Θεατρική συγγραφέας, σκηνοθέτης, στιχουργός, ηθοποιός. Απόφοιτος της Σχολής Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών και της Ανωτέρας Δραματικής Σχολής «Ίασμος». Έχει συνεργαστεί με το Εθνικό Θέατρο, το Εθνικό Θέατρο της Κίνας, τα ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας, Σερρών και με το ελεύθερο θέατρο (Παλλάς, Ακροπόλ, Νέο Θέατρο «Κατερίνα Βασιλάκου», Vault Theatre Plus, Το Τρένο στο Ρουφ κ.ά.).
Έργα της έχουν διακριθεί και παρουσιαστεί στην Ελλάδα, έχουν μεταφραστεί, εκδοθεί και παρουσιαστεί σε Διεθνή Φεστιβάλ (Ερωμένες στον Καμβά: Napoli Teatro Festival 2019, 6ο Διεθνές Φεστιβάλ Ποίησης και Τεχνών Grito de Mujer). Το θεατρικό της έργο Σούμαν ανέβηκε στο Εθνικό Θέατρο, Νέα Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος» (2016-2017, 2017-2018) σε σκηνοθεσία Λευτέρη Γιοβανίδη.
Αναδείχθηκε μέσα από τον θεματικό κύκλο του Εθνικού Θεάτρου «Ο συγγραφέας του μήνα» και καθιέρωσε τη Σοφία Καψούρου ως εξέχουσα φωνή της σύγχρονης νέας ελληνικής δραματουργίας. Το έργο της Η Σέξτον και τα Κογιότ (Vault Theatre Plus 2018-2019 σε σκηνοθεσία της ίδιας) παρουσιάστηκε στην επετειακή έκδοση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά Η δυναμική του ελληνικού λόγου στο θέατρο και διακρίθηκε για την αυθεντικότητα, την πρωτοτυπία του και τη δυναμική του.
Ως στιχουργός έχει συνεργαστεί με τον γνωστό συνθέτη Μίνω Μάτσα σε θέατρο και κινηματογράφο, όπως ενδεικτικά στις παραστάσεις Του Κουτρούλη ο γάμος του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή σε σκηνοθεσία Σμαράγδας Καρύδη, Νέο Θέατρο Κατερίνας Βασιλάκου (2019-2020) – 1ο Βραβείο Μουσικής Σύνθεσης στα Θεατρικά Βραβεία Κοινού Αθηνοράματος 2020, Τρίτο Στεφάνι του Κώστα Ταχτσή σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη, Θέατρο Παλλάς (2020-2021), καθώς και στις ταινίες Φαντασία του Αλέξη Καρδαρά και Ευτυχία του Άγγελου Φραντζή.
Υπογράφει στίχους σε σπουδαίους Έλληνες ερμηνευτές, όπως ο Γιώργος Νταλάρας, η Ελεονώρα Ζουγανέλη, η Ρένα Μόρφη, ο Κώστας Τριανταφυλλίδης. Ως ηθοποιός έχει συμμετάσχει σε παραστάσεις με διακεκριμένους σκηνοθέτες όπως ο Στάθης Λιβαθινός. Διδάσκει δραματουργία, θεατρική γραφή και θεατρική αγωγή.
Με την παράσταση «Ελαφονταίν, ο Αίσωπος αλλιώς» σε σκηνοθεσία και σύλληψη του Γιώργου Σουλεϊμάν, σε κείμενό της και πρωτότυπη μουσική του Θέμη Καραμουρατίδη, στα πλαίσια του The Christmas Factory στην Τεχνόπολη Δήμου Αθηναίων, δημιούργησε ουσιαστικά μια εξαιρετική αφορμή για να γνωρίσουν τα παιδιά τους Μύθους του Αισώπου μέσα από τα μάτια του Γάλλου ποιητή και μυθοποιού Jean de La Fontaine.
Η Σοφία Καψούρου σε #Συνέντευξη στο #ELNIPLEX.
Πόσος Αίσωπος, πόσοι «μύθοι» στην λαϊκή τους εκδοχή υπήρχαν στα παιδικά σας χρόνια;
Αντί για μαξιλάρι είχα ένα λευκό βιβλίο παλιό, με όλους τους μύθους του Αισώπου, ήταν βιβλίο της γιαγιάς μου και μετά της μαμάς μου. Και μετά δικό μου. Ή μάλλον όλων μας. Γιατί τα παραμύθια ανήκουν σε όλους. Και η γνώση και η ποίηση. Σε όλους. Στις αριστερές σελίδες του βιβλίου ήταν οι μύθοι γραμμένοι και σε κάποιες δεξιές σελίδες υπήρχαν σκίτσα με χαρακτηριστικές σκηνές από τους μύθους. Με λεζάντα από κάτω. Οι σελίδες του λευκού βιβλίου κρέμονταν κυριολεκτικά από μια κλωστή, κρατούσα το βιβλίο και ήταν σαν να κράταγα γυαλί, ήταν έτοιμο να διαλυθεί από τα τόσα χρόνια χρήσης. Όμως, άντεχε. Στα χέρια τριών γενεών. Ήξερα τους μύθους απέξω. Αλλά δεν μου έφτανε. Τους ξαναδιάβαζα σαν να είναι η πρώτη φορά.
Γιατί όπως λέει και ο Μπόρχες, «Όλα για πρώτη φορά γίνονται, μα μ’ έναν τρόπο αιώνιο».
Ποιοι είναι οι λόγοι που σας οδηγούν στους μύθους του Αισώπου μέσα από τη ματιά του φημισμένου για τις διασκευές μύθων Γάλλου μυθοποιού Ζαν ντε Λα Φονταίν;
Ένας είναι ο λόγος. Ένας αλλά λέων: η ανάγκη να μαλακώσει η ψυχή των παιδιών και όλων μας. Η ανάγκη να φτιάξουμε μια στιγμή «μαζί», γιατί μόνο «μαζί» προχωράει ο κόσμος. Για να επιτευχθεί αυτό το «μαζί», πρώτα πρέπει να εξαλειφθεί το στίγμα, να αποχρωματιστεί το στερεότυπο μέχρι να μην υπάρχει πια, να γεφυρωθούν οι κατασκευασμένες –από τους μεγαλύτερους αυτού του κόσμου, γονείς, δασκάλους, ηγεμόνες, κυβερνήτες– διαφορές και εκεί που έπεφτε μπουνιά, να πέσει… αγκαλιά.
Αν ένας μύθος αυθεντικός και ανθεκτικός, έχει μια τρύπα όπου μπορεί να τρυπώσει η φαντασία, η αμφιβολία, η διαφορετικότητα σκέψης, πράξης, ταυτότητας, τότε… ας τρυπώσουμε! «Μια τρύπα για τον βασιλιά», που λέει κι ο Ελαφονταίν. Άλλωστε ποτέ οι επαναστάτες δεν μπήκαν μέσα απ’ τα σαλόνια. Πάντα τα ανήσυχα και επικίνδυνα για τη βολή του καθεστώτος πνεύματα έμπαιναν μέσα από τις τρύπες, μέσα από λαγούμια.
Πού διαφέρει η ματιά του Φονταίν από εκείνη του Αισώπου; Τι προσέθετε στους μύθους του;
Θεός είναι ο ρυθμός στο θέατρο. Ο Ζαν ντε Λα Φονταίν μεταγράφει τους Μύθους με ρυθμό, πάνω στον παλμό του 17ου αιώνα, της Γαλλίας του Λουδοβίκου ΙΔ’, όπου μια παρέα παραμυθάδων, οι «τέσσερις μεγάλοι» του κλασικισμού, ο Λαφονταίν, ο Μολιέρος, ο Μπουαλώ και ο Ρακίνας, εμπνέονται από την αρχαία ελληνική γραμματεία, μαστιγώνονται από την εποχή τους και δοξάζουν το θαύμα του ανθρώπου, αποκαλύπτοντας δεξιοτεχνικά την υποκρισία του.
Δεν μιλάμε για πρόσθεση ή αφαίρεση, δεν είναι αριθμητική πράξη η επαναδιαπραγμάτευση ενός θέματος. Γιατί αυτό κάνουν οι δημιουργοί ανά τους αιώνες. Επαναδιαπραγματεύονται τα αιώνια, άλυτα, αβάσταχτα θέματα της ανθρωπότητας. Ο Ζαν ντε Λα Φονταίν έρχεται στις μέρες μας ως Ελαφονταίν και θέτει μια τεράστια πρόκληση: να ξαναδιαβαστούν σκηνικά και εκπαιδευτικά οι Μύθοι του Αισώπου. Δηλαδή να ξαναδιαβαστεί ο κόσμος. Από το μηδέν.
Όταν ο υπέροχος, ταλαντούχος Γιώργος ήρθε σε μένα, πήγα κι εγώ σ’ αυτόν. Και αυτή ήταν η πρώτη δημιουργική διαδρομή της διαδικασίας. Η συνάντηση και ο δρόμος προς αυτή. Αν δεν το κάναμε εμείς, πώς θα ευχόμασταν ότι μπορεί να γίνει από τα παιδιά, από τον θίασο, από έστω δύο άλλους ανθρώπους; Τον ευχαριστώ, γιατί διανύσαμε ένα δάσος και ένα όνειρο. Για να σε βρει κάποιος, πρέπει να βρεις μέσα σου αυτό που εκείνος σου ξυπνάει. Για να σε βρει, πρέπει να σε βρεις.
Ο διδακτισμός του Αισώπου πιστεύετε ότι αποτελεί εμπόδιο ή σύμμαχο στη σημερινή εποχή για ένα παιδί;
Ένα ολοκληρωμένο γεύμα κλείνει με το επιδόρπιο. Ποιος είναι ο ρόλος του γλυκού; Να καθαρίσει ο ουρανίσκος από τις εντάσεις των προηγούμενων πιάτων, σχεδόν να ξεχάσει ο άνθρωπος τι έφαγε και να κλείσει η διαδικασία της μύησης –γιατί το φαγητό είναι μύηση– με μία γεύση διαφεύγουσα, της οποίας η μνήμη θα μας θυμίζει την ισορροπία της ελαφρότητας.
Άρα το περιβόητο «ηθικό δίδαγμα» δεν είναι ούτε καλό ούτε κακό από μόνο του. Είναι απλώς η ανάγκη του ίχνους του δικαίου. Και κάθε δίκαιο γίνεται άδικο, όταν δεν λαμβάνει υπόψη την περίπτωση, την εποχή, τη στιγμή. Κανείς δεν πάει να αποκαθηλώσει τον Αίσωπο, πάει να τον εξελίξει, μετά από απαίτηση του Αισώπου του ίδιου, δηλαδή εκείνου που δεν φοβάται να ξανασυστηθεί, όχι γιατί ο Αίσωπος είναι ανεπαρκής, αλλά γιατί ο άνθρωπος, μεγαλώνοντας, ξεχνάει το ηθικό και νομοθετεί κατά το συμφέρον του το δίδαγμα. Το δικό του δίδαγμα, αυτό που εξυπηρετεί την αχρηστία, την πονηριά και την τεμπελιά του.
Που πιστεύετε ότι διαφέρει (αν διαφέρει) το παιδικό κοινό από το ενήλικο;
Στην απόσταση από την αθωότητα και πίσω σε αυτήν. Το παιδικό κοινό έχει να διανύσει μικρότερη απόσταση για να επιστρέψει στο πρώτο σκίρτημα, στην πρώτη αφιλτράριστη σκέψη, στην πρώτη αυθόρμητη αντίδραση. Άρα η ευφυΐα και η ευαισθησία δεν έχουν φράξει. Ακόμα…
Το θέατρο είναι η διαδρομή προς την αθωότητα. Τα παιδιά όχι μόνο είναι πολύ πιο κοντά στην αθωότητα από τους μεγάλους, αλλά δεν χάνουν και τόσο εύκολα τον δρόμο. Έχουν ένστικτο. Και αισθήσεις έτοιμες να ρουφήξουν τον κόσμο, την ομορφιά, την καθαρή ματιά.
Τι θα δουν μικροί και μεγάλοι, λοιπόν, στη θεατρική παράσταση Ο «Ελαφονταίν, ο Αίσωπος αλλιώς»;
Θα δουν ότι υπάρχει ακόμα δάσος, ότι υπάρχουν ακόμα ζώα, ότι υπάρχουν ακόμα λόγοι να αγαπήσεις και να αγαπηθείς. Θα δουν έναν καθρέφτη της παρέας, της σχολικής τάξης, της κοινωνίας, όπου το είδωλο εμπνέει το φωτεινό αντικείμενο.
Θα δουν, θα ακούσουν, θα μυρίσουν τη φωτιά, θα ψηλαφίσουν το χώμα, θα γευτούν το τυρί του Κόρακα, θα μιλήσουν με το Ελάφι το ελαφίσιο, το γιορτινό, το περαστικό. Μα πιο πολύ θα νιώσουν. Την ομορφιά του μαζί.
Το έργο κλείνει με την προτροπή του Ελαφονταίν να βρει ο ένας τον άλλον μέσα από τη χαρά του παιχνιδιού, της ουσίας της ζωής. Το μεγαλείο της ύπαρξης.
“Κι αν δεν σας φέρει ο δρόμος, φέρτε τον δρόμο εσείς. Σ’ εμένα. Ελάτε να με βρείτε. Κι αν δεν με βρείτε, ψάξτε με. Στις θάλασσες, στα δάση, στα βουνά. Μα πάνω απ’ όλα μέσα σας. Φωνάξτε:
«Ψάχνω τον Ελαφονταίν».
Κι αν σας ρωτήσουνε γιατί, πείτε τους:
«Για να παίξουμε!»”.