από την “Αμοργό”. Μου άρεσε πάρα πολύ η γλώσσα, μου άρεσε η εικονοποιία. Φυσικά δεν καταλάβαινα γρυ τι έλεγε αλλά με είχε συνεπάρει. Είχα μια καθηγήτρια εκείνη την εποχή και, μιλώντας για θέματα μεταπτυχιακού, αναφέρθηκα στον Γκάτσο. «Αυτά είναι άγια πράγματα, βέβαια» της είπα, «δεν τα αγγίζουμε.» Και μου απάντησε: «Ίσα ίσα, επειδή είναι άγια αξίζει να καταπιαστείς!». Έτσι λοιπόν, ασχολήθηκα με τον Νίκο Γκάτσο. Στη αρχή με την «Αμοργό». Τα τραγούδια τα εκτίμησα πολύ αργότερα. Το ενδιαφέρον όμως στην περίπτωση Γκάτσου είναι ο τρόπος με τον οποίον εμπλέκεται η ζωή του στην ποίηση και τα τραγούδια του και πώς αυτό προκάλεσε την κατακραυγή από τους διανοούμενους της εποχής. Κι αυτό γιατί ο Γκάτσος δεν προερχόταν από την αστική τάξη. Τον αντιμετώπιζαν σαν τον ψηλό που ήρθε από ένα χωριό της Αρκαδίας. Κι η ζωή του είναι μυθιστορηματική –η ιστορία με τον πατέρα του, για παράδειγμα, που δεν ήξερε αν ζει ή αν πέθανε, αν τον έφαγαν τα ψάρια ή αν τον έθαψαν σε μια στεριά…
Θα κλείσουμε τη συνέντευξη ρωτώντας με τι ασχολείσαι αυτή την περίοδο; Τι μας ετοιμάζεις;
Για εσάς που είστε νηπιαγωγοί, ετοιμάζουμε με τη Ναταλία μία καινούρια σειρά με ήρωες ένα λεμούριο και μία στρουθοκάμηλο. Τα βιβλία μιλάνε για διάφορα θέματα που απασχολούν γονείς και εκπαιδευτικούς στην εποχή μας, όπως υιοθεσία, φιλία, βία, οικογένεια, εκφοβισμός –όλα όσα έλεγα πριν περί εφαρμοσμένης λογοτεχνίας. Παράλληλα, δουλεύω και ένα σενάριο ταινίας με ήρωες εφήβους, το οποίο θα γίνει και βιβλίο. Είχα καιρό να γράψω και αποφάσισα πολύ πρόσφατα να ξαναρχίσω, γιατί είχα επηρεαστεί πάρα πολύ από την όλη την κατάσταση στη χώρα μας -είχα απογοητευτεί και είχα εγκαταλείψει κάθε προσπάθεια.
Φίλιππε Μανδηλαρά, σε ευχαριστούμε πολύ!
Κι εγώ σας ευχαριστώ!